Στις 5 Ιουνίου 2015, ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα εκδικαστεί μία εξαιρετικά σημαντική υπόθεση.
Στις 5 Ιουνίου 2015, ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα εκδικαστεί μία εξαιρετικά σημαντική υπόθεση. Σημαντική για όλη την κοινωνία, αφού θα προσδιορίσει τη φιλοσοφία της φορολογίας στη χώρα μας κατά τα επόμενα χρόνια.
Ένας φορολογούμενος, οικογενειάρχης με 12 παιδιά, ζητάει να μην θεωρηθεί ως φορολογητέο εισόδημα το ποσό που καταναλώθηκε σε απαραίτητες δαπάνες διαβίωσης της οικογένειάς του (όπως οι δαπάνες διατροφής, ένδυσης κλπ) και, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος, να αναγνωρισθεί ένα εξατομικευμένο αφορολόγητο όριο, όπως θα προκύψει βάσει των ισχυρισμών που επικαλείται, ώστε να αποφύγει να καταβάλει ποσό φόρου για το τμήμα του εισοδήματός που δαπανήθηκε σε απόλυτα αναγκαίες δαπάνες επιβίωσης.
Ο οικογενειάρχης ισχυρίζεται ότι η φορολόγηση του εισοδήματος που καλύπτει απόλυτα αναγκαίες δαπάνες επιβίωσης συνιστά μείωση της δυνατότητάς του να ανταποκριθεί στις ανάγκες αυτές και διακινδύνευση της επιβίωσης της πολύτεκνης οικογένειάς του, κάτι το οποίο δεν είναι ανεκτό από το άρθρο 2 του Συντάγματος.1
Πρακτικά, με την προσφυγή του πολύτεκνου οικογενειάρχη, δεν επιχειρείται να αμφισβητηθεί η αντισυνταγματικότητα του νόμου 4172/2013, ο οποίος και θεσπίζει τις εκπτώσεις φόρου. Προβάλλεται όμως το επιχείρημα ότι, η εφαρμογή του είναι δυνατό να οδηγήσει σε αποτελέσματα τα οποία δεν είναι ανεκτά από το Σύνταγμα.
Με το ζήτημα που θέτει η προσφυγή του πολύτεκνου, εξετάζεται η δυνατότητα εξατομικευμένης προσέγγισης της φοροδοτικής ικανότητας των πολύτεκνων οικογενειών και όχι μόνον. Είναι αλήθεια ότι, το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Ελλάδας, ενώ παράλληλα η προστασία της οικογένειας αποτελεί σαφή νομοθετική επιταγή προς την εκάστοτε νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Με βάση τα παραπάνω, ζητείται από το Συμβούλιο της Επικρατείας να προσεγγιστεί η φοροδοτική ικανότητα των πολύτεκνων οικογενειών με βάση όχι μόνο την εισοδηματική κατάσταση, αλλά και το μέγεθος των πραγματικών αναγκών που μπορεί να έχει μία πολύτεκνη οικογένεια, οι οποίες είναι βεβαίως αυξημένες σε σχέση με τη μέση ελληνική οικογένεια. Αυτή η προσέγγιση συνιστά εμπέδωση τόσο της επιταγής για την προστασία της οικογένειας, όσο και της βασικής αρχής περί συμμετοχής στα κοινά βάρη, ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του φορολογούμενου.
Τα στοιχεία της υπόθεσης:2 Η οικογένεια η οποία έχει συνολικά 14 μέλη, εμφανίζει εισόδημα 38.000 ευρώ (ή 2.714 ευρώ κατ’ άτομο, κατ’ έτος, ή 226 ευρώ ανά μήνα) και έχει το ίδιο ακριβώς “αφορολόγητο όριο” (με το νόμο 4172/2013 ονομάζεται “μείωση φόρου”) που έχουν και όλες οι υπόλοιπες οικογένειες, ανεξαρτήτως αριθμού τέκνων.
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των βασικών (στοιχειωδών και απολύτως απαραίτητων) δαπανών της οικογένειας (τρόφιμα, ΔΕΗ, νερό, τηλέφωνο, ιατρικές δαπάνες και ένδυση) για το εξεταζόμενο έτος, αυτές έφθασαν στα 33.500 ευρώ. Ο πολύτεκνος οικογενειάρχης ζητά από το δικαστήριο να του αναγνωρισθεί ως αφορολόγητο όριο το πλήρες ποσό που δαπανήθηκε για τη στοιχειώδη διαβίωση της οικογένειάς του και να θεωρηθεί ότι η φοροδοτική του ικανότητα ξεκινά μετά από το ποσό των 33.500 ευρώ, έτσι ώστε να φορολογηθεί μόνον για το υπερβάλλον μέρος, έως τα 38.000 ευρώ.
Το “αφορολόγητο όριο” είναι το τμήμα του εισοδήματος το οποίο έχει κριθεί -από το ίδιο το Κράτος- ως “επαρκώς ασθενές”, ώστε να απαλλάσσεται από τη συνταγματική υποχρέωση για φορολογία. Με τον τρόπο αυτόν, όταν ένα εισόδημα είναι τόσο ασθενές, αποφεύγεται η υπέρμετρη οικονομική εξαθλίωση του ατόμου και τηρείται η δέσμευση του άρθρου 2 του Συντάγματος. Όμως, στην κοινωνία, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου το όριο του αφορολόγητου που θέτει το Κράτος δεν επαρκεί για την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου ή της οικογένειάς του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το νομοθετικώς ορισμένο αφορολόγητο όριο δεν αποδίδει τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να επιβαρύνει μόνο όσους έχουν φοροδοτική ικανότητα. Στις περιπτώσεις αυτές, ο φορολογούμενος θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αποδεικνύει ότι το σύνολο ή μέρος του εισοδήματός του δεν επιδέχεται περιορισμού υπέρ του κρατικού προϋπολογισμού και, συνεπώς, δεν έχει φοροδοτική ικανότητα για το σύνολο ή για μέρος του εισοδήματός του, δεδομένου ότι δαπανήθηκε για απόλυτα απαραίτητες δαπάνες διαβίωσης (π.χ. ανάγκες διαβίωσης ανήλικων τέκνων).
Η υπόθεση αυτή είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας, όχι μόνον για την ομάδα των πολύτεκνων, αλλά για το σύνολο της κοινωνίας αφού ανεξαρτήτως της έκβασής της, θα επηρεάσει τη φιλοσοφία του φορολογικού νομοθέτη.
Ο πολύτεκνος οικογενειάρχης είχε υποβάλλει ενδικοφανή προσφυγή κατά του εκκαθαριστικού του το καλοκαίρι του 2014, στα πλαίσια της σχετικής εκστρατείας που είχε κάνει το Κίνημα Πολιτών “Έλληνες Φορολογούμενοι”, στα πλαίσια του κοινωνικού και του νομικού ακτιβισμού, μέσω των οποίων δραστηριοποιείται πολιτικά.
Δικηγόρος της υπόθεσης, ο οποίος και χάραξε τη στρατηγική για την αντιμετώπισή της, είναι ο δικηγόρος Αθηνών κ. Χρήστος Κλειώσης, ανεξάρτητος δικηγόρος συνεργαζόμενος με το Κίνημα Πολιτών “Έλληνες Φορολογούμενοι” και πρόεδρος του Σωματείου Φορολογουμένων Ελλάδας.
Η υπόθεση θα συζητηθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας την Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015. Η απόφαση θα πρέπει να αναμένεται περίπου στις αρχές του φθινοπώρου.
1Το άρθρο 2 του Συντάγματος αναφέρει ότι “O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας”.