- Εισαγωγή
Στο σύντομο, αλλά περιεκτικό αυτό κείμενο έσω ως σκοπό να οριοθετήσω το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο διαμόρφωσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Για να το πετύχω αναπτύσσω τις σκέψεις μου σε τρείς βασικές ενότητες: α) την ανάδειξη των διαρθρωτικών στοιχείων της ελληνικής πολιτικής οικονομίας την περίοδο 2000-2010 όπως διατυπώθηκαν στον συλλογικό τόμο που δημοσιεύθηκε από τις εκδόσεις Λιβάνη με τίτλο «Ελληνική Πολιτική Οικονομία 2000-2010», τον οποίο επιμελήθηκα με τον αγαπητό συνάδελφο και Λέκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά Σπύρο Ρουκανά, β) την ανάδειξη των προοπτικών της ελληνικής πολιτικής οικονομίας όπως αυτές διαμορφώνονται στην περίοδο κρίησης που βιώνουμε σήμερα , και γ) τη θέση της Ελλάδας στο νέο περιβάλλον παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας.
Με αυτό το τρόπο ευελπιστώ να αναδείξω τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που αναδύονται για τη χώρα, αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδρομής και αλληλουχίας γεγονότων που δεν είναι δυνατόν, επιστημολογικά και εννοιολογικά να αγνοηθούν, στο βαθμό που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζουν τα στοιχεία που συνθέτουν τη νέα πολιτική οικονομία της ελληνικής
εξωτερικής πολιτικής, τα εμπόδια όσο και τις ευκαιρίες που , τελικά, παρουσιάζονται στο πλαίσιο αυτής.
- Η Ελληνική Πολιτική Οικονομία 2000-2010
Θα επιχειρήσω να συνοψίσω τα κύρια επιχειρήματα όπως αυτά αναπτύχθηκαν στα διαφορετικά μέρη του προαναφερθέντος συλλογικού τόμου, τα οποία και συνιστούν, κατά την άποψή μου, τα βασικά συστατικά της Ελληνικής Πολιτικής Οικονομίας τη δεκαετία 2000-2010. Θα αναφερθώ σε 3 εξωγενή και 6 ενδογενή συστατικά, με σκοπό να αναδείξουμε τη συνθετότητα του ζητήματος.
Εξωγενή συστατικά της Ελληνικής Πολιτικής Οικονομίας
- Δε θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε την Ελληνική Πολιτική Οικονομία παρά μόνο μέσα από μια επίπονη προσπάθεια «εξάρτησης διαδρομής», δηλαδή μέσα από την ιστορική διάσταση της ανάλυσης, με έμφαση στις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή ακριβώς η διάσταση αποτελεί τη συνεισφορά μας στην ελληνική βιβλιογραφία, στο βαθμό που η προσπάθεια εξήγησης της ελληνικής κρίσης αγνοεί συνήθως την ιστορική της διάσταση, υιοθετώντας μια αποσπασματικού τύπου προσέγγιση. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι σημαντικό μέρος των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις πολιτικές των δεκαετιών του 1980 και του 1990 στην Ελλάδα, τον πατερναλιστικού τύπου καπιταλισμό αλλά και με το στρεβλό τρόπο διαμόρφωσης των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τα κράτη μέλη τής (τότε) ΕΟΚ.
ii. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, κατά την άποψή μου μια πολιτικά ορθή απόφαση, συνιστά μια πολιτική απόφαση για την οποία τα οικονομικά κριτήρια είχαν ελάχιστη ή καθόλου σημασία.
Η επιτευχθείσα σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας ήταν ονομαστική και πραγματοποιήθηκε επί ζημία της πραγματικής οικονομίας, ιδιαίτερα στο βαθμό που δεν πραγματοποιήθηκαν οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, παρά τις περιοδικά επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες περί εφαρμογής τους. Η Ελλάδα πέτυχε την ένταξή της στην ΟΝΕ βασιζόμενη, ουσιαστικά, στη συναλλαγματική πολιτική, σε μια φαινομενική βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών και εκμεταλλευόμενη ένα γενικότερο περιβάλλον «ελαστικότητας» όσον αφορά την ερμηνεία των κριτηρίων ένταξης.
iii. Οι συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης ήταν καταλυτικές για τις εξελίξεις στην Ελληνική Πολιτική Οικονομία μετά το 2008, αφού αυτή έπαιξε το ρόλο του επιταχυντή στην εκδήλωση της ελληνικής κρίσης χρέους, η οποία, τελικά, εξελίχτηκε σε κρίση δανεισμού.
Ενδογενή συστατικά της Ελληνικής Πολιτικής Οικονομίας
iv. Η εξέλιξη του δημόσιου χρέους συνιστά έναν εκ των θεμελιωδών πυλώνων διαμόρφωσης της Ελληνικής Πολιτικής Οικονομίας. Πρέπει, όμως να αξιολογείται σε συνδυασμό με τη μεγέθυνση-ανάπτυξη και το δημόσιο έλλειμμα.
Η αύξηση του δημόσιου ελλείμματος ως ποσοστού του ΑΕΠ Η αύξηση του δημόσιου ελλείμματος ως ποσοστού του ΑΕΠ ήταν ποσοστιαία σημαντικά μικρότερη σε σχέση με τη μέση αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων των χωρών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αύξηση του δημόσιου χρέους κινήθηκε ποσοστιαία κοντά στο μέσο όρο των αυξήσεων που συντελέσθηκαν στις χώρες της Ευρωζώνης και χαμηλότερα από το μέσο όρο των αυξήσεων που συντελέσθηκαν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
v. Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος ξεδιπλώνεται στην αντίστοιχη ενότητα αυτού του βιβλίου με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Άλλωστε ο διάλογος σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έντονος και ο ρόλος τους αμφιλεγόμενος. Είναι γεγονός ότι η κρίση δεν οφείλεται, όπως στην περίπτωση άλλων χωρών, στο τραπεζικό σύστημα. Όμως το τραπεζικό σύστημα δεν κατέστη ικανό να προστατέψει την ελληνική οικονομία, και ίσως να είναι και το ίδιο θύμα της υπεραισιοδοξίας που είχε δημιουργηθεί.
vi. Το ζήτημα των στατιστικών στοιχείων – και, κατ’ επέκταση, της αξιοπιστίας της χώρας – συνιστά εκ των μακροχρόνιων θεμάτων που απασχολούν τις υπηρεσίες της Επιτροπής της ΕΕ και τις αντίστοιχες ελληνικές, από το 1997, γεγονός που αποδυκνείεται από τις Εκθέσεις της Eurostat. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δε βαρύνουν ευθύνες και τις δύο πλευρές, λόγω μιας σειράς αστοχιών, αλλά και «γκρίζων ζωνών», που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία του ελέγχου των στοιχείων και την επιτήρηση της διαδικασίας τήρησης των στοιχείων από τις εκάστοτε εθνικές Αρχές.
Η απογραφή του 2004 αξιολογείται ως μια διαδικασία που πραγματοποιήθηκε λόγω των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η χώρα σε προηγούμενες περιόδους. Είναι όμως κομβικής σημασίας, για τα γεγονότα που ακολούθησαν ότι η αναθεώρηση των στατιστικών στοιχείων που αφορούσαν το έλλειμμα και ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2009 έγινε με άκρως αμφισβητήσιμο τρόπο, οδηγώντας σε μια τελείως διαφορετική αποτύπωση του ελλείμματος, γεγονός που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την τεκμηρίωση του χαρακτηρισμού της χώρας ως «ανυπόληπτης» και «αναξιόπιστης» στις διεθνείς αγορές. Αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία ενός εναλλακτικού σχεδίου, οδήγησε τη χώρα σε μια άνευ προηγουμένου κρίση δανεισμού, ωθώντας την τελικά στο Μηχανισμό Στήριξης.
vii. Η Ελληνική Πολιτική Οικονομία κατά την περίοδο που εξετάζεται χαρακτηρίζεται από μια σειρά επιχειρημάτων αποσπασματικού χαρακτήρα, που αξιοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό για να αιτιολογήσουν συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Τα αποκαλούμε «αποσπασματικού χαρακτήρα» διότι επικεντρώνονται στο νούμερο της μεταβλητής, χωρίς όμως να επιχειρείται ανάλυση των συνθετικών χαρακτηριστικών που την προσδιορίζουν.
- Είναι ενδιαφέρον το εγχείρημα της αποτίμησης των επιπτώσεων της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αποδεικνύεται ότι το κυρίαρχο επιχείρημα που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του ισχυρισμού ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτέλεσαν την αρνητική διελκυστίνδα της ελληνικής οικονομίας στην πραγματικότητα δεν ισχύει.
- Αντίστοιχη φαίνεται να είναι και η περίπτωση της διόγκωσης του δημόσιου τομέα. Οι διαθέσιμες επίσημες απογραφές καταδεικνύουν ότι το μέγεθος του δημόσιου τομέα διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα για το διάστημα αναφοράς που μελετάμε. Μάλιστα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι σε καμία περίπτωση δεν ξεπέρασε τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ και των κρατών μελών του ΟΟΣΑ. Η περαιτέρω αξιολόγηση του θέματος μπορεί να συνδεθεί με την αποδοτικότητα, με την παραγωγικότητα και με την εν γένει διαδικασία αξιολόγησης, που είναι τα ζητούμενα για τη χώρα αυτή την κρίσιμη περίοδο, όχι όμως με το μέγεθος του δημόσιου τομέα.
- Άλλο αποσπασματικού τύπου επιχείρημα είναι το μέγεθος της αύξησης του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα την περίοδο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και μέχρι τις εκλογές του 2009. Χωρίς να αμφισβητείται η αύξηση σε απόλυτο μέγεθος, οι αναφορές σε αυτή δε συνοδεύονται από το επιχειρησιακό πλαίσιο της εποχής, ούτε από αντίστοιχο αναλυτικό περίγραμμα, παρότι η ύπαρξή τους κρίνεται απαραίτητη συνθήκη για την κατανόηση της πραγματικής κατάστασης και την ανάλυσή της. Ιδιαίτερα για την περίοδο 2004-2008 διαπιστώνει κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του χρέους οφείλεται στην ανάγκη αναχρηματοδότησης δανείων που είχαν συναφθεί παλαιότερα, καθώς επίσης και σε εξοπλιστικά προγράμματα που επίσης είχαν συμβασιοποιηθεί σε προηγούμενες κυβερνητικές περιόδους.
viii. Η διαδικασία που οδήγησε τη χώρα στο Μηχανισμό Στήριξης είναι μια διαδικασία που θα πρέπει να καταχωριστεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα παράδειγμα προς αποφυγή για αντίστοιχες περιπτώσεις, για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, η προηγηθείσα συνοπτική ανάλυση κατέδειξε τη χρονική και εργαλειακή ασυμβατότητα μεταξύ της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης και των θεμελιωδών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα.
Δεύτερον, η καταφυγή στο Μηχανισμό Στήριξης ήταν, όπως διαμορφώθηκαν οι συνθήκες, δηλαδή η μη καταφυγή το Φθινόπωρο του 2009 σε προληπτικό δανεισμό με χαμηλά επιτόκια, οι συνεχείς επανεκτιμήσεις του ελλείματος την περίοδο 2009-2010, η συνέχεια του πελατειακού κράτους με κοινωνικές παροχές, η απουσία δραστικών μέτρων, οδήγησαν στον αποκλεισμό από τις αγορές και την αναπόφευκτη καταφυγή στο Μνημόνιο.
ix. Ανεξάρτητα από το επιχειρησιακό πλαίσιο όπως αυτό αναλύθηκε παραπάνω, η απουσία πολιτικής βούλησης για τις μεταρρυθμίσεις και την ανάληψη των πρωτοβουλιών που θα οδηγούσαν σε διαρθρωτικές αλλαγές και που, μέσα από την αποκαλούμενη «ήπια προσαρμογή», θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει στην αποφυγή της ένταξης της Ελλάδας στο Μηχανισμό Στήριξης είναι εκ των βασικών ενδογενών συστατικών στοιχείων της Ελληνικής Πολιτικής Οικονομίας κατά την περίοδο αναφοράς. Αυτή η απουσία πολιτικής βούλησης για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις αποτελεί, ενδεχομένως, κοινό χαρακτηριστικό των ηγεσιών της ελληνικής μεταπολίτευσης. Ακόμη και όταν κάποιες εξ αυτών των ηγεσιών είχαν την πρόθεση να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, οι συνθήκες λειτουργούσαν με αντίθετη φορά.
Ακόμη και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την υπαγωγή της χώρας στο Μηχανισμό Στήριξης, οι κύριες εξελίξεις εστιάζονται κυρίως στο δημοσιονομικό τομέα και ελάχιστα στις μεταρρυθμίσεις. Και είναι αυτές ακριβώς οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία κρίνεται ως το πιο σημαντικό διακύβευμα για τη χώρα.
- Οι προοπτικές ανάκαμψης της Ελληνικής Οικονομίας
Σε αυτό το σύντομο μέρος του κειμένου πρόκειται να αναφερθώ στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας όπως αυτές διαμορφώνονται στο πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί , σε συνθήκες κρίσης, αλλά και ανάκαμψης.
Αρχικά, θα πρέπει να υπενθυμίσω που βρισκόμαστε σήμερα σε σχέση με το σημείο εκκίνησης , τρία χρόνια πρίν. Υπενθυμίζω ότι το 2012 η χώρα βρέθηκε σε ένα σημείο που η συμμετοχή η μη στην Ευρωζώνη ήταν το βασικό ερώτημα. Αποτέλεσμα ήταν η σε μεγάλο βαθμό έλλειψη αξιοπιστίας της Ελλάδας, η απαξίωση της ελληνικής οικονομίας και η αδυναμία ουσιαστικής διαπραγμάτευσης. Σήμερα, τα βασικά ερωτήματα έχουν απαλειφθεί, η χώρα είναι μέλος της Ευρωζώνης και είναι σε θέση να ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία και ρεαλιστική οπτική. Με άλλα λόγια, σήμερα, είμαστε σε θέση να σχεδιάζουμε το μέλλον έχοντας ως υπόβαθρο το ευρωπαϊκό πλαίσιο αρχών και αξιών, τις ευρωπαϊκές αρχές και ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης. Σταθερές που πριν από 3 χρόνια δεν ήταν καθόλου δεδομένες.
Στο προαναφερόμενο πλαίσιο το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης είναι παραπάνω από απαραίτητο για τα χρόνια που έρχονται. Και σε αυτό το πλαίσιο, κατά την προσωπική μου άποψη, δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε δράσεις η πυλώνες της οικονομίας έντασης κεφαλαίου , αφού αυτό δεν υπάρχουν ή έντασης εργασίας στο βαθμό που ο βαθμός ανταγωνιστικότητάς μας είναι χαμηλός, ιδιαίτερα σε σχέση με τις γειτονικές μας χώρες, όπως η Βουλγαρία. Και σίγουρα δεν μπορεί κάτι τέτοιο να είναι το πρότυπό μας.
Ως εκ τούτου οι βασικοί πυλώνες στους οποίους θα μπορούσε να στηριχθεί το νέο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης είναι οι παρακάτω:
- Δράσεις Έντασης Γνώσης
Η χώρα διαθέτει άπλετο επιστημονικό δυναμικό, άρτια καταρτισμένο σε πανεπιστήμια του εξωτερικού καθώς και αντίστοιχες υποδομές. Η αξιοποίηση, λοιπόν, της υφιστάμενης υποδομής και τεχνογνωσίας για την ανάπτυξη ερευνητικής δραστηριότητας υψηλού επιπέδου, τη διοργάνωση προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών καθώς και άλλων αντίστοιχων πρωτοβουλιών είναι σε θέση να καταστήσουν τη χώρα πόλο έλξης φοιτητών και επιστημονικού δυναμικού. Με αυτό το τρόπο ενισχύεται η θέση της χώρας διεθνώς, καθίσταται πόλος παραγωγής της γνώσης και δημιουργεί προοπτικές απασχόλησης και αύξησης της ανταγωνιστικότητας.
- Ενδυνάμωση των παραδοσιακών δομών της οικονομίας
Η στρεβλή ανάπτυξη της χώρας τις τελευταίες δεκαετίας δημιούργησε αναπτυξιακές ουτοπίες που οδήγησαν σε μαρασμό παραδοσιακές μορφές παραγωγικής δραστηριότητας και τομείς της οικονομίας, με εξαίρεση τη ναυτιλία. Άποψή μου είναι ότι σημαντική έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση των υποδομών στη γεωργία, τις ιχθυοκαλλιέργειες, τον τουρισμό και, βέβαια, τη ναυτιλία, τομείς δηλαδή που παραδοσιακά η χώρα μπορεί να εμφανίσει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Σκοπός είναι η ενίσχυση του βαθμού επισιτιστικής αυτάρκειας της χώρας, η αύξηση των εξαγωγών και η ενδυνάμωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας.
- Μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση
Οι καθυστερήσεις και οι παλινωδίες της διετίας 2010-2012 δημιούργησαν ένα θολό τοπίο σε σχέση με τη κατεύθυνση που θέλουμε να πάμε, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε αιτήματα εκ μέρους της Τρόικα για απολύσεις η άλλου τύπου αιτήματα που δημιουργούν προβλήματα στον κοινωνικό ιστό και θέτουν υπό αμφισβήτηση τη κοινωνική συνοχή. Απαιτείται η ανάληψη εκείνων των θεσμικών πρωτοβουλιών που θα οδηγήσουν στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, τη προσέλκυση επενδύσεων, την περαιτέρω αναβάθμιση της αξιοπιστίας της χώρας και την εκλογίκευση των δαπανών χωρίς μείωση προσωπικού.
Οι απαντήσεις στα διλήμματα δεν μπορεί να είναι, και εδώ έγκειται η διαφορά με το παρελθόν, απλουστεύσεις ή να συνιστούν μια εκμαυλισμένη αντίληψη για την άσκηση της πολιτικής και της λήψης των αποφάσεων. Περνάμε σε μια φάση που η άσκηση πολιτικής συνδέεται με την ανάδειξη συγκεκριμένων επιλογών, με χρονοδιάγραμμα και επιχειρησιακή ικανότητα υλοποίησης. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε ένα κρίσιμο σημείο, σε μια κρίσιμη καμπή, που οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά και η όξυνση που ενδεχομένως να προκύπτει από αυτές, δεν μπορεί να συνδέονται με φωνασκίες ή κραυγές, ιδεολογικά φορτισμένες, αλλά με απτές, επιχειρησιακά εφικτές και κατανοητές στον απλό πολίτη λύσεις.
- Η Ελλάδα στο νέο περιβάλλον παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας
Θα επιχειρήσω να δομήσω τις σκέψεις μου σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στο νέο περιβάλλον παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας σε τρία επίπεδα ανάλυσης. Το πρώτο αναφέρεται στις μεταβλητές που διαμορφώνουν αυτό το περιβάλλον. Το δεύτερο επίπεδο αξιολογεί τη θέση της χώρας μας στη σημερινή πραγματικότητα, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Το τρίτο αναφέρεται σε εκείνες τις πολιτικές και τις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν από την πλευρά της χώρας μας.
Το βασικό μου επιχείρημα σε ότι αφορά στο πρώτο επίπεδο ανάλυσης είναι ότι η χώρα κινείται σε ένα νέο περιβάλλον παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας, όπως αυτό έχει πρόσφατα διαμορφωθεί. Πιο συγκεκριμένα, διαμορφώνεται μια νέα οικονομική τάξη με κύριο χαρακτηριστικό την οικονομική αντιπαράθεση ανάμεσα στη Κίνα και τις ΗΠΑ, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα του οικονομικού πολέμου,. Τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου αυτού περιβάλλοντος πολιτικής οικονομίας είναι:
- Η ενίσχυση την πορείας διαμόρφωσης κυρίως άτυπων μορφωμάτων παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, με σκοπό την έστω και ελάχιστη ρύθμιση των όρων, κανόνων και των διαδικασιών της διεξαγωγής του παγκόσμιου εμπορίου και των διεθνών οικονομικών σχέσεων, ενδεχομένως μέσα από την ενδυνάμωση διεθνών fora όπως το G7 και το G20.
- Η ενίσχυση της τάσης για τη διαμόρφωση νέων περιφερειακών συνεργασιών, με πρωταγωνιστές τη Κίνα και τις ΗΠΑ, στη προσπάθεια δημιουργίας συμμαχιών στη νέα ισορροπία οικονομικής και πολιτικής ισχύος.
- Είναι, ίσως, η πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που η Ευρώπη φαίνεται να έχει δευτερεύοντα ρόλο στη παγκόσμια σκηνή. Εκλαμβάνεται, τουλάχιστον, από τις ΗΠΑ, ως ένας «παθητικός» παράγοντας ισορροπίας σε μια νέα τάξη οικονομικής ισχύος. Οι ΗΠΑ, σε αυτό το πλαίσιο, δεν αναμένουν από την Ευρώπη παρά μια φιλική προς τα συμφέροντα τους στάση.
Στο προαναφερόμενο πλαίσιο η πολιτική οικονομία της θέσης της χώρας μας, κρίνεται, κατά την άποψή μου, δυσχερέστερη, σε σχέση με την αντίστοιχη που κατείχε πριν από μερικά χρόνια. Πιο συγκεκριμένα:
- Βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση.
- Διαθέτει περιορισμένη πολιτική ισχύ και, άρα, περιορισμένη διαπραγματευτική ικανότητα στο παγκόσμιο περιβάλλον.
- Το παραδοσιακό πλεονέκτημα της χώρας μας, δηλαδή η στρατηγική γεωγραφική της θέση σε αυτή τη φάση μπορεί να αποβεί μέρος της πολυπλοκότητας της σημερινής πραγματικότητας αφού οι παγκόσμιοι οικονομικοί παίκτες έχουν συγκεκριμένες προσδοκίες με αποτέλεσμα η «ένταξη» σε ένα στρατόπεδο, και η αντίστοιχη αξιοποίηση αυτής της θέσης προς όφελος του, αυτόματα σημαίνει αντιπαράθεση με το άλλο.
- Τέλος, το αρχικό πλαίσιο διαμόρφωσης ισορροπίας της ισχύος στην περιοχή μας έχει διαφοροποιηθεί υπέρ της Τουρκίας, η οποία αυτή τη στιγμή αναδεικνύεται σε «ανεξάρτητη» περιφερειακή δύναμη με βασικές αναφορές στον μουσουλμανικό κόσμο του οποίου εμφανίζεται ο κύριος συνομιλητής, ειδικά μετά τις τελευταίες εξελίξεις στην πολιτική σκηνή του Ισραήλ.
Άποψη μου είναι ότι βασική επιλογή της Ελλάδας πρέπει να είναι η ανάδειξή της σε περιφερειακή «Ήπια Δύναμη» με προώθηση θεσμικών , κυρίως, παρεμβάσεων, οι οποίες μάλιστα δεν απαιτούν ιδιαίτερα σημαντικούς πόρους. Πιο συγκεκριμένα:
- Η πολυαναμενόμενη οριοθέτηση της ΑΟΖ της χώρας μας με σκοπό την αξιοποίηση των ενεργειακών της αποθεμάτων. Η ανάδειξη της χώρας μας σε χώρα παραγωγής ενέργειας συνιστά βασικό πυλώνα της εξωτερικής μας πολιτικής για τα χρόνια που έρχονται.
- Η χώρα πρέπει να διαμορφώσει ένα θετικό κλίμα υποδοχής επενδύσεων με τη δημιουργία αντίστοιχου θεσμικού πλαισίου. Η προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων πρέπει να συνιστά ακρογωνιαίο λίθο και αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής της χώρας.
- Ενίσχυση του ρόλου της χώρας ως φορέας διευκόλυνσης διεξαγωγής του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά και μεταφοράς ενέργειας, ιδιαίτερα μέσα από τη δημιουργία και λειτουργία διαμετακομιστικών κέντρων και υποδομών και την αξιοποίηση της γεωγραφικής της θέσης. Η διαδικασία αξιοποίησης των λιμένων του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης πρέπει άμεσα να ενεργοποιηθεί και να ενισχυθεί αποφεύγοντας τους σκοπέλους του πρόσφατου παρελθόντος , αλλά και ιδεολογικές η άλλες ιδεοληψίες που χρόνια κατατρέχουν την ελληνική πολιτική σκηνή.
- Ανάδειξη και ενίσχυση των εξωστρεφών τομέων της οικονομίας με συγκριτικό πλεονέκτημα, με έμφαση στη Ναυτιλία, την Παιδεία και την Ενέργεια. Επίσης, η αναβάθμιση του ρόλου της χώρας μας ως χώρος παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών και έρευνας είναι απόλυτα συμβατός τόσο με τη γεωγραφική θέση της χώρας όσο και με την παράδοσή μας. Για παράδειγμα, η λειτουργία ξενόγλωσσων Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών με δίδακτρα, που να απευθύνονται σε φοιτητές του εξωτερικού πρέπει να συνιστά προτεραιότητα. Τέλος, η αξιοποίηση των τεράστιων (εναλλακτικών) ενεργειακών αποθεμάτων της χώρας μπορεί να αποτελεί μοχλό ανάδειξης της χώρας μας σε σημαντικό παίκτη στη διεθνή σκηνή.
- Ανάδειξη του διαμεσολαβητικού ρόλου της Ελλάδας σε κρίσιμες περιοχές και περιπτώσεις, αξιοποιώντας τις φιλικές σχέσεις της χώρας με μια σειρά από κράτη, αλλά και την απουσία βεβαρημένου αποικιοκρατικού παρελθόντος.
- Εντατικοποίηση των παρεμβάσεων της χώρας μας στο χώρο της κοινωνίας και της δημόσιας διοίκησης σε υπό ανάπτυξη οικονομίες της περιοχής μας, αλλά και σε χώρες με εθνικό ενδιαφέρον, όπως αυτές με έντονο το ελληνικό στοιχείο (π.χ. Ουκρανία).
Η χώρα μας καλείται να κινηθεί σε ένα νέο περιβάλλον παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας του οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνεται να διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο που περιορίζουν το ρόλο της και αυξάνουν τον βαθμό της πολυπλοκότητας στις κινήσεις της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα περιθώρια υπάρχουν, καθώς επίσης και οι ευκαιρίες, για μια σειρά από πρωτοβουλίες που είναι σε θέση να καταστήσουν την Ελλάδα, τουλάχιστον, περιφερειακή δύναμη ήπιας ισχύος. Αυτό που απαιτείται, δεν είναι τόσο οι χρηματικοί πόροι, αλλά η πολιτική βούληση για τις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και κατάλληλες πολιτικές πρωτοβουλίες που θα πρέπει να αναληφθούν.
Παντελής Σκλιάς
Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου