ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο ιατροδικαστής λοιπόν μπορεί να ερωτηθεί πολύ συγκεκριμένα πράγματα, όπως για την εκτίμηση της ηλικίας θανάτου ή να κληθούν να δώσουν όλες τις πληροφορίες που μπορούν να προσδιοριστούν από τα σκελετικά υπολείμματα. Τα υπολείμματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν κομμάτια από όπου οι μαλακοί ιστοί έχουν μερικώς ή εντελώς καταστραφεί, ή υπολείμματα που έχουν καεί ή ακρωτηριαστεί σκόπιμα είτε από ατύχημα. Σε περιπτώσεις που το σώμα είναι άθικτο, μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών του όπλου απ΄ την ζημιά στο σκελετικό σύστημα. Τέλος, μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό με διάφορους τρόπους, συγκρίνοντας για παράδειγμα τα προθανάτια από τα μεταθανάτια ευρήματα. Ως κλειδί, ένας έμπειρος ιατροδικαστής λαμβάνει υπόψη του πολλά διαθέσιμα
στοιχεία προτού φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα.
Το 1949 ο Williard Libby έκδοσε τις αρχές χρονολόγησης του ραδιενεργού άνθρακα, την πρώτη σημαντική αναφορά σε φυσικό – χημική τεχνική στο πρόβλημα χρονολόγησης στην αρχαιολογία.
Μετά από την πρώτη επίδραση η «επανάσταση του ραδιενεργού άνθρακα» συνέβη όταν κατάλαβαν γύρω στο 1970 ότι κάτι ήταν λάθος με το ημερολόγιο του ραδιοάνθρακα. Οι κλασσικοί πολιτισμοί όπως της Αιγύπτου, της Εγγύς Ανατολής και της Ελλάδας παρέμειναν ανεπηρέαστοι, αφού η χρονολόγησή τους βασιζόταν σίγουρα σε ιστορικά ημερολόγια.
Μια δεύτερη «επανάσταση» συνέβη κατά την διάρκεια του 1980 με την άφιξη της Επιταχυνόμενης Μαζικής Φασματομετρίας (Accelerator Mass Spectometry) τεχνικής για το μέτρημα του ραδιοάνθρακα.
Αυτό έχει επιτρέψει σε ένα αριθμό περιβόητων αντικειμένων όπως το Turin Shraud και ο «Ice Man» να χρονολογηθούν με ελάχιστη καταστροφή – μια σημαντική άποψη αρχαιολογικώς η οποία υποστηρίζεται και από την νομική επιστήμη.
Σε μια ιατροδικαστική έρευνα, το να καθοριστεί ο χρόνος από τον θάνατο είναι μία πολύ σημαντική διεργασία, αφού ο χρόνος κατά τον θάνατο είναι απαραίτητος για τον καθορισμό των τελικών κινήσεων του θύματος και στην αναγνώριση κατάλληλων υποθέσεων. Συνεπώς η πληθώρα μεθόδων που επιθυμούνται για τον καθορισμό της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, έχει λάβει σημαντική προσοχή τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι απαραίτητο να μετακινηθούμε από αυτές τις μικρές περιόδους, πολύ πριν το πτώμα γίνει σκελετός, όταν ο χρόνος που περνά από τον θάνατο μπορεί να αναφερθεί σαν μεταθανάτιο διάστημα.
Το μεταθανάτιο διάστημα μπορεί τυπικά να είναι υπόθεση ωρών ή ημερών ή ίσως μερικών μηνών ή ετών βασιζόμενο στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Αυτή η χρονική κλίμακα είναι ουσιαστικά η αρμοδιότητα του ιατροδικαστή.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται συνήθως και είναι σχετικές με τις πρώτες ώρες από τον θάνατο περιλαμβάνουν την διαδικασία ψήξης του σώματος και τις βιοχημικές αλλαγές σε συγκεκριμένα μέρη του σώματος όπως το υλαλοειδές υγρό οφθαλμού (aqueous humor). Αυτά, μαζί με εκτιμήσεις βασιζόμενες σε παρατηρήσεις, όπως η αρχή και το τέλος της πτωματικής ακαμψίας (rigor mortis) και το περιστατικό της μεταθανατιαίας κυανομελάνωσης, πιθανόν συμβάλλουν στην πλειοψηφία παρατηρήσεων που γίνονται για την εκτίμηση του μεταθανάτιου διαστήματος.
Είναι βολικό να αναφερόμαστε στα προβλήματα των χρονικών βαθμίδων σαν εκτιμήσεις του «χρόνου από τον θάνατο», για να τα ξεχωρίζουμε από τα μεταθανάτια διαστήματα.
Πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις έχουν γίνει, από τις οποίες πολλές σχετίζονται με τον ποσολογισμό του βαθμού αποσύνδεσης του σώματος. Αυτό μπορεί να περιέχει παρατηρήσεις από την σειρά εντομολογικού αποικισμού του θύματος ή βοτανολογικές παρατηρήσεις όπως η δενδροχρονολογική χρονολόγηση των ριζών που διαπερνούν τον ενταφιασμό από τα οποία κανένα δεν αναλύεται σε βάθος.
Σε υποθέσεις ολικής σκελετοποίησης, η πιο φανερή προσέγγιση είναι η αναγνώριση ενός ή περισσότερων αλλαγών στον ιστό των οστών. Πιο πρόσφατα ένα νέο επίπεδο παραποίησης έχει επιτευχθεί κοιτάζοντας την σχέση ανάμεσα σε προϊόντα αποσύνθεσης του σώματος και στην χημική λύση του εδαφικού περιβάλλοντος.
Πολλά έχουν αναφερθεί σε προσπάθειες για να παραχθεί μια παγκοσμίως αξιόπιστη χρονική βαθμίδα, για τον βαθμό αποσύνθεσης του ανθρωπίνου σώματος και αξιοσημείωτες είναι οι παρατηρήσεις που έγιναν πάνω στην αποσύνθεση εκτεθειμένων ανθρώπινων υπολειμμάτων κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες στο Decay Research Facility of the University of Tennessee. Αυτή η ανεκτίμητη δουλειά έχει αναγνωρίσει πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν τον βαθμό αποσύνθεσης.
Ποιοτικά αναγνωρίσιμα με μεγαλύτερη επιρροή είναι η θερμοκρασία, η ευκολία προσέγγισης από τα έντομα, το βάθος της ταφής που ακολουθείται από την ευκολία στην προσέγγιση των τρωκτικών και των σαρκοφάγων, την παρουσία τραυμάτων και πληγών και ο βαθμός υγρασίας.
Με λιγότερη επιρροή είναι τα επίπεδα βροχών, το σχήμα και το βάρος του σώματος και αν το σώμα έχει ταριχευθεί πριν εκτεθεί. Η παρουσία ή απουσία ιματισμού θεωρείται μικρότερης σημασίας.
Από συσσωρευμένη νομική εμπειρία ο Krogman και ο Iscan (1986) συνοψίζουν τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εκτίμηση του χρόνου από τον θάνατο από παρατηρήσεις σε πτώματα.
1. Επιφανειακή έκθεση – έκθεση στον αέρα, το νερό, θερμοκρασίες και οι συνθήκες ύγρανσης επιταχύνουν την αποσύνθεση. Έκθεση στο χιόνι ή σε ξηρές συνθήκες μειώνουν την αποσύνθεση.
2. Ταφή – βαθιά ταφή, παρουσία φέρετρου, παρουσία ιματισμού τείνουν να μειώνουν την αποσύνθεση. Ταφή χωρίς φέρετρο, εσωτερική επένδυση με φύλλα επιταχύνουν την αποσύνθεση.
Σε μαζικές ταφές, μια κεντρική τοποθεσία θα μειώσει την αποσύνθεση ενώ περιφερειακά σώματα θα αποσυντεθούν πιο γρήγορα.
Ο Krogman και ο Ìscan (1986) έκαναν ένα αριθμό παρατηρήσεων γύρω από τους σχετικούς βαθμούς στους οποίους τα σώματα που είναι ενταφιασμένα γενικά αποσυντίθεται πιο σιγά από εκείνα που είναι εκτεθειμένα στην επιφάνεια. Για τα ενταφιασμένα σώματα, οι συνθήκες του εδάφους παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό ρυθμού, με σημαντικότερους παράγοντες την περιεκτικότητα της υγρασίας και την οξεοποίηση. Ο χρόνος που χρειάζεται διακυμαίνεται από 6-7 χρόνια σε ξηρά εδάφη, αυξανόμενο σε περίπου 15-20 χρόνια σε υγρά εδάφη. Τα οστά μπορεί να καταστραφούν σε λιγότερο από 25-100 χρόνια σε όξινα εδάφη σε ζεστό, υγρό περιβάλλον.
Σώματα βυθισμένα σε ποτάμια μπορεί να σκελετοποιηθούν σε δύο χρόνια, αλλά ο ρυθμός είναι πιο αργός σε μεγαλύτερες ποσότητες νερού. Σώματα που εκτείθενται στην επιφάνεια εύκρατου κλίματος θα σκελετοποιηθούν σε 3-5 χρόνια. Αυτή η συσσωρευμένη εμπειρία είναι πολύ πολύτιμη, όχι μόνο στην ιατροδικαστική αλλά επίσης σε αρχαιολογικούς χημικούς που ενδιαφέρονται για την αναγνώριση περιβαλλοντικών παραγόντων που επηρεάζουν κατά πολύ την συντήρηση του οστού.
Είναι φανερό από τα παραπάνω, ότι ο ιατροδικαστής καθώς κ’ ο νομικός επιστήμονας μπορεί επίσης να έρθει αντιμέτωπος με το πρόβλημα του καθορισμού χρόνου από τον θάνατο ενός θύματος, το οποίο είναι άσχημα αποσυντηθεμένο ή εντελώς σκελετοποιημένο, επίσης ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει μπορεί να ποικίλει από ένα χρόνο ή δύο έως και πολλές εκατοντάδες. Καθώς ο χρόνος περνά ανάμεσα στο θάνατο και πλησιάζει σε σκελετοποιημένο στάδιο, είναι τόσο ευαίσθητο σε περιβαλλοντικές συνθήκες, ένας αριθμός φυσικών και χημικών δοκιμών έχουν προταθεί για το διαχωρισμό ανάμεσα σε πρόσφατα και παλιότερα οστά.
Η επιβεβαίωση ότι ο «ice Man» που βρέθηκε πρόσφατα στα Ιταλο – Αυστριακά σύνορα, και αρχικά νόμιζαν ότι ήταν ένας στρατιώτης από τον τελευταίο πόλεμο χρονολογήθηκε στους προϊστορικούς χρόνους χρησιμοποιώντας ραδιοάνθρακα.
Η χρονολόγηση όμως της ανθρώπινης οδοντικής αδαμαντίνης, μπορεί να είναι χρήσιμη σε παρόμοιες περιπτώσεις εάν ο ραδιοάνθρακας δεν είναι κατάλληλος.
Διαμέσου των χρόνων, έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές τεχνικές βασιζόμενες σε παρατηρήσεις του ρυθμού διάσπασης του ανθρώπινου οστού, σαν οδηγό για τον υπολογισμό χρόνου από τον θάνατο σε σκελετωμένο υλικό.
Ο Knight (1968) έχει συνοψίσει τα κριτήρια που μπορεί να είναι χρήσιμα για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε πρόσφατα και παλιά οστά, όπως:
1. Απώλεια αζώτου (περισσότερο από 2,5% προτείνει νεότερους από 350 ετών: περισσότερο από 3,5% νεότερους από 50 χρονών).
2. Μείωση ή απώλεια ορισμένων αμινοξέων από την πρωτείνη του οστού (λιγότερο από 7 διαφορετικά αμινοξέα που έχουν παραμείνει δείχνουν μια ηλικία περισσότερο από 100 χρονών: η απουσία προλίνης και υδροξυπρολίνης υποδηλώνουν αρχαιότητα).
3. Φθορισμός από φρεσκοκομμένα μέρη οστού (φθορίωση πάνω σε όλη την επιφάνεια του οστού επιβιώνει για 100 χρόνια: προοδευτική, ομόκεντρη, απώλεια για 500-800 χρόνια).
4. Οξείδωση και απώλεια ανοσιολογικής ενέργειας. Η ανοσιολογική ενέργεια χάνεται μετά από τα 5 χρόνια.
Η απώλεια αζώτου από το οστό είναι απλά το αποτέλεσμα απώλειας πρωτείνης, αφού τα αμινοξέα τα οποία φτιάχνουν πρωτείνη (αρχικά κολλαγόνο) είναι τα μοναδικά παρόντα μείγματα που περιέχουν άζωτο. Η μέτρηση απώλειας αζώτου είναι μία από τις πρόσφατες τεχνικές για σχετική χρονολόγηση αρχαιολογικών οστών.
Ήταν η μέτρηση περιεκτικότητας του φθορίου και αζώτου που καθιέρωσαν την απατηλή φύση των λειψάνων του «Pitdawn Man». Ο υπολογισμός της περιεκτικότητας αζώτου του οστού συνήθως γίνεται χρησιμοποιώντας την τεχνική micro-K jeldahl. Γνωστό βάρος ενός στεγνού οστού αποσυντίθεται με συγκεντρωμένο θειϊκό οξύ (sulfuric acid) για να παράγει αμμώνιο θειϊκό άλας. Η αμμωνία ελευθερώνεται προσθέτοντας πλεόνασμα υδροξειδίου του νατρίου και απορροφάται με πλεόνασμα αραιωμένου υδροχλωρικού οξέος. Τιτλοδότηση του υπολειπόμενου οξέος επιτρέπει στο ποσό αμμωνίας που παράγεται να υπολογισθεί και άρα με νέο υπολογισμό, την συγκέντρωση αζώτου στο οστό.
Σε στεγνό, φρέσκο οστό, το άζωτο είναι περίπου 4% κατά βάρος και αυτό μειώνεται βαθμιαία καθώς η πρωτείνη χάνεται. Είναι γενικά αποδεκτό ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες – αρχικά η θερμοκρασία και η διαθεσιμότητα νερού – αναπτύσσουν μεγάλη επιρροή στο ρυθμό απώλειας πρωτείνη και επομένως στο βαθμό απώλειας αζώτου. Να προσθέσουμε ακόμη ότι ο Knight (1968) επισήμανε ότι ο υπολογισμός χρόνου κατά τον θάνατο, κ’ η πληθώρα περιβαλλοντικών συνθηκών είναι η μεγαλύτερη πηγή επιβεβαιότητας.
Μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι ο ρυθμός υδρόλυσης της πρωτείνης από κομμάτια οστού σε νερό βασίζεται στο σχήμα των κομματιών.
Η πρωτείνη του οστού μπορεί να επιβεβαιώνει επ’ αόριστον σε παγωμένες συνθήκες οι οποίες είναι ή αναεροβικές είτε ξηρές και όπου το pH δεν είναι τόσο όξινο. Πιο ζεστές συνθήκες επιταχύνουν την απώλεια πρωτείνης ειδικά αν υπάρχει μικροβιολογική ενέργεια.
Το οστό δεν θα επιβιώσει καθόλου σε όξινες οξειδωτικές συνθήκες.
Το παλαιό οστό έχει λιγότερο άζωτο από το πιο πρόσφατο, ο ρυθμός απώλειας του αζώτου είναι αναξιόπιστος δείκτης για την ηλικία σε ανθρώπινο οστό.
Το δεύτερο κριτήριο του Knight – η επιλεκτική απώλεια συγκεκριμένων αμινοξέων από την πρωτείνη του οστού.
Το κολλαγόνο αποτελείται από τρείς συστρεφόμενες πολυπεπτιδιακές αλυσίδες που περιέχουν 17 αμινοξέα, από τα οποία τα πιο συνήθη είναι η γλυκίνη (glycine), προλίνη (proline), υδροξυπρολίνη και αλανίνη. Το φρέσκο κολλαγόνο χαρακτηρίζεται έχοντας περιεκτικότητα γλυκίνης πάνω από 30% και μια αναλογία υδροξυπρολίνης και προλίνης γύρω στο 0,6 – άλλες πρωτείνες δεν έχουν τόσο ψηλα νούμερα για αυτές τις παραμέτρους. Σύμφωνα με τον Knight αν φρέσκο οστό διεργαστεί με τον παραπάνω τρόπο πρέπει να δώσει γύρω στα 10-15 διαφορετικά αμινοξέα αλλά λιγότερο από επτά υποδηλώνουν χρόνο από τον θάνατο ή πάνω από 100 χρόνια. Επακριβώς, η απουσία προλίνης και υδροξυπρολίνης δηλώνει «αρχαιότητα» κ’ παράδειγμα αυτού ο Καλιφορνέζος παλαιοϊνδιανικός σκελετός που η παλαιότητά του είναι γύρω στα 5000 χρόνια.
Ο παράγοντας κλειδί εμφανίζεται να είναι η συνολική συγκέντρωση υπολειμμάτων αμινοξέων συγκρινόμενα με μοντέρνες συγκεντρώσεις, ενώ στην περίπτωση του παλαιοϊνδιάνου ήταν λιγότερο από 1%.
Σύμφωνα με τον McLean και τον Urist (1968) τα οστά παράγουν φθορισμό μπλέ σε υπεριώδης φως. Ο Pipenbrink (1968) ανέφερε εκτεταμένη κιτρινο – πράσινη φθορίωση με μακροσκοπικά καλά διατηρημένο ανθρώπινο οστό το οποίο το απέδωσε σε έκκριση μικροβιακών μεταβολισμών που βρίσκονταν γύρω από περιοχές σήραγγος και προκλήθηκαν από μυκητώδη επίθεση.
Ο Knight προτείνει ότι η γαλανό – λευκη φθορίωση κατά μήκος φρεσκοκομμένων οστών των άκρων δείχνει χρόνο από τον θάνατο λιγότερο από 100 χρόνια.
Μεσαιωνικά δείγματα παρήγαν παρόμοια φθορίωση αλλά πιο αδύναμη και μη συνεχιζόμενη σε μια ζώνη απαγορευμένη στο κέντρο του οστού. Δείγματα Ετρούσκων (μερικά 2.500 χρόνων παλιά) έδωσαν πολύ αδύναμες ενδείξεις φθορισμού.
Το φαινόμενο της φθορίωσης του οστού έχει μελετηθεί πιο πρόσφατα από τον Voshnino (1991), σε μια συλλογή 51 οστών που εκτείνονται από 0-15 χρονών μετά τον θάνατο.
Αυτό αποκάλυψε μια εντυπωσιακή μείωση στην φθορίωση με τα χρόνια, αποδίδοντας δύο γραμμικές εξισωτικές παλινδρομήσεις, μία για τα οστά που εκτείθενται στην επιφάνεια και μια ελαφρώς διαφορετική για οστά που θάβονται. Αυτά τα δεδομένα αποκαλύπτουν ότι το επίπεδο της φθορίωσης μπορεί να πέσει στο 20% από φρέσκα οστά μέσα σε 15 χρόνια από τον θάνατο και υποδηλώνει ότι η μέθοδος, εάν ποσολογηθεί κατάλληλα, μπορεί να είναι χρήσιμη σε νομικές υποθέσεις.
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι ορυκτολογικές αλλαγές συμβαίνουν στα οστά μεταθανάτια.
Είναι ενστικτωδώς φανερό ότι ένα νεκρό σώμα αποσυντίθενται, τα προϊόντα αποσύνθεσης, οργανικά και ανόργανα, πρέπει να πάνε κάπου και ο πιο πιθανός δέκτης είναι το εδαφικό περιβάλλον, τα υπολείμματα που μπορούν να ανιχνευθούν στο έδαφος κάτω από το πτώμα.
Μία από τις πιο σημαντικές προόδους που έχει γίνει σ’ αυτή την δουλειά είναι η απόδειξη, εάν τα μετρημένα επίπεδα των αποσυντηθεμένων προϊόντων ποσολογηθούν ενάντια σε μια εδαφική λύση που προέρχεται από τυποποιημένο στεγνό βάρος εδάφους και προσαρμοστούν στο βάρος του πτώματος, τότε ο ρυθμός αλλαγής των προϊόντων αποσύνθεσης στο έδαφος είναι ομοιόμορφος και αναμενόμενος για κάθε πτώμα.
Αυτό συμβαίνει μόνο όταν ο χρόνος του άξονα είναι μετρημένος όχι σε μέρες, αλλά σε «Συσσωρευμένες Βαθμιαίες Μέρες» (Accumulated Degree Days), οι οποίες είναι προϊόν του καθημερινού μέσου όρου θερμοκρασίας και του αριθμού ημερών, παρέχοντας την μέση θερμοκρασία που δεν πέφτει κάτω από 4 C.
Ο Καστελλάνο, ο Villanueva και ο von Frenckel (1984) πήραν υπόψη τους μια εναλλακτική προσέγγιση, προσπαθώντας να υπολογίσουν το χρόνο θανάτου από τα επίπεδα μιας σειράς οργανικών και ανόργανων συστατικών που έμειναν στο οστό.
Έτσι ο λογάριθμος του επιπέδου των πρωτεϊνών και των τριγλυκεριδίων συσχετίζεται καλύτερα με το χρόνο κ’ έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα προϊόντα αποσυνθέσεως στο έδαφος.
Είναι κατανοητό από καιρό, ότι η παρουσία κάποιων χημικών ή βιοχημικών δεικτών στο έδαφος μπορεί να είναι χρήσιμη για το αν το σώμα ήταν εκεί. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε εδαφικό περιβάλλον που δεν έχει επιτρέψει την επιβίωση του οστού, όπως το μέρος του Sutton Hoo, όπου το διάσημο ναυάγιο ανακαλύφθηκε στο τέλος του 1930 με κανένα ίχνος σώματος. Πιο πρόσφατες ανασκαφές στο μέρος εκείνο έχουν επιτυχώς αποκαλυφθεί «άμμο ανθρώπων» την παρουσία σκούρων φιγούρων στην άμμο που είναι ότι απέμεινε.
α) από το θάνατο ως την ταφή,
β) από την ταφή ως την ανασκαφή κ’
γ) από την ανασκαφή ως την εργαστηριακή εξέταση των ανθρωπίνων σκελετικών υπολειμμάτων.
Στην εγκληματολογία η συλλογή αποδείξεων είναι μια καταστρεπτική διαδικασία που αλλοιώνει την αρχική κατάσταση της περιοχής. Σε περιπτώσεις θαμένων πτωμάτων, η συλλογή αποδείξεων από τόπους εγκλημάτων, οι προσπάθειες επικεντρώνονται περισσότερο στη συλλογή του πτώματος κ’ των σχετικών αποδείξεων παρά στην εξέταση της περιοχής απ’ όπου συλλέχθησαν τα υπολείμματα, κ’ δείχνουν την μεγάλη αποτυχία των ειδικών ν’ αναγνωρίσουν ότι η πραγματικοί ταφή κ’ τα χαρακτηριστικά τους αποτελούν μια σημαντική πηγή αποδείξεων σχετικών με το αντίστοιχο έγκλημα.
σε θαλάσσια περιοχή [ημέτερη περίπτωση]
Ειδικά αναφέρομαι στους νομούς της Πελοποννήσου κ’ της Στερεάς όπου έως το 1998 ακόμη κ’ Εισαγγελικοί Λειτουργοί πέραν των Προανακριτικών ένστολων υπαλλήλων αγνοούσαν ή εθελοτυφλούσαν τις εξειδικευμένες γνώσεις του Ιατροδικαστή!
Ο Boddington (1987) διαπιστώνει ότι: «η λεπτομερής έρευνα αποκαλύπτει μια σειρά διακριτικών χαρακτηριστικών, διαφορών στις θέσεις των χεριών κ’ των ποδιών, διαφορών στην αποσύνθεση, κ’ το πιο περίεργο απ’ όλα, μια χαώδης αποδιοργάνωση των θωρακικών κ’ οσφυϊκών οστών που τίθεται το ερώτημα: αυτά είναι απλώς σπάνια φαινόμενα που συμβαίνουν στις εκταφές ή αντανακλούν, έμμεσα, τα έθιμα ταφής κ’ τον χαρακτήρα της κοινωνίας; Πέραν όμως όλων των άλλων πολλά έχουμε να κερδίσουμε από μια λεπτομερή εξέταση των σκελετών στη θέση ακριβώς που βρίσκονται».
«Πάρτε για παράδειγμα μια υποθετική ανθρωποκτονία που εμπεριέχει την διευθέτηση του σώματος του θύματος δια μέσου ταφής».
[ημέτερη περίπτωση]
Στα δύο πρώτα σενάρια η αναγνώριση και ανάκτηση των αποτυπωμάτων του παπουτσιού του υποκειμένου και ο πολλαπλός τύπος εργαλείων κοντά στον τάφο θα οδηγήσουν στην διάψευση των ισχυρισμών του υποκειμένου. Η ανακάλυψη των αποτυπωμάτων του υποκειμένου ή ενδείξεις από ύφασμα που ταιριάζει με το ένδυμα που φορούσε το υποκείμενο, υποστηρίζουν φανερά επεξηγήσεις όπως, ότι το υποκείμενο όντως συμπαρίστατο στον ενταφιασμό του θύματος.
Στο τρίτο σενάριο ενδείξεις πρόθεσης και σχεδιασμού μπορούν να ληφθούν υπόψιν ανάλογα με τον τύπο εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν και τον τρόπο ανασκαφής. Σε ένα απόμακρο αγροτικό τοπίο η παρουσία σημαδιών από φτυάρι μπορεί να είναι πιο ενδεικτική για προσχεδιασμένο ενταφιασμό, από εργαλεία ενταφιασμού επιδεικτικά φανερά που έμειναν από ανασκαφή με κορμό δέντρου ή από μη τυπικά και αυθόρμητα εργαλεία σκαψίματος.
Εκθέσεις υποθέσεων θαμμένων σωμάτων καταγράφουν τα πάντα, από σίδερο και κοχύλια ή αχιβάδες που χρησιμοποιούνται από τα υποκείμενα που μανιωδώς σκάβουν τάφους για να κρύψουν τα υπολείμματα από τα θύματά τους.
Η απόσπαση ποσοτήτων από το έδαφος απαιτεί ότι κάποιο μέρος του εργαλείου σκαψίματος εισέρχεται μέσα ή αποτυπώνεται στο τελευταίο άκρο της τρύπας ή του λάκκου. Σύμφωνα με ορισμούς που προσφέρθηκαν από τους Burd και Greene, η πράξη της εισαγωγής του εργαλείου στο έδαφος έχει σαν αποτέλεσμα την τριβή ή την ασυμφωνία. Το τμήμα του εργαλείου που τοποθετείται σαν υπομόχλιο κατά την διάρκεια της μόχλευσης εδάφους που μπορεί να παραχθεί με αρκετή δύναμη για να αφήσει και κάποιο άλλο σημάδι.
Εντυπώσεις σαν αυτές που μπορεί να μείνουν από το χερούλι ενός φτυαριού αναφέρονται σαν «πιεσμένα σημάδια» που προκλήθηκαν από πίεση στην πλευρική κίνηση του εργαλείου. Η ελαστικότητα του εργαλείου στο υπομόχλιο σημείο, οι διαστάσεις του εργαλείου, η υφή του σχήματος ή τα χαρακτηριστικά διαστάσεων του καλουπιού του εδάφους συνδυάζονται για να είναι ορατά σε νομικές αρχαιολογικές ανασκαφές.
Μία συνεχιζόμενη επανάληψη μετρήσεων των μαζικών μέσων ενημέρωσης που αναφερόταν σε υποθέσεις ενταφιασμένων σωμάτων στις Η.Π.Α., από το 1978 έχει βρεί ότι η πλειοψηφία των ανακαλυπτόμενων μυστικών τάφων, βρίσκονται μέσα σε ένα μήνα από την εξαφάνιση του θύματος. Από τις 522 υποθέσεις στις οποίες αναφορές για τοποθεσίες τάφων υπάρχουν, το 280 (54%) των ενταφιασμών έχει ανακαλυφθεί μέσα σε ένα μήνα από την εξαφάνιση η απαγωγή του θύματος. Το 22% των υποθέσεων που περιέχουν υπολείμματα ταφής θυμάτων έχουν βρεθεί μέσα σε δύο με δώδεκα μήνες μετά από την αναφορά τους σαν χαμένοι. Σε ποσοστό μόνο 18% από τις 522 περιπτώσεις βρέθηκαν τάφοι πάνω από ένα χρόνο μετά την εξαφάνιση του θύματος.
Κατά τον Hall καθώς επίσης τον Willey και τον Heilman η συλλογή και επεξήγηση των βοτανικών αποδεικτικών στοιχείων στα θαμμένα ή εγκατελλειμένα περιβάλλοντα είναι σε ανώτερο επίπεδο. Η συστηματική συλλογή πολλών ριζών, φυτών πολυετούς ζωής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υπολογίσει τον λιγότερο χρόνο από τον θάνατο χρησιμοποιώντας ετήσιους δακτυλίους ανάπτυξης.
Στην άμεση μελέτη, τα εργαλεία με λεπτότερη κατατομή όπως το κατσαβίδι, η ράβδος κατεδάφισης, και οι λαβίδες της δικράνας έτειναν στην διατήρηση του συστήματος των ριζών μέσα στην ανασαφόμενη περιοχή παρά στην αποκοπή τους. Αυτό θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει επιπρόσθετες γεωταφονομικές αποδείξεις για τον ερευνητή.
Εκείνο που σκάφτηκε με μια δικράνα (pitchfork), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό της επιχωμάτωσης απομακρύνθηκε με μικρή αναστάτωση στο σύστημα των ριζών. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δικτυωτό άριστων ριζών κατά μήκος και σε όλο το χαρακτηριστικό.
Ούτε η πράξη της συμπίεσης του ξανα-γεμίσματος μέσα στο χαρακτηριστικό, ούτε ο καιρός (π.χ. περιοδικές βροχοπτώσεις) δεν καταστρέφουν αρχικά σημάδια εργαλείων. Η διαδικασία της ιζηματοποίησης τείνει στην διατήρηση τέτοιων σημείων.
Διατηρήθηκαν ακόμη και σπάνιες λεπτομέρειες, όπως η κατακόρυφη πλευρική ενίσχυση της περιχαράκωσης του περιλαίμιου του εργαλείου ή η αυλάκωση ορατή στις τρύπες που σκάφτηκαν με μικρότερα εργαλεία. Είναι αυτή η λεπτομέρεια η οποία μπορεί να επιτρέψει για θετική αναγνώριση των εργαλείων σκαψίματος. Η διατήρηση του κλειδιού των γεωταφονομικών αποδείξεων δεν είναι περιορισμένη στις κατακόρυφες οριακές επιφάνειες υπογείων χαρακτηριστικών. Ο Morse καταγράφει την ανασκαφή θαμμένου αποτυπώματος παπουτσιού στον πάτο του λάκκου αποτυπωμάτων υφασμάτων γύρω από εκείνες τις ανασκαφές που απαιτούσαν γονάτισμα και σημάδια εργαλείων σε βρώμικους βόλους χώματος.
Η στοιχειώδης εκπαίδευση στις σκηνές εγκλήματος για το προσωπικό του ισχύοντος νόμου, περιέχει τυπικές επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις ότι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων κατά την διάρκεια της διαδικασίας μιας σκηνής εγκλήματος, διακόπτει την αρχική κατάσταση της σκηνής κ’ γιατί μια τέτοια ιδιαιτερότητα είναι απαραίτητη;
Παραμένει κοινό, για θαμμένα αποδεικτικά στοιχεία σκηνών εγκλήματος να επεξεργάζονται με μια δυσανάλογη προσπάθεια που τοποθετείται στην συλλογή του σώματος ή αρχικών αποδείξεων παρά στην εξέταση του γεγονότος από όπου τα υπολείμματα προέρχονταν. Τέτοιες προσπάθειες, οι οποίες τείνουν να αγνοούν τις γεωταφονομικές αποδείξεις, δεν είναι απαραίτητα από πρόθεση. Αντίθετα, περιέχουν μια θεμελιώδη αποτυχία στο να αναγνωρίσουν ότι ο υπάρχων τάφος ή το χαρακτηριστικό συνιστά μια σημαντική πηγή αποδείξεων που σχετίζεται με το έγκλημα.
Όσο πιο έκδηλη είναι η νομική ανασκαφή, τόσο πιο μεγάλη είναι η πιθανότητα αρχικά σημάδια εργαλείων να παραβλεφθούν. Η πρόσθεση σημαδιών εργαλείων των νομικών σκαπανέων σε εκείνα που έμειναν, ανοίγει την πόρτα για επιχειρήματα ότι οι αποδείξεις σημαδιών εργαλείων ήταν το αποτέλεσμα της διαδικασίας της σκηνής εγκλήματος παρά της υποκείμενης ανασκαφής.
Βαθύτερα γεωταφονομικά αποδεικτικά στοιχεία, εάν δεν επηρεαστούν από σημαντική ενέργεια νερού στο έδαφος ή από ενοχλήσεις τρωκτικών μπορεί να διατηρηθούν επ’ αόριστον. Κατά το ελάχιστο η γενική κατηγορία εργαλείων μπορεί να είναι αναγνωρίσιμη σε ρηχά επίπεδα.
Η αναγνώριση και ανασκαφή των σημείων τριβής χαμηλά στον τάφο επιβεβαίωσαν εκείνες τις παρατηρήσεις και πρόσφεραν τρεις διαστάσεις στα αποδεικτικά στοιχεία.
Η φύση των εδαφών και του περιβάλλοντα χώρου θα υπαγορεύσει φανερά την ποιότητα των σημαδιών των εργαλείων και την ικανότητα της νομικής επανάκτησης παρόλα αυτά. Χαλαρά μη συμπαγή εδάφη ή αμμοχάλικο θα ήταν το λιγότερο συντελεστικά ενώ υψηλά λασπωμένα ή περιέχοντα άργιλο εδάφη θα μπορούσαν να διατηρήσουν αποτυπώματα και τριβές. Εδάφη με υψηλά περιεχόμενα λάσπης και άργιλου έχουν σαν αποτέλεσμα μια αυξημένη πλαστικότητα και την πιθανότητα τα σημάδια εργαλείων να σχηματιστούν και να διατηρηθούν.
Ως ειδικός ιατροδικαστής έχω την ευθύνη να ερευνώ κ’ να αποκαλύπτω τα «εγκλήματα» κ’ βρίσκομαι σε μια συνεχή αναζήτηση των καλύτερων μεθόδων συλλογής, επεξεργασίας κ’ διατήρησης των αποδείξεων με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης.
Η δουλειά μου ως ειδικού επιστήμονα είναι ερευνητική κ’ διαμέσου αυτού του άρθρου έχει τον «στόχο» να φέρει την ιατροδικαστική επιστήμη κ’ τέχνη στις ανάγκες των αστυνομικών υπηρεσιών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των νόμων στον Ελλαδικό χώρο. Πολλές αποδείξεις χάνονται, δεν αναγνωρίζονται ή τις κακομεταχειρίζονται ώσπου τις αχρηστεύουν την ώρα τις δίκης επειδή δεν τις χειρίστηκαν σωστά κατά τη διαδικασία εύρεσης «ως όφειλαν κ’ ηδύνατο».
Ποια κομμάτια της ιστορίας λείπουν επειδή δεν χειριστήκαμε κ’ δεν συσκευάσαμε σωστά τις αποδείξεις, εμποδίζοντας έτσι την ιατροδικαστική εξέταση; Τι αξία έχουν τα διασωθέντα αντικείμενα αν δεν μπορούν να θεωρηθούν αποδείξεις επειδή οι αποδείξεις δεν συνδέονται με τον κατηγορούμενο; Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, οι ιατροδικαστικές αποδείξεις δεν έχουν απαραίτητα χαθεί όταν έχουν βυθιστεί στο νερό.
Η μέρα της μεθόδου διάσωσης στην αντίσταση των αποδείξεων τελειώνει μ’ αυτό το άρθρο κ’ πρόκειται ν’ ανατείλει μια καινούρια εποχή των ειδικών ερευνητικών γνώσεων. Το ενδιαφέρον Σας γι’ αυτήν την νέα εποχή θα σας επιστρέψει να συμμετέχετε στον νέο αυτό ξεκίνημα.-