1. Οι προτεινόμενες αλλαγές, γενικά
Οι προτεινόμενες με το κατατεθέν νομοσχέδιο αλλαγές, πολύ σχηματικά, αφορούν σε τρία βασικά πεδία:
Το πρώτο είναι η ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ στον Α’ βαθμό, όπου εισάγεται ένα εντελώς νέο δικονομικό σύστημα, η τήρηση του οποίου πράγματι, κατ΄ αρχήν –βλ. όμως παρακάτω-, οδηγεί στην πολύ ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων (οι οποίες, με την εφαρμογή των νέων διατάξεων, θα εκδικάζονται εντός 160 ημερών από την κατάθεση της αγωγής), στηριζόμενο σχεδόν αποκλειστικά στην έγγραφη διαδικασία αντί της προφορικής.
Για τις αλλαγές στο πεδίο αυτό αναφερόμαστε διεξοδικά παρακάτω.
Το δεύτερο είναι οι ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, οι οποίες ενοποιούνται πλέον και κατατάσσονται συστηματικά σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες: α) Στις διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592-613), β) στις περιουσιακές διαφορές (άρθρα 614-622Β) και γ) στις διαταγές (άρθρα 623-646). Κατά τα λοιπά, στις ειδικές διαδικασίες παραμένει σε ισχύ η προφορική διαδικασία, καθώς και η εμμάρτυρη απόδειξη, όπως ισχύει σήμερα.
Για τις αλλαγές στο πεδίο αυτό δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν, έτσι κι αλλιώς δεν έχουν συγκεντρώσει αρνητική κριτική.
Το τρίτο είναι οι διατάξεις σε σχέση με την ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ, όπου κι εδώ εισάγεται πλήθος αλλαγών, οι οποίες αφενός –με σύντμηση προθεσμιών, περιορισμό ενδίκων μέσων κλπ-, επιταχύνουν κατά πολύ την ολοκλήρωση των διαδικασιών της εκτέλεσης (και των σχετικών μ΄ αυτήν δικών) και, αφετέρου (με αλλαγές που δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο του νομοσχεδίου, αλλά προστέθηκαν στη συνέχεια, πριν από την κατάθεσή του στη Βουλή), επανακαθορίζουν τα προνόμια στη σειρά κατάταξης των δανειστών, εις βάρος του Δημοσίου, των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, των εργαζομένων και των δικηγόρων (ακόμη περισσότερο των κατ΄ αποκοπήν αμειβομένων), εις όφελος των εμπραγμάτως ασφαλισμένων -ακόμη και μόνο με προσημείωση- δανειστών (δηλαδή, κατά κύριο λόγο, εις όφελος των Τραπεζών).
Για τις αλλαγές στο πεδίο αυτό παραπέμπουμε σε όσα έχουν εκτενώς διατυπωθεί κι έχουν ήδη τύχει ευρύτερης δημοσιότητας, σε βαθμό που ο καθένας μπορεί εύκολα να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του.
Θεωρούμε σκόπιμο να προσθέσουμε μόνο ένα σημείο: τον προβληματισμό μας σε σχέση με την προβλεπόμενη στο νομοσχέδιο εξουσιοδότηση για έκδοση Π.Δ., το οποίο, εκτός των άλλων, θα καθορίζει και το πλαίσιο διενέργειας πλειστηριασμών με ηλεκτρονικό τρόπο. Ανεξαρτήτως του περιεχομένου του πλαισίου αυτού (δηλαδή, ακόμη κι αν θα μπορεί να κριθεί θετικά), δεδομένου ότι εκ των πραγμάτων θα επιφέρει αλλαγές σε θέματα που έως τότε θα συνεχίσουν να ρυθμίζονται από διατάξεις του ΚΠολΔ, ήτοι, από διατάξεις ψηφισμένες με τυπικό νόμο, γεννάται κατά τη γνώμη μας σοβαρό ζήτημα συνταγματικότητας της εξουσιοδότησης αυτής.
2. Ειδικότερα, οι αλλαγές στην τακτική διαδικασία και στην εμμάρτυρη απόδειξη
Πρόκειται κατά βάση για τις αλλαγές στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπου προβλέπονται κυρίως τα εξής:
-Μέσα σε 100 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθεται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια προς τους δικηγόρους. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης.
-Οι αμοιβαίες αντικρούσεις/προσθήκες κατατίθενται μέσα στις επόμενες 15 ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, με την παρέλευση των οποίων κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας.
-Μέσα σε 15 ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου ή του αρμόδιου δικαστή, ορίζεται ο δικαστής (και για τις υποθέσεις αρμοδιότητας του πολυμελούς πρωτοδικείου, η σύνθεση του δικαστηρίου, όπως και ο εισηγητής) για την εκδίκαση της υπόθεσης. Συγχρόνως ορίζεται ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των 30 ημερών από την παρέλευση της πιο πάνω 15ήμερης προθεσμίας. Κατ’ εξαίρεση, εάν ο προβλεπόμενος από τον Κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων που ανατίθεται σε κάθε δικαστή καλυφθεί, ο ορισμός δικαστή και χρόνου συζήτησης της υπόθεσης γίνεται και μεταγενέστερα («στον απολύτως αναγκαίο χρόνο»).
-Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.
-Κατά την ορισμένη κατά τα ανωτέρω δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση μπορεί να συζητηθεί και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
-Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται.
-Μετά τη συζήτηση αυτή εκδίδεται η οριστική απόφαση, με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται «απολύτως αναγκαία» η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά «από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά», με απλή διάταξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο των 15 ημερών, για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή, μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός εάν αυτό είναι χρονικά αδύνατο. Η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων δεν επαρκεί, επιτρέπεται «μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον του ίδιου δικαστή», με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων
οριστεί για οποιοδήποτε λόγο μέσα στο επόμενο δικαστικό έτος και η εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ίδιου δικαστή δεν είναι δυνατή, η υπόθεση διαγράφεται από τη χρέωση του συγκεκριμένου δικαστή και ακολουθεί νέα χρέωση για την εξέταση των μαρτύρων και την έκδοση της απόφασης.
-Μέσα σε 5 εργάσιμες ημέρες από την εξέταση των μαρτύρων οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών.
-Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να αποφασίσει οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους κατά τη διάρκεια της συζήτησης να παρίστανται σε άλλο τόπο και να ενεργούν εκεί διαδικαστικές πράξεις. Η συζήτηση αυτή μεταδίδεται ταυτόχρονα με ήχο και εικόνα στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και στον τόπο όπου παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Τα ανάλογα προβλέπονται και για την εξέταση μαρτύρων.
Για το σχηματισμό πληρέστερης εικόνας, από τα υπόλοιπα άρθρα, επισημαίνουμε και ότι:
(α) Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην οριζόμενη προθεσμία (30 ημερών), θεωρείται ως μη ασκηθείσα και μη παράγουσα δικονομικές έννομες συνέπειες (άρθρο 215 § 2).
(β) Αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη, η υπόθεση ματαιώνεται. Εάν παρέλθουν 60 ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα (άρθρο 260 §§ 2 και 3).
Από τα παραπάνω, προβληματισμό γεννούν αρκετά σημεία, όπως η πρόβλεψη ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο (όπως και η καταχώριση της διάταξης για εξέταση μαρτύρων στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου) επέχει θέση κλήτευσης, αφού αυτό δημιουργεί σοβαρά πρακτικά προβλήματα στους δικηγόρους (και ναι μεν, αλλού στο σχέδιο γίνεται λόγος για ειδοποίησή τους με e-mail, πλην όμως αυτό ούτε είναι ευχερές για μεγάλο ακόμη αριθμό δικηγόρων ούτε, σε κάθε περίπτωση, προβλέπεται υποχρεωτικά).
Το σημαντικότερο όμως, κατά τη γνώμη μας, είναι το οιονεί τεκμήριο μη αναγκαιότητας εξέτασης μαρτύρων, που εισάγει το προτεινόμενο σχέδιο (το οποίο, αντίθετα, αναγνωρίζει κύρος στις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες, όλοι γνωρίζουμε, στερούνται και της ελάχιστης αποδεικτικής αξίας), αξιώνοντας, για την εξέταση μαρτύρων, την κρίση του δικαστηρίου ότι η εξέταση μαρτύρων κρίνεται «απολύτως αναγκαία».
Σε σχέση με αυτή την πρόβλεψη του νομοσχεδίου, η άποψή μας είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΡΝΗΤΙΚΗ. Όχι για τους λόγους που έχουν ευρύτατα διατυπωθεί και αναφέρονται σε παραβίαση της αρχής της αμεσότητας, των αρχών της δίκαιης δίκης κλπ, λόγω της μη εξέτασης μαρτύρων. Αλλά γιατί, ανεξαρτήτως προθέσεων, η προτεινόμενη αυτή διάταξη θα οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα απ΄ αυτό στο οποίο ισχυρίζεται ότι αποσκοπεί. Διότι, αυτό που εμείς τουλάχιστον θεωρούμε ότι τελικά θα συμβεί, είναι ότι θα επικρατήσει παγίως η δικαστική κρίση ότι η εξέταση μαρτύρων κρίνεται κάθε φορά «απολύτως αναγκαία». Θα εκδίδεται, συνεπώς, απόφαση (προδικαστική) για εξέταση μαρτύρων, η εξέταση δεν θα ολοκληρώνεται την ημέρα
που θα έχει ορισθεί, η συζήτηση, επομένως, θα διακόπτεται, πιθανότατα όχι μόνο μία αλλά αλλεπάλληλες φορές (αφού το σχέδιο της διάταξης ορίζει ότι αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων δεν επαρκεί, «επιτρέπεται μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα» και όχι «επιτρέπεται μόνο ΜΙΑ διακοπή…»), μέχρι να ολοκληρωθεί κάποτε η εξέταση και των δύο μαρτύρων κι έτσι, σιγά-σιγά, ΘΑ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΠΙΣΩ, ΣΤΗΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΗ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ «ΔΙΕΞΑΓΩΓΩΝ», ΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣΑΝ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ…
Αυτό που προτείνουμε είναι η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΟΙΟΝΕΙ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ που εισάγει το νομοσχέδιο. Δηλαδή, να επιτρέπεται κατ΄ αρχήν η εξέταση των μαρτύρων (και, μάλιστα, να γίνεται όχι σε άλλη δικάσιμο, αλλά στην αρχικώς ορισθείσα, προσερχόμενοι τότε οι μάρτυρες, μαζί με τους διαδίκους, όπως αυτοί θα παρίστανται, διά ή μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους), να παρέχεται δε στο δικαστήριο, που θα έχει πλήρη γνώση των ήδη κατατεθειμένων απόψεων και αποδεικτικών εγγράφων των διαδίκων, η δυνατότητα να αρνηθεί την εξέτασή τους εφόσον, με ειδικά αιτιολογημένη κρίση του, κρίνει ότι δεν απαιτείται. Με τον τρόπο αυτόν ούτε κίνδυνοι καθυστερήσεως υπάρχουν ούτε στερείται ο δικαστής της δυνατότητας να μην επιτρέψει την εξέταση μαρτύρων στις περιπτώσεις που βασίμως προκύπτει ότι κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτα τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, με βάση, προφανώς, τη φύση της συγκεκριμένης κάθε φορά υπόθεσης και τα προσκομισθέντα έγγραφα.
3. Συμπέρασμα:
Δικό σας.
Πριν φτάσετε όμως σ΄ αυτό, καλό είναι προηγουμένως ν΄ ανατρέξετε στο site του ΔΣΑ, όπου παρέχεται πληροφόρηση των θέσεων της δικηγορικής κοινότητας σε σχέση με το νομοσχέδιο, το ίδιο το κείμενο του νομοσχεδίου, τα σχόλια (λιγοστά…) που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης, καθώς και οι απόψεις του Προέδρου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής κ. I. Χαμηλοθώρη, απ΄ τον οποίο κυρίως προέρχεται το πνεύμα, αλλά και το γράμμα των περισσότερων προτεινόμενων αλλαγών (πλην των σχετικών με τα προνόμια και τη σειρά στους πίνακες κατάταξης, τα οποία λέγεται ότι προέρχονται από το Υπ. Οικονομικών).
Ασφαλώς το νομοσχέδιο επιχειρεί μία τομή στη διαδικασία της αστικής δίκης και της, εν συνεχεία, εκτέλεσης των αποφάσεών της. Κατά τη δική μας πάντως γνώμη, πέραν των άλλων σοβαρών ζητημάτων που ασφαλώς τίθενται από όσα το νομοσχέδιο περιέχει (σε σχέση ιδίως με τις αλλαγές στην αναγκαστική εκτέλεση), αλλά και απ΄ όσα δεν περιέχει (κατάργηση δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, μη ελάττωση των παραβόλων, μη ενίσχυση –παρά τις εξαγγελίες- της διαμεσολάβησης κλπ), εφόσον οι αλλαγές στο άρθρο 237 παραμείνουν όπως εισάγονται, βάσιμα μπορεί να πιθανολογηθεί, για τους λόγους που προεκτίθενται, ότι αυτό το νομοσχέδιο θα έχει «κατορθώσει» να συγκεντρώσει την οξύτατη και γενικευμένη κριτική όλων, χωρίς να μπορέσει να πετύχει ούτε το βασικό διακηρυγμένο του στόχο, δηλαδή την -ασφαλώς αναγκαία- επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΠΡΟΤΑΣΗ – ΠΑΝΑΓ. ΠΕΡΑΚΗΣ