To δημόσιο χρέος επανήλθε στην δημοσιότητα αυτή την πλευρά υπό την οπτική της επιτροπης λογιστικού ελέγχου. Απέναντι σε οικονομολόγους που χωρίς ειρμό παραληρούν εκθέτοντας νούμερα υπέρ του δόγματος που πρεσβεύουν, η κοινωνία ανάγκη έχει ανάγκη από τον νομικό λόγο που θα κρίνει δεδομένα, όχι δοξασίες.
Εμφορούμενος από πλήρη δυσπιστία απέναντι στη παρέλαση οικονομολόγων που επιχειρούν να εξηγήσουν τα αίτια της κρίσης του δημόσιου χρέους με όρους που νοηματοδοτούν τα στοιχεία που παρουσιάζουν κατά το δοκούν, ως νομικός θα επιχειρήσω να απαντήσω σε δυο ερωτήματα που έθεσα στον εαυτό μου και επιχείρησα ο ίδιος να βρω την απάντηση: Ποιος είναι ο αρμόδιος κρατικός φορέας για την διαχείριση του δημόσιου χρέους και πως ελέγχεται η διαχείριση του; Η απάντηση που θα δώσω δεν μπορεί παρά να είναι νομική.
Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα, ο κρατικός φορέας που διαχειρίζεται το δημόσιο χρέος είναι ο «Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους» (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) ο οποίος αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το οποίο ιδρύθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2628/6.7.1998 (ΦΕΚ 151 Α’) όπως αναμορφώθηκε με το Ν. 3965 (ΦΕΚ 113/Α/18-5-11).
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, δηλαδή του ελέγχου της διαχείρισης του δημόσιου χρέους, η απάντηση είναι ότι διοικητικά και πολιτικά εποπτεύεται από τον εκάστοτε υπουργό Οικονομικών, νομικά όμως οι συμβάσεις που συνάπτει είναι ανέλεγκτες εξ απόψεως προληπτικού ελέγχου νομιμότητας.
Συγκεκριμένα αναφέρομαι στην διάταξη του άρθρου του άρθρου 29 παρ.1 του Ν. 2789/2000 (ΦΕΚ Α 21), σύμφωνα με την οποία εξαιρούνται από τον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α 206) (ο ισχύων τότε αναπτυξιακός νόμος), οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται κατά το άρθρο 1 παρ. 3, άρθρο 3 παρ. 1 και άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2526/1997 (ΦΕΚ Α 205) ( ο νόμος αυτός αφορά στην Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών, γνωστή ως ΔΕΚΑ) και οι συμβάσεις του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 2628/1998 (ΦΕΚ Α 151) (ο νόμος αυτός αφορά τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους). Ουσιαστικά το σύνολο των συμβάσεων που συνάπτει το δημόσιο μέσω του ΟΔ.ΔΗ.Χ και της ΔΕΚΑ, όπως επίσης και οι κρατικές επιδοτήσεις, εκρίθη από τον κατά την γνώμη μου επίορκο νομοθέτη, ότι δεν χρειάζεται να ελέγχονται προληπτικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Οι συντάκτες του νομοθετήματος ήταν τόσο σίγουροι για την χρηστή διαχείριση στο Ελληνικό Δημόσιο, ώστε αυτό το στάδιο ελέγχου απαλείφθηκε. Όσον αφορά την αιτιολογία αυτής της αντίθετης στο άρθρο 98 του Συντάγματος διάταξης παραθέτω το σύνολο (όχι απόσπασμα) της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης:
«Η εξαίρεση από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 2741/1999 των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που αναφέρονται στην προτεινόμενη τροπολογία, ήτοι συμβάσεων αναδοχής για τη διάθεση μετοχών αποκρατικοποιούμενων επιχειρήσεων, για τη διενέργεια του εξωτερικού δανεισμού κ.λπ., επιβάλλεται από το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές συνδέονται με τις συνθήκες της κεφαλαιαγοράς (εσωτερικής και διεθνούς) και με χρηματιστηριακές πράξεις στην ημεδαπή και αλλοδαπή, λόγω δε της φύσεως τους αυτής και της πάγιας εσωτερικής και διεθνούς πρακτικής η κατάρτιση και υπογραφή τους πραγματοποιείται ελάχιστες ημέρες πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας των συναλλαγών στις οποίες αναφέρονται με επακόλουθο να είναι αντικειμενικώς αδύνατη η μελέτη και ο έλεγχος τους από το Ελεγκτικό Συνέδριο.»
Για την ιστορία αναφέρω ότι η σχετική διαπίστωση σχετικά με το περιττό του προληπτικού ελέγχου της διαχείρισης των συμβάσεων του δημοσίου χρέους προστέθηκε με τροπολογία σε νόμο το κύριο αντικείμενο του οποίου είναι άσχετο με τα θέματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (πράγμα που συνιστά παραβίαση του άρθρου 74 παρ. 5 του Συντάγματος), στις 20 Ιανουαρίου 2000, και η τροπολογία αυτή υπογράφηκε από τον τότε Υπουργό Ανάπτυξης κ. Ευάγγελο Βενιζέλο και τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας κ. Γιάννο Παπαντωνίου.
Τονίζεται δε ότι η τάση της αφαίρεσης της αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου να ελέγχει την διαχείριση του δημόσιου χρήματος είχε ξεκινήσει ήδη από την δεκαετία του 1980 και ειδικότερα με την διάταξη του άρθρου 34 του Ν. 1489/1984 σύμφωνα με τον οποίο η διοίκηση δηλαδή το υπουργείο οικονομικών με υπαλλήλους του ασκούσε έλεγχο επί της διοίκησης, δηλ κάθε φορέα που διαχειριζόταν δημόσιο χρήμα, αφαιρουμένης της σχετικής αρμοδιότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο. «Γιάννος κερνάει Γιάννος πίνει».
Δεν γνωρίζω αν ο προληπτικός έλεγχος νομιμότητας επί των συμβάσεων δανεισμού ή της διαχείρισης των κινητών αξιών του δημοσίου θα μπορούσε να αποτρέψει την σημερινή κρίση. Και κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει πριν γίνει σχετικός έλεγχος. Το γεγονός όμως ότι η πολιτική εξουσία ενσυνείδητα επέλεξε αντισυνταγματικές ρυθμίσεις για να εξασφαλίσει ότι η δικαιοσύνη δεν θα τεθεί εμπόδιο στους σχεδιασμούς της, συνιστά αποχρώσα ένδειξη ενοχής.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1η: Προτείνω σε όποιον θέλει να διαβάσει περισσότερα να ανατρέξει στο εξαιρετικό άρθρο του κ. Δημήτρη Β. Σκιαδά, M.Jur Διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου του Durham (UK) με τίτλο «Οι νέες Συνταγματικές Διατάξεις σχετικά με το Δημοσιονομικό Έλεγχο των Δημοσίων Δαπανών» στην ιστοσελίδαwww.ekome.gr στην ενότητα εκδόσεις, στην υποενότητα έρευνες.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2η: Η αντισυνταγματικη πρακτική της παράβλεψης του προσυμβατικού ελέγχου των συμβάσεων από το ΕΣ επαναλαμβάνεται πάλι με το νόμο για το «Μεσοπρόθεσμο», όπου ειδικότερα στο άρθρο 2 του νόμου αυτού προβλέπεται η μεταβίβαση όλης της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου «προς αξιοποίηση», μέσω ενός νομικού μορφώματος, σε επενδυτές, χωρίς φυσικά να μπορεί να ελέγξει την ποιότητα των συμφωνιών εκποίησης το ΕΣ. Το δημοκρατικά νομιμοποιημένο από το ίδιο το Σύνταγμα Ελεγκτικό Συνέδριο υποκαθίσταται από επιτροπή εμπειρογνομώνων από τους οποίους ορισμένοι δεν θα επιλέγονται καν από το ελληνικό κράτος. Είναι προφανές ότι ιδρύονται λόγοι αιτήσεως ακυρώσεως, για αρκετές υπουργικές αποφάσεις που θα εφαρμόζουν αυτή την πολιτική.