Σατανιστές, φονικά τηγανόψωμα,’ιερά’ πάθη. Τα 10 στυγερά εγκλήματα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο
Δέκα εγκλήματα που “πάγωσαν” τη κοινή γνώμη και έμειναν χαραγμένα στο μυαλό όλων μας (Pics)
Καθώς κάθεσαι στα έδρανα μια δικαστικής αίθουσας και παρακολουθείς τη διαδικασία, συχνά το μάτι σου πέφτει πάνω στον κατηγορούμενο. Η εικόνα -τις περισσότερες φορές- είναι η ίδια: ένας σκυφτός άνθρωπος, καμπουριασμένος, ντυμένος με τα πιο προσεγμένα ρούχα που διαθέτει και με μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, περιμένει να μάθει την τύχη του.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, ακόμα και ο πιο έμπειρος δικαστικός συντάκτης πιάνει τον εαυτό του να
αναρωτιέται σε αρκετές περιπτώσεις: “Είναι δολοφόνος; Μπορεί να το έκανε;”. Και συνήθως τότε είναι που κατανοείς πως ακόμη και ο πιο σεμνός και ταπεινός άνθρωπος, αυτός ο πολίτης “υπεράνω υποψίας”, είναι ικανός για το ειδεχθέστερο έγκλημα, την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, και μάλιστα με τρόπο αποκρουστικό και βάρβαρο.
Η ελληνική Δικαιοσύνη βρίσκεται αντιμέτωπη με εκατοντάδες χιλιάδες εγκλήματα. Εγκλήματα στυγνά, πάθους, ζήλιας, μίσους, εκδίκησης, εγκλήματα προμελετημένα ή εν βρασμώ ψυχής.
Εκείνα που συγκλόνισαν όμως, την κοινή γνώμη παραμένουν χαραγμένα στο μυαλό όλων, όσα χρόνια -ακόμη και δεκαετίες- κι αν περάσουν. Σατανιστές, φονικά τηγανόψωμα, η φυλάκιση του Άκη Πάνου και το έγκλημα πάθους κατά του Αρχιμανδρίτη Άνθιμου είναι μόνο η κορυφή ενός προσωπικού δράματος, που συνεχίζει να στοιχειώνει, όχι μόνο τις οικογένειες των θυμάτων και τους δράστες, αλλά ολόκληρη την κοινωνία.
Ας τις δούμε λοιπόν, με χρονολογική σειρά:
Φραντζής: Προδομένος από τη ματωμένη απόδειξη
Ιούνιος 1987: Μία απόδειξη από το κρεοπωλείο, όπου ψώνιζαν, ήταν αυτό που οδήγησε στον Παναγιώτη Φραντζή, τον άνδρα που επί 3,5 ώρες τεμάχιζε τη σύζυγό του, Ζωή, προκειμένου να κρύψει τα ίχνη ενός εγκλήματος.
Ήταν ένας γάμος γεμάτος εντάσεις και καυγάδες που κατέληγαν ακόμη και στο νοσοκομείο. Ο τελευταίος έμελλε να γίνει το βράδυ της 24ης Ιουνίου του 1987, όταν το ζευγάρι είχε ακόμη μία διαφωνία. Παρά τους ισχυρισμούς του Παναγιώτη Φραντζή, πως ο θάνατος της γυναίκας του ήταν ένα ατύχημα πάνω στον καβγά, ο ιατροδικαστής είχε “δει” στραγγαλισμό.
Το βέβαιο ήταν ότι ο καταδικασθείς σε ισόβια κάθειρξη, έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να εξαφανίσει τη σωρό. Οι λεπτομέρειες των όσων διαδραματίστηκαν στη μπανιέρα του σπιτιού τους, με τη βοήθεια ενός κρητικού σουγιά, είναι άκρως ανατριχιαστικές. Ο Παναγιώτης Φραντζής αφού διαμέλησε το άψυχο σώμα, τραυματίζοντάς το έτσι ώστε να μην μπορεί να αναγνωριστεί, το τοποθέτησε σε σακούλες και το πέταξε σε διάφορους κάδους.
Λίγες ώρες αργότερα, ένας συλλέκτης που έψαχνε γραμματόσημα και φακέλους, βρέθηκε αντιμέτωπος με το φρικτό θέαμα. Η διαμελισμένη σωρός ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί. Αυτό που πρόδωσε το θύτη ήταν μια ματωμένη απόδειξη αγοράς από κρεοπωλείο, ο ιδιοκτήτης του οποίου μπόρεσε να θυμηθεί τους πελάτες.
Απολογούμενος ο Παναγιώτης Φραντζής είχε πει: “δεν την σκότωσα εγώ. Xτύπησε πάνω στον καβγά. Ό,τι έγινε μετά, το έκανα για να εξαφανίσω το πτώμα, γιατί πανικοβλήθηκα και φοβήθηκα!”. Το πόρισμα του ανακριτή όμως, το οποίο έκανε λόγο για ασφυκτικά φαινόμενα, είναι καταλυτικό.
Έτσι, καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση ιδιαζόντως απεχθή από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς και για περιύβριση νεκρού σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και φυλάκισης 2 ετών. Αποφυλακίστηκε το 2005, ενώ ήδη λάμβανε εκπαιδευτικές άδειες για να φοιτήσει στην ΑΣΟΕΕ.
Εταιρεία Δολοφόνων
Από το 1985 δρούσε η αποκαλούμενη “Εταιρεία Δολοφόνων”, τα μέλη της οποίας δολοφόνησαν οκτώ ηλικιωμένους με μοναδικό σκοπό να καρπωθούν την περιουσία τους, συντάσσοντας πλαστές διαθήκες.
Χαρακτηριστική περίπτωση το τελευταίο θύμα της “εταιρείας”, ο εφοπλιστής Χαράλαμπος Τυπάλδος, 84 ετών, ο οποίος βρέθηκε νεκρός το 1986 στο γραφείο του. Επίσημη αιτία θανάτου ήταν καρδιακή προσβολή. Στην διαθήκη που δημοσιεύθηκε, καταγραφονταν ως κληρονόμοι του συγγενικά πρόσωπα ανθρώπων, που ο ίδιος γνώριζε ελάχιστα.
Η υπόθεση έφτασε στις αρχές μετά από έρευνα ιδιωτικού αστυνομικού, ο οποίος συγκέντρωσε τα απαραίτητα στοιχεία. Ως πρωταγωνιστής εμφανιζόταν ένα άτομο υπεράνω υποψίας, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, δικηγόρος, πρώην δήμαρχος Χαλκηδόνας και οικογενειάρχης.
Καταδικάστηκε 8 φορές σε θάνατο και 25 χρόνια κάθειρξη, ποινή που βεβαίως δεν εκτελέστηκε και μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ ποινές κάθειρξης επιβλήθηκαν και σε ακόμη έξι κατηγορούμενους.
Στην απολογία του παρουσιάστηκε ως Ρομπέν των φτωχών κι αναρωτήθηκε ενώπιον των δικαστών αν είναι προτιμότερο να ζει ο Τυπάλδος ή να ζουν καλύτερα δέκα άλλα πρόσωπα αντί για αυτόν.
Επίσης, έχει υποστηρίξει: “Ήμουν εγκέφαλος-ανεγκέφαλος. Τότε είχαν πάρει τα μυαλά μας αέρα, αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να τα κάνουμε όλα αυτά, φτάσαμε σε ακραίες καταστάσεις. Όμως, όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, η δράση μας είχε ιδεολογικό υπόβαθρο. Από μικρό παιδί είχα αριστερή συνείδηση. Σε καμία διαθήκη δεν υπήρχαν λιγότεροι από πενήντα κληρονόμοι, συνήθως ήταν από 70-100, ενώ στην υπόθεση του Τυπάλδου παρακαλώ, ήταν 156. Δηλαδή, εγώ δεν τα έκανα όλα αυτά για τον εαυτό μου, αλλά για να βγάλω τον φτωχό από την πείνα του. Τότε πίστευα ότι έχει μεγαλύτερη αξία να φάνε ψωμί 150 άνθρωποι, από τη ζωή ενός 85χρονου ή 90χρονου”.
Σαμπανιώτη: Η “φαρμακούλα με τα τηγανόψωμα”
Ιανουάριος 1992: Επτά άτομα, μέλη και φίλοι δύο οικογενειών καταλήγουν στο νοσοκομείο σε κρισιμη κατάσταση, λόγω βαρύτατης τροφικής δηλητηρίασης. Όλοι είχαν δοκιμάσει τηγανόψωμα και ψωμί που είχαν παρασκευασθεί από την ίδια ζύμη, την οποία είχε προσφέρει ως «δώρο» στις οικογένειες η 56χρονη γειτόνισσα, Μαρία Σαμπανιώτη.
Οι τοξικολογικοί έλεγχοι στα τρόφιμα αλλά και στα θύματα, ήταν σαφείς: Παραθείο. Τρείς άνθρωποι μετά από μέρες στην εντατική, χάνουν τελικά τη ζωή τους. Οι δικαστικές αρχές στρέφονται κατά της Μαρίας Σαμπανιώτη, κατηγορώντας την ότι θέλησε να εκδικηθεί τις δύο οικογένειες, καθώς δεν επιθυμούσαν το γάμο των δύο γιων τους με τις κόρες της 56χρονης.
Η ίδια από την πρώτη στιγμή ενώπιον του ανακριτή, αρνείται τις κατηγορίες: “Δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν. Κάποιος άλλος έβαλε στο μάτι την οικογένειά μου κι επειδή αυτή τη ζύμη την είχα φτιάξει για το σπίτι μου, έριξε δηλητήριο μέσα όταν εγώ έλειπα για ψώνια”.
Η θέση της δεν άλλαξε ποτέ, μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση το 2000, έχοντας περάσει τρεις ακροαματικές διαδικασίες. Η “φαρμακούλα”, όπως την φώναζε ο κόσμος κατά την είσοδό της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν κατάφερε να πείσει την ελληνική Δικαιοσύνη.
Το 1993, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και στη συνέχεια το Μικτό Ορκωτό Εφετείο το 1997, την καταδικάζουν σε τρεις φορές ισόβια κάθειρξη και επιπλέον 25 έτη, χωρίς ελαφρυντικά, για τρεις ανθρωποκτονίες και τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονίας.
Αργότερα, ο Άρειος Πάγος αναιρεί την καταδικαστική απόφαση του ΜΟΕ, κι έτσι η δίκη σε δεύτερο βαθμο επαναλαμβάνεται. Παρά τις ελπίδες της κατηγορούμενης, που επιμένει στην αθωότητά της, το δικαστήριο και πάλι επικυρώνει την πρωτόδικη απόφαση, το 2000.
Η Μαρία Σαμπανιώτη παρέμεινε στη φυλακή συνολικά 19 χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 2011, λόγω της καλής συμπεριφοράς της στη φυλακή, των πολλών μεροκάματων που είχε κάνει, αλλά και της ευεργετικής διάταξης σύμφωνα με την οποία μετά το 65ο έτος της ηλικίας του κρατουμένου, κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζεται διπλή.
Οι Σατανιστές της Παλλήνης
Αύγουστος 1992: Λαμβάνει χώρα η πρώτη πράξη μιας φρικτής ιστορίας, που έμελλε για χρόνια να κυριαρχήσει στη νεοσύστατη τότε ιδιωτική τηλεόραση. Η 14χρονη Δώρα Συροπούλου μεταφέρεται σε ερημική τοποθεσίας στο Κορωπί από τον 21χρονο Ασημάκη Κατσούλα, τον 19χρονο Μάνο Δημητροκάλλη και τη Δήμητρα Μαργέτη, μόλις 18 ετών τότε. Εκεί δολοφονείται και κακοποιείται για να “προσφερθεί στο σατανά”, ενώ όταν όλα έχουν τελειώσει, η σωρός της περιλούζεται με βενζίνη και καίγεται.
Η δεύτερη πράξη έρχεται λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1993, όταν η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, μητέρα δύο παιδιών, οδηγείται κι αυτή στο Κορωπί, όπου βιάζεται και δολοφονείται με μία πέτρα, προκειμένου -όπως αποδείχθηκε- να μην αναγνωριστεί ποτέ το πτώμα της.
Όσα αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια, σόκαραν. Οι δύο παιδικοί φίλοι άρχισαν να κάνουν τελετές μαύρης μαγείας στην Παλλήνη και στο Κορωπί, προσπαθώντας παράλληλα να μυήσουν και άλλους συνομήλικούς τους. Ο Κατσούλας θεωρήθηκε μία αυταρχική προσωπικότητα με ανεπτυγμένη νοημοσύνη, ενώ ο Δημητροκάλης ένα παιδί χαμηλών τόνων.
Η “τριάδα” όμως, δεν άντεξε για πολύ, αφού μετά τη σύλληψή τους ο ένας στράφηκε εναντίον των άλλων, επιχειρώντας όλοι τους να λάβουν τη θέση του θύματος ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ομολόγησαν τη συμμετοχή τους σε σατανιστικές τελετές, αναφέρθηκαν στη “μύησή” τους στο σατανισμό, αλλά δεν μπήκαν ποτέ στην ουσία των εγκλημάτων τους, τα οποία ήταν τόσο ειδεχθή που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απαγόρευσε τη τηλεοπτική και ραδιοφωνική μετάδοση της δίκης.
Στο εδώλιο τελικά παραπέμπονται συνολικά οκτώ άτομα για βαρύτατες κακουργηματιικές πράξεις κατά περίσταση: Δύο εξ αυτών απαλλάσσονται από τις κατηγορίες. Κατσούλας και Δημητροκάλης καταδικάζονται σε δις ισόβια κάθειρξη, ενώ η Μαριέτη σε ποινή κάθειρξης 17 ετών, με την αναγνώριση του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας.
Το 1997, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθήνας επιβάλει τις ίδιες ποινές. Εικοσιτρία χρόνια μετά, μόνο ο Δημ. Κατσούλας παραμένει έγκλειστος στις φυλακές Χανίων, από όπου καταθέτει συχνά αιτήματα αποφυλάκισης.
Δουρής: Ο αυτόχειρας παιδοκτόνος
Δεκέμβριος 1993: Λίγο πριν την νέα χρονιά, ο Μανώλης Δουρής και η σύζυγός του προσέρχονται στο αστυνομικό τμήμα Ερμιόνης και δηλώνουν την εξαφάνιση του 6χρονου γιου τους. Η τοπική κοινωνία μαζί με τις αρχές “χτενίζουν” την περιοχή προκειμένου να εντοπιστεί το αγόρι, ενώ ο πατέρας πρωταγωνιστεί στα ΜΜΕ κάνοντας εκκλήσεις.
Κανείς ακόμη δεν γνωρίζει ότι η εξαφάνιση θα πάρει διαστάσεις θρίλερ και η υπόσεση του Μανώλη Δουρή θα μείνει στα δικαστικά χρονικά, όχι μόνο για το αποτρόπαιο έγκλημα, αλλά και την κατάληξη του θύτη.
Η απλή εξαφάνιση γρήγορα μετατράπηκε σε υπόθεση δολοφονίας για την αστυνομία, που δεν είδε με καλό μάτι το γεγονός ότι ο πατέρας ήταν τελικά αυτός που κατάφερε να βρει τη σωρό του 6χρονου, κρυμμένη στο μαντρότοιχο μιας αλάνας, κοντά στο σπίτι της οικογένειας. Το παιδί πέθανε από ασφυξία, καθώς ο δράστης του είχε κλείσει τη μύτη και το στόμα, αφού πρώτα το είχε βιάσει, έλεγε το πόρισμα του ιατροδικαστή.
Οι εικόνες με το Μανώλη Δουρή απαρηγόρητο μπροστά στις κάμερες έκαναν το γύρο της Ελλάδας, όπως και οι αντίστοιχες μέσα στην αστυνομική κλούβα, κρατούμενος πια, να δέχεται τις γροθιές άλλων υπόδικων.
“Με κυριεύει μια σπάνια ασθένεια, με μεταμορφώνει. Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να έκανε” ειχε πει κατά την απολογία του, αν και αργότερα άλλαξε ισχυρισμούς, δηλώνοντας ότι είναι αθώος. Την ίδια δήλωση έκανε και ενώπιον του δικαστηρίου, με τον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορό του, να υποστηρίζει ότι η υπόθεση δεν εξετάστηκε όπως θα έπρεπε.
Λίγο αργότερα ήρθε και η καταδίκη: ποινή φυλάκισης ενός έτους για ασέλγεια, ποινή κάθειρξης 20 ετών για βιασμό και ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Ο Μανώλης Δουρής δεν εξέτισε ποτέ την ποινή του. Στις 25 Φεβρουαρίου 1996 βρέθηκε απαγχονισμένος στις εξωτερικές τουαλέτες των φυλακών Τρίπολης. Το πόρισμα έλεγε αυτοκτονία, με ένα καλώδιο τηλεόρασης που είχε κρύψει στα ρούχα του.
Μονσελάς: Φόνος από οίκτο
Ιανουάριος 1994: Από παρκαδόρος, “κατά παραγγελία δολοφόνος”. Η υπόθεση του Ματθαίου Μονσελά συγκλόνισε την κοινή γνώμη στα μέσα της δεκαετίας ’90, αλλά και τη Δικαιοσύνη, η οποία έπρεπε να καταλήξει: ανθρωποκτονία από πρόθεση ή αυτοκτονία μέσω τρίτου;
Η Γιόλα Βαγενά έψαχνε καιρό για κάποιον, που θα τη βοηθούσε να δώσει τέλος στη ζωή της, μιας και η ίδια δεν μπορούσε να το κάνει. Κι ήταν ο Ματθαίος Μονσελάς, ο οποίος θα λάμβανε αυτό το ρόλο, ύστερα από δικές της συνεχείς παρακλήσεις.
Το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου, η Γιόλα Βαγενά πήγε για πολλοστή φορά βόλτα με το Μ. Μονσελά, προσπαθώντας να τον πείσει. Αυτή τη φορά, έφτασαν στο Μακρόπουλο. “Άντε καλά είναι εδώ” είπε εκείνη και ο Μονσελάς σήκωσε το όπλο που η ίδια του είχε δώσει, και πυροβόλησε τρεις φορές.
“Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα” είπε στους αστυνομικούς λίγες ώρες μετά, όταν συνελήφθη, εξηγώντας ότι αρχικός του στόχος ήταν να την πλήξει σοβαρά και όχι να την τραυματίσει θανάσιμα, μήπως κάτι τέτοιο την ταρακουνούσε και σταματούσε να επιζητά το θάνατό της.
Η υπόθεση εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά σπάνια για τα ελληνικά δικαστικά χρονικά. Ο Ματθαίος Μονσελάς καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 12,9 ετών, ενώ του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε πληρώθηκε για την πράξη του από το θύμα, με αποτέλεσμα και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να τον κρίνει ένοχο, μειώνοντας την ποινή του κατά τρεις μήνες. Εδώ και περίπου 15 χρόνια έχει αποφυλακιστεί, δίχως όμως να έχει καταφέρει να ορθοποδήσει, εξαιτίας του ποινικού μητρώου του.
Σεχίδης: Ψυχώ επί πέντε
Μάιος 1996: “Δεν μετανιώνω για τίποτε” επαναλάμβανε κατά την απολογία του στο δικαστήριο ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο φοιτητής της Θεολογίας, που σκότωσε πέντε συγγενείς του, τεμαχίζοντας στη συνέχεια τις σωρούς και πετώντας τις σε χωματερή.
Μέσα σε ένα διήμερο, ο Θεοφ. Σεχίδης, που σήμερα εξακολουθεί να κρατείται στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, σκότωσε τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και τον θείο του, γιατί -όπως έλεγε- “δεν μου αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική μου μητέρα”.
Το έγκλημα δεν έγινε γνωστό αμέσως. Η καταγγελία της θείας του που έμενε μόνιμα στο Βέλγιο, ότι είχε εξαφανιστεί ο σύζυγός της οδήγησε τις αρχές στο να ερευνήσουν την υπόθεση και να καταλήξουν στην ομολογία του Σεχίδη.
“Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνωμοσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου έλεγαν την αλήθεια” είχε πει τότε, ισχυριζόμενος ότι τα θύματα, ένα προς ένα, του είχαν επιτεθεί και εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από να τα σκοτώσει.
Η ομολογία του Θεόφιλου Σεχίδη ολοκλήρωσε ουσιαστικά την έρευνα, αφού η αστυνομία δεν κατάφερε ποτέ να εντοπίσει τις σωρούς και των πέντε συγγενών.
Το Κακουργοδικείο Καβάλας τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη, μία για κάθε θύμα. Αυτή ήταν και η μοναδική δίκη που διεξήχθη, αφού ο καταδικασθείς απέσυρε την έφεση που είχε ασκήσει κατά της απόφασης.
Κοσμάς: Επιείκεια στον παιδοκτόνο
Ιούλιος 1996: Το έγκλημά του βαρύ και ιδιαίτερα ειδεχθές, αλλά η ιστορία του Απόστολου Κοσμα προκάλεσε την επιείκεια της ελληνικής Δικαιοσύνης, η οποία -με μία σπάνια ετυμηγορία της- δεν “είδε” ισόβια στην υπόθεση παιδοκτονίας.
Αιτία ήταν το γεγονός ότι ο πρωτότοκος γιος του Κοσμά έπασχε από σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου, με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα. Για χρόνια ήταν έγκλειστος σε κλινικές, όμως η οικογένειά του δεν μπορούσε να το διαχειριστεί και έτσι ελήφθη η δύσκολη απόφαση να λάβει εξιτήριο. Σε μία από τις τελευταίες κρίσεις του, όταν δεν λάμβανε τη φαρμακευτική αγωγή του, το θύμα απείλησε τον πατέρα του να του αγοράσει οπλα, διαφορετικά θα τον σκότωνε.
Στις 7 Ιουλίου 1996, ο Απόστολος Κοσμάς σκότωσε τελικά με τσεκούρι τον γιο του την ώρα που εκείνος κοιμόταν. Στη συνέχεια, μετέφερε το πτώμα στο εξοχικό της οικογένειας στον Κάλαμο και το πυρπόλησε. Την επόμενη μέρα, τεμάχισε το απανθρακωμένο πτώμα με πριόνι, ενώ την ώρα που το τοποθετούσε σε σακκούλες, η αστυνομία έκανε έφοδο στο σπίτι, συλλαμβάνοντάς τον επ’ αυτοφώρω.
Αυτό που προκάλεσε τη μεγαλύτερη εντύπωση στην υπόθεση, ήταν τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Γείτονες της οικογένειας κατέθεσαν υπέρ του κατηγορούμενου, η σύζυγός του και μητέρα του θύματος δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό του, ούτε και οι άλλοι δύο γιοι του.
Ο ίδιος, φανερά συντετριμμένος, υποστήριξε στο δικαστήριο: “Δεν ήθελα να τον κλείσω σε ψυχιατρείο, δεν το άντεχα. Τον βάζω σε διάφορες δουλειές γνωστών μου. Φεύγει. Αγοράζει χασίς. Χειροτερεύει. Χτυπούσε τη μητέρα του. Αποφασίζουμε να τον πάμε στο Αιγινήτειο. Δεν γίνεται. Ο γιατρός φοβάται για τη ζωή του παιδιού”. Η ετυμηγορία της Δικαιοσύνης ήταν ποινή κάθειρξης 15 ετών και έξι μηνών. Ο Απόστολος Κοσμάς πέθανε στη φυλακή, λόγω χρόνιων προβλημάτων υγείας.
Γιαννακοπούλου: Το “ιερό” πάθος
Ιούλιος 1997: Ήταν ο Θεός της, το Άλφα και το Ωμέγα της. Η εξάρτησή της ήταν απόλυτη. Έτσι, όταν ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος έβαλε τέλος στην ερωτική τους σχέση, εκείνη δεν άντεξε.
Ήταν 22 Ιουλίου, όταν η Κάτια Γιαννακοπούλου βρέθηκε έξω από το σπίτι του στην Αθήνα, σε μία ύστατη προσπάθεια να του μιλήσει. Όταν εκείνος εμφανίστηκε, της γύρισε την πλάτη, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν. Χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε από την τσάντα της το όπλο και άρχισε να τον πυροβολεί μέχρι που τελείωσαν οι σφαίρες. Αυτός ήταν ο επίλογος μιας ιστορίας πάθους, που ξεκίνησε από την ανάγκη της Κάτιας Γιαννακοπούλου να βρει έναν πνευματικό.
“Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει (…) Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου”, είχε πει αργότερα ενώπιον του ανακριτή.
Όπως η ίδια είχε καταθέσει, γοητεύθηκε από τον ιερωμένο, αν και οι σχέσεις τους ήταν πάντα τυπικές. Τουλάχιστον μέχρι την ημέρα που ο Άνθιμος της ζήτησε να τον επισκεφτεί: «Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα».
Την επομένη, η Γιαννακοπούλου πήγε στον αρχιμανδρίτη και του εξομολογήθηκε όλα όσα είχαν γίνει μεταξύ τους την προηγούμενη ημέρα, σαν να μιλούσε για κάποιον τρίτο. Εκείνος της απάντησε: «είμαστε άνθρωποι και σαν άνθρωποι έχουμε ανθρώπινες αδυναμίες».
Το γυαλί ράγισε, όταν ο αρχιμανδρίτης μετακόμισε στην Αγγλία. Οι επαφές μειώθηκαν και η σχέση άρχισε να φθίνει. Αντιλαμβανόμενη τί συνέβαινε, η Κάτια Γιαννακοπούλου άρχισε να ηχογραφεί τις αραιές, πια ερωτικές τους συναντήσεις για να μπορεί αργότερα να τον απειλεί, ενώ οι καυγάδες τους ήταν πλέον ιδιαίτερα έντονοι.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ σήμερα έχει πλέον αποφυλακιστεί.
Άκης Πάνου: Η “κακιά στιγμή”
Αύγουστος 1997: Ο 30χρονος Σωτήρης Γιαλαμάς, ο άνδρας με τον οποίο διατηρούσε ερωτικές σχέσεις η τότε 19χρονη κόρη του Άκη Πάνου, Ελευθερία, πέφτει νεκρός. Το έγκλημα λαμβάνει χώρα στο σπίτι του γνωστό στιχουργού, στη Λεύκη Ξάνθης, όπου έχει πάει το θύμα για να μιλήσουν.
Ο Άκης Πάνου ήταν παλαιών αρχών και ηθών και δεν μπορούσε να δεχθεί τη σχέση αυτή, αναφέρουν τα ρεπορτάζ της εποχής. Πήρε το όπλο που κρατούσε ως ενθύμιο από το Ναυτικό, και πυροβολεί τρεις φορές το Σωτήρη Γιαλαμά.
“Όλα έγιναν σε μια κακιά στιγμή. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου” δήλωσε στο δικαστήριο ο Ακης Πάνου, ενώ λίγο νωρίτερα είχε πει στον συνήγορό του Αλέξανδρο Κατσαντώνη ότι ο ίδιος είχε ήδη δικάσει και καταδικάσει τον εαυτό του σε ισόβια κάθειρξη.
Ο τραγουδοποιός, με σημαντική παρακαταθήκη στο ελληνικό τραγούδι, κηρύσσεται ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Λαμβάνει την ανωτάτη των ποινών, ισόβια κάθειρξη, χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό από το δικαστήριο. Ούτε καν αυτό της πολιτισμικής προσφοράς, αφού -σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου- ” ο κατηγορούμενος δεν πρόσφερε ιδιαίτερα στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου”.
Ένα χρόνο αργότερα, αποφυλακίζεται για λόγους υγείας και το 2000 αφήνει την τελευταία του πνοή, νικημένος από τον καρκίνο.