Κατ’ αρχήν, ας ξεκαθαρίσουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια εγκληματική, φονική μάστιγα που δεν γνωρίζει έλεος. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ρίζα όλων (σχεδόν) των δεινών του 21ου αιώνα. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η αιτία για τους πιο πρόσφατους πολέμους, συγκρούσεις και εμφύλιες διαμάχες σε όλο τον κόσμο. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η έκφραση της απόλυτης απληστίας για τη συσσώρευση των πόρων από τους λίγους, για την οποία δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν. Ο νεοφιλελευθερισμός και το φεουδαρχικό τραπεζικό του σύστημα, με επικεφαλής την Wall Street και το περίπλοκο δίκτυο των διεθνών χρηματαγορών, κλέβει τις δημόσιες υποδομές, τα δίκτυα δημόσιας ασφάλειας – τις δημόσιες επενδύσεις που πληρώνονται από τους πολίτες των εθνών- στερεί από τα έθνη τους πόρους τους (εργασία, φυσικούς πόρους υπέργειους και υπόγειους) – καταστρώνοντας μανιώδη σχέδια ιδιωτικοποίησης, τα οποία δικαιολογεί υπό το πρόσχημα των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», της «διάσωσης», φτωχοί, αλλά συχνά σώζει τις πλούσιες χώρες από τη χρεοκοπία.
Η διάσωση από τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση ή η προσαρμογή είναι συνώνυμη με το δόλο. Ακόμα και η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, παραδέχτηκε ότι το μοντέλο απέτυχε στην Ελλάδα, δεχόμενη έτσι ότι η έννοια της «λιτότητας» για τους φτωχούς ως μέσο για την ανάκαμψη της οικονομίας δεν λειτουργεί. Δεν υπάρχουν νέα για τους περισσότερους από μας.
Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη δεν είναι σημερινη καινοτομία. Γεννήθηκε στη δεκαετία του 1930 στην Ευρώπη, ως απάντηση (sic) στην ύφεση των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930. Αρχικά είχε θεωρηθεί ως μια μέτρια μορφή της δίνοντας στον ιδιωτικό τομέα περισσότερη ελευθερία για τις πρωτοβουλίες και τις επενδύσεις, περιορίζοντας ταυτόχρονα τον έλεγχο της κυβέρνησης.
Η έννοια ανακαινίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ουάσιγκτον από δεξιές δεξαμενές σκέψης (sic), όπως το American Enterprise Institute, το Heritage Foundation, το Political Economy Research Centre και τα παρόμοια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο που ανέπτυξε σκληροπυρηνικό νεοφιλελευθερισμό ήταν ως επί το πλείστον το Institute of Economic Affairs. Επιφανείς ακαδημαϊκοί, επεξεργάστηκαν την ιδέα κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ΄70 μέσα σε ένα φονταμενταλισμό της αγοράς που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τον Πρόεδρο Ρίγκαν και στην Ευρώπη στο πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου από τη βρετανίδα πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ. Η έννοια κορυφώθηκε με την λεγόμενη Γενική Συμφωνία της Ουάσιγκτον (Washington Consensus) το 1989, που απεικονίζει μια σειρά από μεταρρυθμιστικές πολιτικές της αγοράς όπου «τα πάντα επιτρέπονται». η οποία εγκρίθηκε από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που στηρίζει η Ουάσιγκτον: την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), τη Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (IDB), το ΔΝΤ (IMF), την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED), το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ (US Treasury).
Από τότε, ο νεοφιλελευθερισμός έχει καταπιεί τον κόσμο, όπως η πυρκαγιά. Δεν γνωρίζει σύνορα. Επηρεάζει τις οικονομίες του κόσμου, όπως δεν το έκανε καμία άλλη οικονομική έννοια πριν. Αν και χωρίς όπλα και αιματηρούς πολέμους, ο νεοφιλελευθερισμός καταστρέφει κι αυτός ζωές, προκαλώντας δυστυχία, εξοντώνοντας ολόκληρα έθνη, με τα χρηματοοικονομικά του μέσα, με τα θεσμικά του όργανα με κυριότερα το Μπρέττον Γουντς[1], την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – και τα τελευταία χρόνια και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οικονομική “βαριοπούλα” των 19 χωρών της Ευρωζώνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) έχουν γίνει γνωστές ως η περίφημη «τρόικα», η αιτία για τον οικονομικό στραγγαλισμό των νότιων ευρωπαϊκών εθνών -της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας- ακόμη και της Ιταλίας.
Στην προκειμένη περίπτωση είναι η Ελλάδα. Την περασμένη Παρασκευή 20 του Φλεβάρη, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Αλέξης Τσίπρας, και ο υπουργός του των Οικονομικών, Γιάννης Βαρουφάκης, από τον ΣΥΡΙΖΑ, τη συμμαχία των λεγόμενων αριστερών κομμάτων, πέρασαν από μια μαραθώνια συνεδρίαση προσπαθώντας να διαπραγματευθούν με τις Βρυξέλλες το πάνω από 240 δις επιπλέον χρέος, που αναμένεται στα τέλη του Φεβρουαρίου 2015. Ζήτησαν παράταση 6 μηνών χωρίς δεσμεύσεις, κάτι που σημαίνει “όχι περισσότερα κοινωνικά εξουθενωτικά προγράμματα λιτότητας”. Ίσως έκαναν όνειρα, ή απλά δεν άκουγαν τις απόλυτα αλαζονικές προειδοποιήσεις των ελιτίστικων νεοφιλελεύθερων κεφαλών των Βρυξελλών, ιδιαίτερα του οικονομικού γερακιού της Γερμανίας, του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του υπερ-νεοφιλελεύθερου προέδρου της ομάδας των 19 υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Αυτός ο τελευταίος είπε ότι η Αθήνα είχε δώσει «κατηγορηματική δέσμευση να τηρήσει όλες τις οικονομικές της υποχρεώσεις» προς τους πιστωτές, και ότι ο ίδιος θα την αναγκάσει να τηρήσει αυτή την υπόσχεση. Η δέσμευση αυτή αναφέρεται, στην Συνθήκη που ο προκάτοχος του κου Τσίπρα, ο κος Αλέκος Αλαβάνος, υπέγραψε με την ΕΕ[2].
Το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο. Ο Τσίπρας ο οποίος αγωνίστηκε κάτω από τη ριζοσπαστική, αλλά ευγενή στάση του «όχι παραχωρήσεις» στους άρχοντες των Βρυξελλών, και τον υπουργό των Οικονομικών του, υπέκυψε οικτρά. Δεν πήραν εξάμηνη παράταση, αλλά μόνο τετράμηνη υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα υποταχθεί σε μια ολοκληρωμένη λίστα μεταρρυθμίσεων και μηχανισμών της μεταρρύθμισης από το βράδυ της Δευτέρας, 23 Φεβρουαρίου. Βασικά, τον ίδιο κατάλογο των μέτρων λιτότητας που συμφωνήθηκαν από τον προκάτοχό του Τσίπρα. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα εποπτεύονταν από την τρόικα. Κατ’ αρχάς, οι Τσίπρας-Βαρουφάκης αποδέχτηκαν πειθήνια τους όρους της ΕΕ.
Όπως το θέτει ο Τζέιμς Πίτρας[3] στο έργο του «Η δολοφονία της Ελλάδας», «Κάθε μεγάλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα -η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ- δείχνουν την ίδια γραμμή: καμιά διαφωνία ή δεν παρέκκλιση επιτρέπεται. Η Ελλάδα πρέπει να αποδεχθεί τις επιταγές της ΕΕ ή αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά αντίποινα. “Ο οικονομικός στραγγαλισμός ή η διαρκής υποδούλωση του χρέους” είναι το μάθημα που επιφυλάσσουν οι Βρυξέλλες για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Ενώ φαινομενικά μιλούν στην Ελλάδα, είναι ένα μήνυμα που απευθύνεται σε όλα τα κράτη, στα κινήματα της αντιπολίτευσης και τα συνδικάτα που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις προσταγές της ολιγαρχίας των Βρυξελλών και των αφεντικών της από το Βερολίνο».
Κατά τη διάρκεια της Παρασκευής, 20 Φλεβάρη, ενώ ο οικονομικός μαραθώνιος εξακολουθούσε στις Βρυξέλλες, 1 δις € αποσύρθηκαν από τις ελληνικές τράπεζες, εν αναμονή των αποτυχημένων διαπραγματεύσεων και της πιθανής αποβολής της Ελλάδας από την Ευρωζώνη – το λεγόμενο Grexit.
Δεν είναι σαφές πώς οι Τσίπρας-Βαρουφάκης πρόκειται να εξηγήσουν το δύσμοιρο αποτέλεσμα που έφεραν πίσω από τις Βρυξέλλες στο εκλογικό τους σώμα. Πρέπει να υπενθυμίσω σε όσους μπορούν ακόμα να θυμηθούν πώς ο Ανδρέας Παπανδρέου, αρχηγός του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κόμματος, που εξελέγη πρώτος πρωθυπουργός μόλις η Ελλάδα έγινε δεκτή το 1980 στην ΕΕ, πρόδωσε τους εκλογείς του. Τους υποσχέθηκε ότι η Ελλάδα θα αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ότι η Ελλάδα θα αναπτύξει τη δική της οικονομία με δικό της ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Λίγο μετά τις εκλογές, αυτός υπαναχώρησε και από τις δύο υποσχέσεις. – Άραγε, ο ελληνικός λαός θα καταπιεί τις «εξηγήσεις» των Τσίπρα-Βαρουφάκη που δεν θα τιμήσουν τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ;
Η Ελλάδα έχει διάφορες επιλογές. Οι Τσίπρας-Βαρουφάκης πρέπει να τις γνωρίζουν. Ίσως να τις κρατήσουν κρυμμένες μέχρι τη στιγμή πριν «το τελευταίο χαντάκι». Κατ’ αρχάς, θα μπορούσαν να έχουν επιβάλει και εξακολουθούν να μπορούν να επιβάλουν αυστηρούς ελέγχους στη μεταφορά κεφαλαίων, για να αποφευχθεί η εκροή των πολύτιμων κεφαλαίων από τους Έλληνες ολιγάρχες, ένα κεφάλαιο που τελικά λείπει για την ανοικοδόμηση της οικονομίας στην Ελλάδα και θα πρέπει να αντικατασταθεί από νέο χρέος. Αν και αυτό είναι βασικά ενάντια κανόνα της ελεύθερης μεταφοράς κεφαλαίων της ΕΕ, η Ελλάδα ως κυρίαρχο κράτος, μπορεί να αποτινάξει την υποτέλεια στην ΕΕ, να πάρει πίσω την κυριαρχία της και να κάνει ό, τι θα έκανε κάθε δυνατή κεντρική τράπεζα για την κατάσταση της Ελλάδας: να επιβάλλει περιορισμούς μεταφοράς κεφαλαίων. Στο κάτω-κάτω, το ευρώ είναι επίσης -και εξακολουθεί να είναι- το νόμισμα της Ελλάδας.
Μπορεί να μην άρεσε στην ΕΕ -ούτε στους Έλληνες ολιγάρχες- αλλά θα ήταν ένα τολμηρό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Κι αν θα πρέπει να οδηγήσει σε ηχηρές απειλές για «κυρώσεις» τον Γερούν Ντάισελμπλουμ και τον Γερμανό Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τότε ας γίνει έτσι. Γιατί δεν μπλοφάρουν; Ας στείλουν μια επιστολή τη Δευτέρα που να λέει ακριβώς αυτό: “είμαστε στην ευχάριστη θέση να δεχτούμε τη δική σας τετράμηνη επέκταση, αλλά είμαστε ηθικά, κοινωνικά και οικονομικά ανήμποροι να εκπληρώσουμε τους όρους σας λιτότητας”. Τελεία.
Η ΕΕ δεν έχει κανένα απολύτως ενδιαφέρον για μια ελληνική έξοδο. Στην πραγματικότητα, φοβούνται ένα Grexit, όχι μόνο εξαιτίας της δυνητικής αθέτησης υποχρεώσεων σχετικά με το ελληνικό χρέος, αλλά επειδή θα μπορούσε να ανοίξει ένα φράγμα για τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης που βρίσκονται σε κίνδυνο ώστε να ακολουθήσουν το ελληνικό παράδειγμα. Αυτό θα ήταν το τέλος του ευρώ όπως το ξέρουμε. Θα μπορούσε να είναι το τελικό χτύπημα στον πύργο με τα τραπουλόχαρτα ευρω-δολαρίου, στον οίκο των χρημάτων του καζίνο.
Οι Τσίπρας-Βαρουφάκης πρέπει να επιμείνουν στην υπόσχεσή τους: όχι άλλα προγράμματα λιτότητας. Όχι άλλες ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας, όχι άλλες περικοπές στις συντάξεις και τους μισθούς. Το αντίθετο, να επιστρέψουν τις περικοπές που έχουν ήδη χορηγηθεί, φέρνοντας πίσω αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής για τον ελληνικό λαό, σταδιακή αποτροπή της παράνομης τρόικα που επέβαλε τη δυστυχία.
Σήμερα το χρέος της Ελλάδας ανέρχεται στο 175% της οικονομικής παραγωγής της. Η καλύτερη -και η μόνη αξιοπρεπής και κοινωνικά όσο και οικονομικά βιώσιμη επιλογή- είναι η έξοδος από την Ευρωζώνη με δική της απόφαση. Η Ελλάδα θα πρέπει να κηρύξει πτώχευση. Οι αγγλοσαξονικοί οργανισμοί αξιολόγησης γρήγορα θα κατέτασσαν την Ελλάδα οικονομικά σε «junk»[4]. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα την απέφευγαν. Δεν θα υπάρχουν άλλα χρήματα, αλλά ύψιστη πίεση να επιστρέψει ό, τι μπορεί. Η Ελλάδα θα είναι στη ζηλευτή θέση να διαπραγματευτεί την αποπληρωμή του χρέους της με τους ΔΙΚΟΥΣ ΤΗΣ όρους – à la Argentina (σαν την Αργαντινή) το 2001.
Καμία χώρα δεν μπορεί να αφεθεί να λιμοκτονήσει, ειδικά όταν το χρέος της έχει συναφθεί παράνομα ή κάτω από εξαναγκασμό. Το διεθνές δίκαιο επιτρέπει την επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων αυτών – συμβάσεις που έχουν υπογραφεί υπό πίεση ή από διεφθαρμένες κυβερνήσεις.
Τέλος – ή ίσως αναζωογονητικά – η Ελλάδα θα μπορούσε να κοιτάξει στα ανατολικά, στη συμμαχία Ρωσίας-Κίνας. Η βοήθειά τους κάτω από πολύ πιο λογικές συνθήκες είναι σχεδόν εξασφαλισμένη. Γιατί επιμένει να ακολουθεί ένα πεθαμένο ληστρικό σύστημα, όταν νέες υποσχόμενες δυνατότητες ανάπτυξης διαφαίνεται στον ορίζοντα;
(*) Ο Peter Koenig είναι οικονομολόγος και γεωπολιτικός αναλυτής. Είναι επίσης πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και εργάστηκε σε όλο τον κόσμο στους τομείς του περιβάλλοντος και των υδάτινων πόρων. Γράφει τακτικά για τα περιοδικά Global Research, ICH, RT, Sputnik News, the Voice of Russia / Ria Novosti, TeleSur, The Vineyard of The SakerBlog καθώς και άλλους δικτυακούς τόπους. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κατάρρευση: Ένα οικονομικό θρίλερ για τον πόλεμο, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την εταιρική απληστία», ενός βιβλίου φαντασίας που βασίζεται σε γεγονότα και σε 30 χρόνια εμπειρίας από την Παγκόσμια Τράπεζα σε όλο τον κόσμο.
Πηγή: telesurtv.net
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης
[1] Το Σύστημα Σταθερών Ισοτιμιών του Μπρέττον Γουντς ήταν ένα σύστημα το οποίο προσδιόριζε σταθερές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν σε αυτό. Πήρε το όνομα του από την ομώνυμη Νομισματική και Χρηματοοικονομική Διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Bretton Woods στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ από την 1 έως τις 22 Ιουλίου του 1944 και στην οποία συμμετείχαν οι 44 συμμαχικές δυνάμεις οι οποίες είχαν βγει νικήτριες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέττον Γουντς ίσχυσε έως και το 1971.
[2] Προφανώς ο συγγραφέας έχει μπερδευτεί με τους προκατόχους του Αλ. Τσίπρα. Τη Συνθήκη με τη την ΕΕ είναι μάλλον απίθανο να την προσυπέγραψε ο προκάτοχός του Αλ. Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέκος Αλαβάνος. Ασφαλώς, πρόκειται για τον προκάτοχό του στο Μαξίμου, τον Αντώνη Σαμαρά. (ΣτΜ)
[3] Ο James Petras είναι συνταξιούχος Ομότιμος καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Binghamton τηςΝέας Υόρκης και επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Saint Mary’s University, του Χάλιφαξ στη Νέα Σκωτία του Καναδά. Έχει αρθρογραφήσει για πολιτικά ζητήματα της Λατινικής Αμερικής και της Μέσης Ανατολής και έχει γίνει ευρύτερα γνωστός από το βιβλίο του «Η δολοφονία της Ελλάδας».
[4] Στην αργκό του χρηματιστηρίου τα «Ομόλογα Υψηλού Κινδύνου» ή, όπως είναι ευρέως γνωστά τα junk bonds («ομόλογα σκουπίδια»), είναι ομόλογα που έχουν βαθμολογηθεί ως speculative (κερδοσκοπικά) ή below investment grade (κάτω του επενδυτικού βαθμού) από τους δύο κύριους φορείς διαχείρισης και αξιολόγησης επενδύσεων, τη Moody’s (με βαθμό κάτω του BBB) και τη Standard and Poor’s (με βαθμό κάτω του Baa). Η αξιολόγηση αυτή στηρίζεται κυρίως στην πιθανότητα για μία επιχείρηση να κηρυχθεί έκπτωτη, με βάση την ανάλυση των χρηματοοικονομικών και λογιστικών της δεικτών, όσο και την αξιολόγηση των επενδυτικών της σχεδίων. Επίσης, γίνεται αξιολόγηση των όρων και των προστατευτικών διατάξεων του δανειακού συμβολαίου, προκειμένου να διασφαλιστούν οι δανειστές σε περίπτωση πτώχευσης. Σκοπός αυτής της αξιολόγησης είναι να ενημερωθούν οι πιθανοί επενδυτές για την πιθανότητα που έχει μία επιχείρηση να αθετήσει τη συμφωνία και να μην καταφέρει να αποπληρώσει σε αυτούς το χρέος. Έτσι, όσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος αθέτησης για ένα ομόλογο, τηρουμένων των αναλογιών, τόσο χαμηλότερη είναι η βαθμολογία του. Αυτό που καθιστά τα junk bonds ελκυστικά για τους επενδυτές, είναι, ότι παρόλο που έχουν υψηλότερο κίνδυνο αθέτησης ή άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες πιστώσεων, συνήθως πληρώνουν υψηλότερες αποδόσεις απ’ ότι ομόλογα ανώτερης ποιότητας.