Έξι αναλυτικές και τεκμηριωμένες προτάσεις νομοθετικής παρέμβασης της ΕΔΔ
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών θεωρεί ότι το φαινόμενο της καθυστέρησης της απονομής της Δικαιοσύνης δεν είναι φαινόμενο δικονομικό, αλλά ότι έχει προεχόντως κοινωνικά αίτια. Η βαθειά κοινωνική ανισότητα είναι που αναπαράγει διαρκώς νέες και όλο και πιο σύνθετες διαφορές κατά τρόπο ώστε όσες δικονομικής φύσης μεταρρυθμίσεις και αν γίνουν δεν θα καταστεί δυνατή η επίλυσή του, ούτε θα καταστεί εφικτή η επίκαιρη εκδίκαση των υποθέσεων που άγονται στα δικαστήρια. Ο ρόλος του φορολογικού συστήματος, για παράδειγμα, ως μέσου αναδιανομής πλούτου υπέρ των λίγων και ισχυρών συνεπάγεται διαχρονικά υπερφορολόγηση της πλειοψηφίας του λαού, ενώ αντιθέτως κατατείνει σε αλλεπάλληλες φοροαπαλλαγές για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων (ιδίως εφοπλιστές, ναυτιλιακές εταιρείες, βιομηχανικές επιχειρήσεις κα), στην ουσία στους πανίσχυρους οικονομικούς ομίλους, στα πλαίσια της λογικής της προσέλκυσης κεφαλαίων και επενδύσεων. Αυτή η αντίφαση (δυσβάσταχτη φορολογία από τη μια για τους εργαζόμενους, συνταξιούχους, αυτοαπασχολούμενους και μικρούς εμποροβιοτέχνες, ακόμη και άνεργους και φοροαπαλλαγές από την άλλη σε πανίσχυρους οικονομικά επιχειρηματικούς ομίλους) σε ό,τι αφορά το επίπεδο του δικονομικού δικαίου γιγαντώνει τη δικαστική ύλη γιατί χιλιάδες φορολογούμενοι, ως εκ του ότι θεωρούν δυσανάλογη τη φορολογική επιβάρυνση που τους αναλογεί, τείνουν να αμφισβητήσουν δικαστικά τη νομιμότητα των σχετικών διοικητικών πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης.
Κατ’ αναλογία, στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, η αναντιστοιχία των παροχών Κοινωνικής Ασφάλισης με τις τεχνολογικές δυνατότητες και την πρόοδο της εποχής (π.χ. στην ιατρική επιστήμη) αλλά και με τις εισφορές που καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι, σε συνδυασμό με τη διάθεση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων για σκοπούς άσχετους με την κοινωνική ασφάλιση (π.χ. χρηματοδότηση των επενδύσεων δια της σχεδόν άτοκης κατάθεσής των αποθεματικών στην Τράπεζα της Ελλάδος) γεννούν τεράστιο αριθμό κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών (διαφορές σχετικά με την παροχή συντάξεων, νοσήλεια κλπ.). Με τα δεδομένα αυτά, καταρχάς, εκτιμάμε ότι το παραπάνω φαινόμενο δεν επιδέχεται λύση στις σημερινές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι η ανάδειξη της αιτίας του προβλήματος απομυθοποιεί διάφορες αντεπιστημονικές ερμηνείες (π.χ. περί της δήθεν δικομανίας των Ελλήνων), αλλά και προστατεύει τους ίδιους τους δικαστές από την αβάσιμη απόδοση της πρωταρχικής ευθύνης σε αυτούς.
Ωστόσο, η Ένωσή μας θεωρεί ότι πλευρές του προβλήματος επιδέχονται άμβλυνση. Η γενναία αύξηση της χρηματοδότησης της υλικοτεχνικής υποδομής των δικαστηρίων, η πλήρης μηχανοργάνωση όλων των δικαστηρίων, η αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστών, η εξασφάλιση σταθερών σχέσεων εργασίας (δημοσίου δικαίου) στο σύνολο του προσωπικού των δικαστικών υπαλλήλων και η ταυτόχρονη πρόσληψη σημαντικού αριθμού δικαστικών υπαλλήλων θα επέφερε σχετική επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων. Στην ίδια κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η απόφαση να ενθαρρύνονται οι δικαστικές υπηρεσίες του Κράτους και των ν.π.δ.δ. να μην ασκούν ένδικα μέσα σε υποθέσεις πολιτών, ιδίως υπαλλήλων τους, όπου το κύριο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ή φυσικά και του Α.Ε.Δ.
Η Πολιτεία αντιμετώπισε την τάση σώρευσης υποθέσεων δια της δημιουργίας εμποδίων προσβασιμότητας των πολιτών στο Δικαστήριο ή (και) δια της υποτίμησης της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας. Πράγματι, την τελευταία ιδίως πενταετία – εξαετία, αναφορικά με τη διοικητική δικαιοσύνη, με διαδοχικά νομοθετήματα (βλ. ιδίως τους ν. 3659/2008, 3900/2010, 4055/2012, 4093/2012, 4174/2013 κα) θεσπίστηκε σειρά δικονομικών βαρών για τους πολίτες (π.χ. βάρος επίδοσης της φορολογικής προσφυγής επί ποινή απαραδέκτου και μάλιστα σε συντομότατη προθεσμία, υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής στις φορολογικές διαφορές κλπ.), αυξήθηκε το κόστος της διοικητικής δίκης (π.χ. υπερ-εικοσαπλασιασμός των παραβόλων, υποχρέωση καταβολής ποσοστού 50% του οφειλόμενου φόρου ως προϋπόθεση άσκησης έφεσης κλπ.), υποτιμήθηκε η δικαστική προστασία στο περιεχόμενό της (π.χ. κατάργηση της αναστολής καθ’ εαυτής στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, αλλά και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο, γενίκευση των μονομελών συνθέσεων, περιορισμός της εξουσίας του δικαστηρίου στις φορολογικές υποθέσεις κα.).
Η Ένωσή μας δεν συμβιβάζεται με την παραπάνω επιλογή της Πολιτείας. Εναντιώνεται ως επί το πλείστον στα παραπάνω νομοθετήματα. Την τελευταία τριετία ανέδειξε μέσα από το δημόσιο διάλογο τα προβλήματα που προκαλούνται από τον περιορισμό της προσβασιμότητας των πολιτών στο διοικητικό δικαστήριο, έκανε προτάσεις βελτίωσης της κατάστασης. Σήμερα, κατόπιν περαιτέρω επεξεργασίας της δικαστικής πείρας από τις συνέπειες της προαναφερόμενης επιλογής της Πολιτείας (ιδίως δυσχέρεια ή και αδυναμία πρόσβασης σημαντικής μερίδας πολιτών, και ιδίως των οικονομικά ασθενέστερων, στο δικαστήριο), εισηγούμαστε μια σειρά από προτάσεις οι οποίες, κατά τη γνώμη μας, θα ενισχύσουν τα δικονομικά δικαιώματα των πολιτών και θα αναβαθμίσουν την παρεχόμενη δικαστική προστασία, αλλά και προτάσεις που μπορούν να συμβάλλουν στην μείωση κατά το δυνατό του μέσου όρου αναμονής εκδίκασης των υποθέσεων.
Παράλληλα, προτείνουμε ρυθμίσεις που θα βελτιώσουν τις συνθήκες απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης αλλά και τις σχέσεις των συλλειτουργών της Δικαιοσύνης μεταξύ τους και αυτών με τους πολίτες.
Ενόψει αυτών, εισηγούμαστε προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τις ακόλουθες έξι (6) προτάσεις ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας για θέσπιση νέων διατάξεων ή για τροποποίηση ή κατάργηση υφιστάμενων:
Για να διαβάσετε το πλήρες κείμενο του Υπομνήματος πατήστε εδώ.