Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε σήμερα προσφυγές Κυπρίων πολιτών αλλά και ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία ζητούσαν να ακυρωθεί η πολιτική συμφωνία του Eurogroup της 25ης Μαρτίου 2014 για τη διάσωση της Κύπρου, η οποία περιελάμβανε και το κούρεμα των ανασφάλιστων καταθετών.
Τον Οκτώβριο του 2013 κατατέθηκαν προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με τις οποίες, οι ενάγοντες/καταθέτες υποστήριζαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (η οποία αποτελεί κοινή απόφαση στην ουσία της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) πάσχει καθότι βαίνει πέραν των εξουσιών τις οποίες έχει παραχωρήσει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα όργανα αυτά και προσβάλλει το δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οπως ανέφεραν, σε κανένα απολύτως σημείο ούτε στη Συνθήκη, αλλά ούτε και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 4) για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ, περιέχεται ή παραχωρείται εξουσία είτε για την απομείωση ή κούρεμα καταθέσεως ως στόχου, σκοπού ή μέσου αλλά ούτε και συμμετοχή σε ή δημιουργία μηχανισμού του τύπου ΕLΑ («Emergency Liquidity Assistance») αλλά ούτε και σε συμμετοχή διαδικασίας προς λήψη απόφασης με την οποία να εξαρτάται η παροχή συνδρομής ως κράτος μέλος από την επιβολή μεταξύ άλλων του κουρέματος των καταθέσεων, υποστηρίζουν οι ενάγοντες.
Κατά το άρθρο 35 του Πρωτοκόλλου για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών η ΕΚΤ υπέχει ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις έναντι άλλων πιστωτών και χρεοφειλετών ή έναντι οιουδήποτε προσώπου, αναφέρουν οι ενάγοντες.
Οι ενάγοντες ζητούσαν αποζημίωση με την αιτιολογία ότι υπάρχει επαρκής αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των απαιτήσεων της Επιτροπής και της απώλειας των κεφαλαίων λόγω «κατάφωρης παραβίασης υπέρτερου κανόνα δικαίου που προστατεύει τους ιδιώτες», όπως ορίζει το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ή/και το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Όπως αναφέρει η απόφαση, με την προσβαλλόμενη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα ανακοίνωσε τη συμφωνίας με τις κυπριακές αρχές επί του μελλοντικού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο είχε την υποστήριξη όλων των κρατών, καθώς και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Ο διοικητής της ΚΤΚ αποφάσισε να κινήσει διαδικασία εξυγιάνσεως για την Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή με δύο διατάγματα βάσει των οποίων:
-Η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου υποστηρίζεται από τους μη εξασφαλισμένους καταθέτες, τους μετόχους και τους ομολογιούχους της, προκειμένου η Τράπεζα Κύπρου να συνεχίσει την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών (διάταγμα 103), και
-μεταβιβάζονται ορισμένα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της Λαϊκής προς την Τράπεζα Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων ποσού κάτω των 100 000 ευρώ (διάταγμα 104).
Σήμερα το δικαστήριο εξέτασε αν η δήλωση του Eυρωομάδας (Εurogroup) μπορεί όντως να αποδοθεί στην Επιτροπή και την ΕΚΤ και αναλύει τα χαρακτηριστικά της Ευρωομάδας, καθώς και τις σχέσεις της με την Επιτροπή και την ΕΚΤ. Επισημαίνει ότι η Ευρωομάδα είναι φόρουμ συζητήσεων, σε υπουργικό επίπεδο, των αντιπροσώπων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και όχι όργανο που λαμβάνει αποφάσεις. Μολονότι προβλέπεται η συμμετοχή της Επιτροπής και της ΕΚΤ στις συνόδους της Ευρωομάδας η τελευταία αποτελεί άτυπη σύνοδο των υπουργών των κρατών μελών. Δεν της έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες της Επιτροπής ή της ΕΚΤ (αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες) ούτε τα θεσμικά αυτά όργανα έχουν αρμοδιότητα να της ασκούν έλεγχο.
Επομένως, δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν οι δηλώσεις της Ευρωομάδας (όπως η προσβαλλόμενη δήλωση) στην Επιτροπή ή την ΕΚΤ, αναφέρει.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, αφενός, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της Συνθήκης Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας δεν παρέχουν ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων και, αφετέρου, οι ενέργειες των εν λόγω δύο οργάνων στο πλαίσιο της ως άνω Συνθήκης δεσμεύουν μόνον τον ΕΜΣ.
Με την προσβαλλόμενη δήλωση, η Ευρωομάδα εξέθεσε σε πολύ γενικές γραμμές ορισμένα μέτρα που συμφωνήθηκαν σε πολιτικό επίπεδο, δεν έλαβε καμία οριστική θέση ως προς τη χορήγηση στήριξης προς την Κύπρο ή ως προς τους όρους που το κράτος αυτό έπρεπε να τηρήσει και δεν ανέφερε ότι η συνδρομή θα χορηγούνταν μόνο στην περίπτωση που η Κύπρος έθετε σε εφαρμογή μέτρα αναδιαρθρώσεως για τις τράπεζες.
Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη δήλωση έχει αμιγώς πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν συνιστά πράξη δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.