O αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και επικεφαλής των οικονομικών εισαγγελέων, Νικόλαος Παντελής, σε γνωμοδότησή του υπογραμμίζει ότι η «έφοδος» υπαλλήλων των Δ.Ο.Υ. και των άλλων φορολογικών υπηρεσιών για κατ΄ οίκoν έρευνα και έρευνα σε επαγγελματικούς χώρους (γραφεία, συστέγαση κατοικίας και επαγγελματικού χώρου, κ.λπ.) των φορολογουμένων πολιτών είναι δυνατή ακόμη και εκτός του επίσημου ωραρίου, δηλαδή και κατά τις νυκτερινές ώρες, αλλά υπό την αυστηρή και απαραβίαση προϋπόθεση της ύπαρξης εντολής εισαγγελέα και της υποχρεωτικής παρουσίας εισαγγελικού λειτουργού κατά την έφοδο.
Ο κ. Παντελής, συνταυτιζόμενος πλήρως με τις θέσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Χαράλαμπου Αθανασίου και σε αντίθεση με την γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, υπογραμμίζει ότι είναι αντισυνταγματικές οι πρόσφατες ρυθμίσεις που προβλέπουν την διενέργεια «κατ’ οίκον ερευνών από όργανα της φορολογικής διοίκησης, με απλή εντολή
του εισαγγελέα και χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού».
Ειδικότερα, πρόσφατα η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία ότι είναι εντός των συνταγματικών πλαισίων οι διατάξεις εκείνες του νόμου 4174/2013 που προβλέπουν την είσοδο «οργάνων την φορολογικής διοίκησης στην κατοικία φορολογουμένων, με απλή εντολή του Εισαγγελέα και χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού, προκειμένου να διενεργούν φορολογικούς ελέγχους και να προβαίνουν σε έρευνες που αποσκοπούν στην είσπραξη φόρων και λοιπών εσόδων».
Η Ολομέλεια του ΝΣΚ, μεταξύ των άλλων, αναφέρει στην επίμαχη γνωμοδότησή της:
«Παρά την απόλυτη και αδιάστικτη διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 9 παράγραφος 1 εδάφιο α΄ του Συντάγματος, γίνεται δεκτό ότι η προβλεπόμενη σε αυτήν προστασία του ασύλου, αφορά μόνο στην κατ’ οίκον έρευνα, που αποσκοπεί στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για την διαπίστωση εγκλημάτων, στην ανακάλυψη ή σύλληψη του δράστη και, εν γένει, στην πρόληψη ή καταστολή ενεργειών που συνιστούν ποινικά αδικήματα.
Αντιθέτως, κατά την κρατούσα και ορθοτέρα άποψη, γίνεται δεκτό ότι λιγότερο επαχθείς περιορισμοί, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για τον έλεγχο της τηρήσεως των νόμων, δεν εμπίπτουν στην υποχρέωση παρουσίας εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας για την διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας.
Πρόκειται για τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις που διενεργούνται με σκοπό την άσκηση εποπτείας και ελέγχου στα πλαίσια της υγειονομικής, εργατικής, οικονομικής –επαγγελματικής και φορολογικής νομοθεσίας».
Και κατέληξε η Ολομέλεια του ΝΣΚ:
«Η διενέργεια φορολογικών ελέγχων και ερευνών στην κατοικία του φορολογούμενου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 25 και 40 του Κ.Φ.Δ, με μόνη την εντολή του εισαγγελέα και χωρίς την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας, δεν έρχεται αντιμέτωπη με το άρθρο 9 του Συντάγματος».
Τότε ο υπουργός Δικαιοσύνης είχε εκφράσει την αντίθεσή του στο «δια ταύτα» της Ολομέλειας του ΝΣΚ.
Συγκεκριμένα, ο κ. Αθανασίου στις 12 Αυγούστου 2014 είχε δηλώσει: ««Το επιτρεπτό της κατ’ οίκον έρευνας από όργανα των φορολογικών αρχών, πρέπει να μελετηθεί και να κριθεί στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 9 του Συντάγματός μας με το οποίο διακηρύσσεται ότι η κατοικία του καθενός είναι άσυλο και ότι η έρευνα σε αυτή γίνεται πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας. Η ίδια προστασία παρέχεται και με το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ».
Στην συνέχεια μετά το θόρυβο που είχε δημιουργηθεί, το υπουργείο Οικονομικών ζήτησε τις απόψεις της Εισαγγελίας πάνω στο ζήτημα αυτό.
Ο κ. Παντελής σε σημερινή γνωμοδότησή του αναφέρει ότι το άρθρο 9 του Συντάγματος ορίζει τα εξής: «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας».
Με το επίμαχο συνταγματικό άρθρο, υπογραμμίζει ο κ. Παντελής, «θεσπίζεται το άσυλο της κατοικίας και το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, με την απειλή ποινικών κυρώσεων κατά των παραβατών (άρθρα 239 και 251 του Π.Κ) και την υποχρέωσή τους να αποζημιώσουν τον παθόντα».
Ως κατοικία, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, συνεχίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, «θεωρείται κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για διαβίωση, διαμονή, ακόμη και για εργασία, που δεν είναι προσιτός σε όλους, στην έννοια δε αυτή εμπίπτει τόσο η αμιγής, όσο και η μικτή κατοικία, αυτή δηλαδή που χρησιμοποιείται και ως έδρα της επαγγελματικής δραστηριότητας του ατόμου».
Ακόμη, διευκρινίζει ο κ. Παντελής, ότι «έρευνα κατ’ οίκον είναι η πράξη που ενεργείται από όργανα της δημόσιας αρχής και αποσκοπεί στην αναζήτηση προσώπων ή αντικειμένων, σε μια κατοικία» και τονίζει ότι μια τέτοια έρευνα επιτρέπεται μόνο πάντοτε παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής αρχής.
Κατόπιν αυτών ο κ. Παντελής καταλήγει ότι ο νόμος 4174/2013, με εκείνες τις διατάξεις του που προβλέπουν ότι «η διενέργεια κατ’ οίκον ερευνών από όργανα της φορολογικής διοίκησης, με απλή εντολή του εισαγγελέα και χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού, για οποιονδήποτε λόγο και αν γίνονται αυτές και οποιονδήποτε σκοπό και αν εξυπηρετούν, κείνται εκτός του πλαισίου της συνταγματικής μας τάξης».
Δεν παραλείπει σε άλλο σημείο της γνωμοδότησής του ο κ. Παντελής να σημειώσει ότι «τα όρια μεταξύ προληπτικού και κατασταλτικού διοικητικού ελέγχου, ιδιαίτερα στο πεδίο της φορολογικής νομοθεσίας, είναι εντελώς δυσδιάκριτα», λόγω «της αθρόας ποινικοποίησης της φορολογικής νομοθεσίας και της καθιέρωση των φορολογικών εγκλημάτων ως αυτόφωρων».
Η κατάσταση αυτή, αναφέρει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «έχει δημιουργήσει ένα θολό νομικό τοπίο, εντός του οποίου ο οποιοσδήποτε έλεγχος αυτού του είδους, μπορεί να προσλάβει χαρακτήρα ποινικό, με τον εντοπισμό και κατάσχεση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ανεπίσημων φορολογικών εγγράφων ή και χρημάτων που μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν προϊόντα εγκλήματος , όπως μη αποδοθέντος (υπεξαιρεθέντος) Φ.Π.Α.».