Από τη διάταξη δε του άρθρου 370 Α παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι “όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγουμένου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώνει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου”. Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα αρθρ. 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 9 Α’ και 19 του Συντάγματος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η απαγόρευση αυτή αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις. Η απαγόρευση όμως αυτή δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατιθεμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρουμένων καθηκόντων υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 364 ΚΠΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται και οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς συνάγεται, ότι η καταγραφή ιδιωτικής συνομιλίας με τεχνικά μέσα σε ψηφιακό δίσκο, ο οποίος αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και δη έγγραφο, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, έστω και αν αυτό περιέχει και στηρίχθηκε σε αθέμιτη μαγνητοσκόπηση με τεχνικά μέσα εκδηλώσεων του κατηγορουμένου, που πραγματοποιήθηκαν, όμως, στα πλαίσια των ανατιθεμένων σ’ αυτόν υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεσή τους, η οποία υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, στο προπαρατεθέν αιτιολογικό του, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα υπάλληλο Πολεοδομίας Β. Μ. κρίση του για τέλεση παθητικής δωροδοκίας, συνεκτίμησε τις μαρτυρικές καταθέσεις και όλα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται κανένας ψηφιακός δίσκος καταγραφής συνομιλιών ή κάποιο έγγραφο απομαγνητοφωνήσεως αυτού. Επίσης το δικαστήριο δεν αναφέρει πουθενά στο αιτιολογικό του κατάθεση μάρτυρος για μαγνητοφώνηση συνομιλίας μηνυτή και κατηγορουμένων σχετικά με τη δωροδοκία που αποδείχθηκε ή ότι στηρίζει την περί ενοχής κρίση του σε κάποια τέτοια κατάθεση μάρτυρος μηνυτή ή δημοσιογράφου για μαγνητοφωνήσεις, ή άκουσμα αυτών, από τις οποίες να προκύπτει και η δωροδοκία. Η απλή αναφορά δε στο άνω αιτιολογικό ότι ο μηνυτής μετέβη στην Υπηρεσία Ειδικών Υποθέσεων, όπου κατέθεσε για τα γεγονότα της δωροδοκίας και παρέδωσε το C.D., που είχε καταγράψει τις συνομιλίες του, είναι διηγηματική και από αυτή δε συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του για την ενοχή τον εν λόγω μη αναγνωσθέντα ψηφιακό δίσκο και τις αναφερόμενες σε αυτό μαγνητοφωνημένες συνομιλίες απομαγνητοφωνημένες, ήτοι ότι συνεκτιμήθηκε παράνομο αποδεικτικό μέσο, αλλά το δικαστήριο συναξιολόγησε πλείστα όσα άλλα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει ειδικώς στο αιτιολογικό του αυτό. Επομένως εφόσον το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των συνομιλιών το οποίο προέκυψε από παράνομη παρακολούθηση σε ανοιχτή ακρόαση χωρίς προηγούμενη άρση του απορρήτου με βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, δεν έλαβε υπόψη του απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο. Επίσης οι απλές αναφορές, στην κατάθεση μάρτυρα του μηνυτή Π. Κ. (και όχι στο αιτιολογικό), ότι “προέβη με δημοσιογράφο σε καταγραφή των συνομιλιών τους, ήταν τρεις μαγνητοφωνήσεις από εμένα, την απομαγνητοφώνηση δεν την έκανα εγώ” και του μάρτυρα κατηγορίας Γ. Σ., “εγώ άκουσα μεταγενέστερα τις συνομιλίες που έχουν καταγραφεί κ.λ.π.”, που υπάρχουν στα πρακτικά, εφόσον το δικαστήριο δεν αναφέρεται στις καταθέσεις αυτές και δε χρησιμοποιεί τις εν λόγω συνομιλίες και απομαγνητοφωνήσεις ή το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών, μέσω των μαρτυρικών αυτών καταθέσεων, αλλά απλώς τις αναφέρει ιστορικά σαν γεγονότα καταγραφής συνομιλιών και όχι το περιεχόμενο αυτών, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε και γι’ αυτό, ο σχετικός τέταρτος και πέμπτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 171 παρ.1δ, 177 παρ.2 και 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος”. (areiospagos.gr)