Ένα πολύ σκοτεινό κι ύπουλο παιχνίδι παίζεται διεθνώς τα τελευταία χρόνια με επίκεντρο την Ελλάδα και την Ε.Ε. Συμφωνώ με την τακτική κι ουσιαστική κίνηση του δημοψηφίσματος, εφ’ όσον τούτο προωθεί τις διαπραγματευτικές μας θέσεις κι η δυνατότητα συζήτησης εξακολουθεί να υφίσταται. Αν όμως ένα ΟΧΙ, συνδέεται ή συνδεθεί εντέχνως με την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, όπερ σημαίνει σφόδρα πιθανή έξοδο από την Ε.Ε., ε τότε τα πράγματα αλλάζουν. Ποιοί κερδίζουν από την κατάρρευση της Ε.Ε. κι ωθούν τους Έλληνες στο γκρεμό, πιστεύοντας ότι αγωνίζονται για τη λευτεριά τους; ΗΠΑ, ΔΝΤ, Γερμανία ως κράτος κι όχι ως μέλος της Ε.Ε., Τουρκία , κερδοσκόποι, θα πρέπει να κάνουν πανηγύρι και να ανάβουν κεριά στον Τσίπρα. Οφείλουμε να βαδίσουμε στο εξής με πολύ περίσκεψη, προσοχή κι εξυπνάδα. Θα ήταν καταστροφικό να απεμπολήσουμε κεκτημένα εθνικά μας δικαιώματα και συμφέροντα, όταν αντιμετωπίζουμε ένα τόσο εχθρικό διεθνές περιβάλλον κι ασταθή συγκυρία!
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 22.03.2015
Ένα πολύ σκοτεινό κι ύπουλο παιχνίδι παίζεται διεθνώς τα τελευταία χρόνια με επίκεντρο την Ελλάδα και την Ε.Ε. Συμφωνώ με την τακτική κι ουσιαστική κίνηση του δημοψηφίσματος, εφ’ όσον τούτο προωθεί τις διαπραγματευτικές μας θέσεις κι η δυνατότητα συζήτησης εξακολουθεί να υφίσταται. Αν όμως ένα ΟΧΙ, συνδέεται ή συνδεθεί εντέχνως με την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, όπερ σημαίνει σφόδρα πιθανή έξοδο από την Ε.Ε., ε τότε τα πράγματα αλλάζουν. Ποιοί κερδίζουν από την κατάρρευση της Ε.Ε. κι ωθούν τους Έλληνες στο γκρεμό, πιστεύοντας ότι αγωνίζονται για τη λευτεριά τους; ΗΠΑ, ΔΝΤ, Γερμανία ως κράτος κι όχι ως μέλος της Ε.Ε., Τουρκία , κερδοσκόποι, θα πρέπει να κάνουν πανηγύρι και να ανάβουν κεριά στον Τσίπρα. Οφείλουμε να βαδίσουμε στο εξής με πολύ περίσκεψη, προσοχή κι εξυπνάδα. Θα ήταν καταστροφικό να απεμπολήσουμε κεκτημένα εθνικά μας δικαιώματα και συμφέροντα, όταν αντιμετωπίζουμε ένα τόσο εχθρικό διεθνές περιβάλλον κι ασταθή συγκυρία!
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 22.03.2015
Κάθε απόφαση για έξοδο θα παραβίαζε τις συνθήκες
Οι ειδικοί που έχουν μελετήσει την ενδεχόμενη διαδικασία εξόδου συμφωνούν ότι είναι νομικά αδύνατη η μονομερής αποχώρηση της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα, χωρίς ταυτόχρονη αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη έχει επανέλθει δριμύτερη το τελευταίο δίμηνο. Οικονομολόγοι -εγχώριοι (ακόμα και βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος) και ξένοι- την προτείνουν ως τη μόνη λύση για να επανέλθει η Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υπονοούν δυσοίωνα ότι θα είναι η θλιβερή κατάληξη του ελληνικού δράματος αν η νέα κυβέρνηση δεν προσαρμοστεί ταχύτερα στις απαιτήσεις της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου. Απλοί πολίτες ανησυχούν για τις οικονομίες που τους έχουν απομείνει και για το πόσο
λιγότερο θα αξίζουν ως δραχμές.
Οι ειδικοί που έχουν μελετήσει την ενδεχόμενη διαδικασία εξόδου, παρότι διαφωνούν σε πολλά, συμφωνούν ότι είναι νομικά αδύνατη η μονομερής αποχώρηση της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα, χωρίς ταυτόχρονη αποχώρηση από την Ε.Ε. Συμφωνούν επίσης ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, το συντριπτικό μέρος του δημόσιου χρέους θα παρέμενε σε ευρώ, ακόμα και μετά την έξοδο.
Μία χαοτική έξοδος, φυσικά, δεν παύει να είναι πιθανή, αν οι διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους πιστωτές της καταλήξουν σε αδιέξοδο. Χωρίς συμφωνία, αυξάνονται κατακόρυφα οι πιθανότητες επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων. Αν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι επιβληθούν σε συνθήκες ρήξης στις σχέσεις Φρανκφούρτης – Αθήνας (π.χ. ύστερα από πιστωτικό γεγονός), άρα χωρίς να επανενεργοποιηθεί το ELA μετά την επιβολή τους, θα είναι σφοδρότατοι. Σε αυτό το πλαίσιο, είτε θα υπάρξει ταχέως μία συνθηκολόγηση από την ελληνική πλευρά ώστε να ανοίξει εκ νέου η στρόφιγγα από την Τράπεζα της Ελλάδος (με την έγκριση της Φρανκφούρτης), είτε, για να μην πεθάνει από ασφυξία η οικονομία, θα υιοθετηθεί ένα νέο νόμισμα.
Οπως έγραφε το 2011 ο Τσαρλς Πρόκτορ, Βρετανός νομικός που ειδικεύεται σε αυτά τα θέματα: «Πληττόμενη από την κρίση και το φάσμα της χρεοκοπίας, είναι πιθανό μία ελληνική αποχώρηση να είναι ραγδαία και μη συντεταγμένη, με τις Συνθήκες εν πολλοίς να αγνοούνται» («The Greek Crisis and the euro – A tipping point? »).
Το αγγλικό Δίκαιο
Ωστόσο, παρότι ενδεχομένως αρχικά αγνοηθεί η νομική πτυχή του ζητήματος, μία τέτοια μη συναινετική έξοδος από το ευρώ θα είχε βαρύτατες συνέπειες για την Ελλάδα, δυσχεραίνοντας τη διαπραγματευτική της θέση στις σύνθετες διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν για τους όρους παραμονής της στην Ε.Ε. Επιπλέον, σίγουρα δεν θα βοηθούσε στο κρίσιμο μέτωπο της μετατροπής του δημόσιου χρέους της στη «νέα δραχμή».
Ούτως ή άλλως, όπως σημειώνει ο Πρόκτορ, «όσον αφορά το αγγλικό Δίκαιο, ένα συμβόλαιο θα καταργούνταν σε περίπτωση διάσπασης της Ευρωζώνης μόνο αν το γεγονός αυτό είχε αποτέλεσμα να αλλάξει ριζικά τη φύση του συμβολαίου και τις υποκείμενες υποχρεώσεις». Κάτι τέτοιο «γενικά δεν θα ισχύει, καθώς οι υποχρεώσεις πληρωμής παραμένουν ακέραιες ανεξαρτήτως του νομίσματος στο οποίο θα καταβληθούν». Επιπλέον, σύμφωνα με τον Πρόκτορ, στο πλαίσιο του αγγλικού Δικαίου, θα πρέπει η πληρωμή να γίνει σε ευρώ (δεν θα μπορεί να γίνει σε δραχμές στην ισοτιμία που θα ορίσει η ελληνική νομοθεσία). Υπενθυμίζεται ότι πάνω από το 80% του ελληνικού δημόσιου χρέους υπάγεται σήμερα σε αγγλικό Δίκαιο.
Τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που υπάγονται στο ελληνικό Δίκαιο, όπως αυτά που κατέχει η ΕΚΤ, θεωρητικά η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να τα δραχμοποιήσει. Ωστόσο, με δεδομένο ότι το Lex Monetae (το κυρίαρχο Δίκαιο) για τα ομόλογα αυτά ήταν το ευρωπαϊκό, μπορεί κάλλιστα αυτή η επιλογή να προσβληθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή σε διαιτητικά δικαστήρια (πολλά εξαρτώνται από τις ρήτρες δικαιοδοσίας στα συμβόλαια). Αντίστοιχες δυνατότητες νομικής αντίστασης σε οποιαδήποτε προσπάθεια δραχμοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων θα έχουν και ιδιώτες κάτοχοι ελληνικού χρέους.
Τι λένε οι συνθήκες
Μέχρι το 2007, όταν επικυρώθηκε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν υπήρχε καν πρόβλεψη για έξοδο χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το άρθρο 50 της εν λόγω Συνθήκης (για την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως είναι η επίσημη ονομασία της) έθεσε τέλος στη μακρά συζήτηση για το αν η ανυπαρξία σχετικής διάταξης υπονοούσε το δικαίωμα αποχώρησης, ορίζοντας ότι «κάθε κράτος – μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ενωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες». Αντίστοιχη πρόβλεψη για έξοδο από την Ευρωζώνη δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει καμία διάταξη που να επιτρέπει στα υπόλοιπα κράτη – μέλη ή στα όργανα της Ε.Ε. να διώξουν την Ελλάδα από το ευρώ.
Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1 (γ) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), η νομισματική πολιτική ανήκει στην «αποκλειστική αρμοδιότητα» της Ενωσης. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε μονομερής απόφαση της χώρας μας για επιστροφή στη δραχμή θα αποτελούσε παραβίαση των υποχρεώσεών της, όπως απορρέουν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Σημειώνεται δε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από τα κράτη – μέλη προς την Ενωση είναι μόνιμη, όχι προσωρινή (το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, ωστόσο, έχει αντίθετη άποψη).
Τα ζητήματα αυτά πραγματεύεται σε υπό δημοσίευση εργασία του, προσχέδιο της οποίας εξέτασε η «Κ», ο Χέλμουτ Σίκμαν, διευθυντής του Ινστιτούτου Νομισματικής και Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (IMFS) του Πανεπιστημίου Goethe στη Φρανκφούρτη. Μιλώντας στην «Κ», ο Σίκμαν εξηγεί ότι «η ΟΝΕ είναι αναπόσπαστο μέρος της Ενωσης, όχι μία νομικά ξεχωριστή οντότητα. Επιπλέον, ως χαλαρό ομοσπονδιακό κράτος, όπως θεωρείται από τους περισσότερους η Ε.Ε., είναι εκτός της εμβέλειας εφαρμογής της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, την οποία ορισμένοι επικαλούνται ως διέξοδο για αποχώρηση ενός κράτους – μέλους αποκλειστικά από την Ευρωζώνη. Οπως η Βαυαρία δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί τη Σύμβαση τη Βιέννης για να αποσχιστεί από τη Γερμανία, έτσι και η Ελλάδα δεν μπορεί να την επικαλεστεί για να φύγει από την Ευρωζώνη».
Για το θέμα του παράλληλου νομίσματος, τονίζει ότι βάσει του άρθρου 128 της ΣΛΕΕ («Τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που αποτελούν νόμιμο χρήμα μέσα στην Ενωση») απαγορεύεται η υιοθέτησή του ως νόμιμο χρήμα από κράτος – μέλος της Ευρωζώνης.
Παράθυρο στην άβυσσο η τροποποίηση;
Αρκετοί νομικοί -αλλά και η νομολογία της ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης- διαψεύδουν τον ισχυρισμό του καθηγητή Σίκμαν ότι η Σύμβαση της Βιέννης δεν έχει εφαρμογή επί του κοινοτικού Δικαίου. Ωστόσο, είναι κοινή πεποίθηση ότι ο πιο ασφαλής τρόπος εξόδου από την Ευρωζώνη χωρίς αποχώρηση από την Ε.Ε. είναι μέσω τροποποίησης των Συνθηκών, που απαιτεί συνεννόηση και συναίνεση.
Ο καθηγητής Νομικής της Οξφόρδης Παύλος Ελευθεριάδης ανέφερε στην «Κ» ένα πιθανό νομικό παράθυρο για να γίνει αναθεώρηση των Συνθηκών παρακάμπτοντας την κοπιώδη συμβατική μέθοδο. Το παράθυρο βρίσκεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 48 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΣΕΕ), που τιτλοφορείται «απλοποιημένες διαδικασίες αναθεώρησης».
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ένα κράτος – μέλος «δύναται να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχέδια για την ολική ή μερική αναθεώρηση των διατάξεων του τρίτου μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σχετικά με τις εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει τις σχετικές διατάξεις, αρκεί να υπάρχει ομοφωνία στις τάξεις του, να έχει προηγηθεί διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και -σε περίπτωση τροποποιήσεων θεσμικής φύσεως στον νομισματικό τομέα- την ΕΚΤ. Επιπλέον, «η απόφαση αυτή τίθεται σε ισχύ μόνο μετά την έγκρισή της από τα κράτη – μέλη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες τους» και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διευρύνει τις αρμοδιότητες της Eνωσης.
Η συγκεκριμένη διάταξη χρησιμοποιήθηκε για την τροποποίηση του άρθρου 136 της ΣΛΕΕ και την προσθήκη της παραγράφου 3, με την οποία θεσπίστηκε ο ESM. Υπήρξαν προσφυγές κατά της απόφασης αυτής, μεταξύ άλλων στο Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά όλες απορρίφθηκαν.
Ωστόσο, όπως σημείωσε στην «Κ» ο Τάκης Τριδήμας, καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο King’s College του Λονδίνου, η δυνατότητα αναθεώρησης μέσω του άρθρου 48 παρ. 6 προσκρούει στο γεγονός ότι αφορά θέματα νομισματικής πολιτικής. Η «αποκλειστική» αρμοδιότητα της Ε.Ε. σε τέτοια θέματα (άρθρο 3, ΣΛΕΕ) ανήκει στο πρώτο μέρος της Συνθήκης, όχι το τρίτο, που είναι το μόνο του οποίου οι διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν με τις διαδικασίες του άρθρου 48 παρ. 6.
Το δεύτερο κρίσιμο πρόβλημα είναι ότι οι «απλοποιημένες διαδικασίες αναθεώρησης» μπορεί να είναι απλούστερες από τις συμβατικές, αλλά εξακολουθούν να είναι χρονοβόρες. Οπως δε σημειώνει ο Ερίκ Ντορ («Leaving the Eurozone: A User’s Guide»), είναι πιθανό τα υπόλοιπα κράτη – μέλη, η συναίνεση όλων εκ των οποίων είναι απαραίτητη για την αναθεώρηση, να είναι εξαιρετικά αρνητικά διακείμενα απέναντι στην Ελλάδα, και διόλου πρόθυμα να τη διευκολύνουν να αποχωρήσει.
Επιπλέον η ΕΚΤ, η οποία κι αυτή θα πρέπει να δώσει την έγκρισή της, θα είναι κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένη με την ιδέα της εξόδου, που θα μετατρέψει τις ανισορροπίες του συστήματος πληρωμών TARGET-2 -η Ελλάδα είχε στα τέλη Ιανουαρίου υποχρεώσεις 76 δισ. ευρώ- σε χρέη της χώρας, κυρίως προς την Bundesbank.
Έντυπη
Οι ειδικοί που έχουν μελετήσει την ενδεχόμενη διαδικασία εξόδου συμφωνούν ότι είναι νομικά αδύνατη η μονομερής αποχώρηση της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα, χωρίς ταυτόχρονη αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη έχει επανέλθει δριμύτερη το τελευταίο δίμηνο. Οικονομολόγοι -εγχώριοι (ακόμα και βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος) και ξένοι- την προτείνουν ως τη μόνη λύση για να επανέλθει η Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υπονοούν δυσοίωνα ότι θα είναι η θλιβερή κατάληξη του ελληνικού δράματος αν η νέα κυβέρνηση δεν προσαρμοστεί ταχύτερα στις απαιτήσεις της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου. Απλοί πολίτες ανησυχούν για τις οικονομίες που τους έχουν απομείνει και για το πόσο
λιγότερο θα αξίζουν ως δραχμές.
Οι ειδικοί που έχουν μελετήσει την ενδεχόμενη διαδικασία εξόδου, παρότι διαφωνούν σε πολλά, συμφωνούν ότι είναι νομικά αδύνατη η μονομερής αποχώρηση της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα, χωρίς ταυτόχρονη αποχώρηση από την Ε.Ε. Συμφωνούν επίσης ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, το συντριπτικό μέρος του δημόσιου χρέους θα παρέμενε σε ευρώ, ακόμα και μετά την έξοδο.
Μία χαοτική έξοδος, φυσικά, δεν παύει να είναι πιθανή, αν οι διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους πιστωτές της καταλήξουν σε αδιέξοδο. Χωρίς συμφωνία, αυξάνονται κατακόρυφα οι πιθανότητες επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων. Αν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι επιβληθούν σε συνθήκες ρήξης στις σχέσεις Φρανκφούρτης – Αθήνας (π.χ. ύστερα από πιστωτικό γεγονός), άρα χωρίς να επανενεργοποιηθεί το ELA μετά την επιβολή τους, θα είναι σφοδρότατοι. Σε αυτό το πλαίσιο, είτε θα υπάρξει ταχέως μία συνθηκολόγηση από την ελληνική πλευρά ώστε να ανοίξει εκ νέου η στρόφιγγα από την Τράπεζα της Ελλάδος (με την έγκριση της Φρανκφούρτης), είτε, για να μην πεθάνει από ασφυξία η οικονομία, θα υιοθετηθεί ένα νέο νόμισμα.
Οπως έγραφε το 2011 ο Τσαρλς Πρόκτορ, Βρετανός νομικός που ειδικεύεται σε αυτά τα θέματα: «Πληττόμενη από την κρίση και το φάσμα της χρεοκοπίας, είναι πιθανό μία ελληνική αποχώρηση να είναι ραγδαία και μη συντεταγμένη, με τις Συνθήκες εν πολλοίς να αγνοούνται» («The Greek Crisis and the euro – A tipping point? »).
Το αγγλικό Δίκαιο
Ωστόσο, παρότι ενδεχομένως αρχικά αγνοηθεί η νομική πτυχή του ζητήματος, μία τέτοια μη συναινετική έξοδος από το ευρώ θα είχε βαρύτατες συνέπειες για την Ελλάδα, δυσχεραίνοντας τη διαπραγματευτική της θέση στις σύνθετες διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν για τους όρους παραμονής της στην Ε.Ε. Επιπλέον, σίγουρα δεν θα βοηθούσε στο κρίσιμο μέτωπο της μετατροπής του δημόσιου χρέους της στη «νέα δραχμή».
Ούτως ή άλλως, όπως σημειώνει ο Πρόκτορ, «όσον αφορά το αγγλικό Δίκαιο, ένα συμβόλαιο θα καταργούνταν σε περίπτωση διάσπασης της Ευρωζώνης μόνο αν το γεγονός αυτό είχε αποτέλεσμα να αλλάξει ριζικά τη φύση του συμβολαίου και τις υποκείμενες υποχρεώσεις». Κάτι τέτοιο «γενικά δεν θα ισχύει, καθώς οι υποχρεώσεις πληρωμής παραμένουν ακέραιες ανεξαρτήτως του νομίσματος στο οποίο θα καταβληθούν». Επιπλέον, σύμφωνα με τον Πρόκτορ, στο πλαίσιο του αγγλικού Δικαίου, θα πρέπει η πληρωμή να γίνει σε ευρώ (δεν θα μπορεί να γίνει σε δραχμές στην ισοτιμία που θα ορίσει η ελληνική νομοθεσία). Υπενθυμίζεται ότι πάνω από το 80% του ελληνικού δημόσιου χρέους υπάγεται σήμερα σε αγγλικό Δίκαιο.
Τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που υπάγονται στο ελληνικό Δίκαιο, όπως αυτά που κατέχει η ΕΚΤ, θεωρητικά η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να τα δραχμοποιήσει. Ωστόσο, με δεδομένο ότι το Lex Monetae (το κυρίαρχο Δίκαιο) για τα ομόλογα αυτά ήταν το ευρωπαϊκό, μπορεί κάλλιστα αυτή η επιλογή να προσβληθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή σε διαιτητικά δικαστήρια (πολλά εξαρτώνται από τις ρήτρες δικαιοδοσίας στα συμβόλαια). Αντίστοιχες δυνατότητες νομικής αντίστασης σε οποιαδήποτε προσπάθεια δραχμοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων θα έχουν και ιδιώτες κάτοχοι ελληνικού χρέους.
Τι λένε οι συνθήκες
Μέχρι το 2007, όταν επικυρώθηκε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν υπήρχε καν πρόβλεψη για έξοδο χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το άρθρο 50 της εν λόγω Συνθήκης (για την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως είναι η επίσημη ονομασία της) έθεσε τέλος στη μακρά συζήτηση για το αν η ανυπαρξία σχετικής διάταξης υπονοούσε το δικαίωμα αποχώρησης, ορίζοντας ότι «κάθε κράτος – μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ενωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες». Αντίστοιχη πρόβλεψη για έξοδο από την Ευρωζώνη δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει καμία διάταξη που να επιτρέπει στα υπόλοιπα κράτη – μέλη ή στα όργανα της Ε.Ε. να διώξουν την Ελλάδα από το ευρώ.
Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1 (γ) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), η νομισματική πολιτική ανήκει στην «αποκλειστική αρμοδιότητα» της Ενωσης. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε μονομερής απόφαση της χώρας μας για επιστροφή στη δραχμή θα αποτελούσε παραβίαση των υποχρεώσεών της, όπως απορρέουν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Σημειώνεται δε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από τα κράτη – μέλη προς την Ενωση είναι μόνιμη, όχι προσωρινή (το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, ωστόσο, έχει αντίθετη άποψη).
Τα ζητήματα αυτά πραγματεύεται σε υπό δημοσίευση εργασία του, προσχέδιο της οποίας εξέτασε η «Κ», ο Χέλμουτ Σίκμαν, διευθυντής του Ινστιτούτου Νομισματικής και Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (IMFS) του Πανεπιστημίου Goethe στη Φρανκφούρτη. Μιλώντας στην «Κ», ο Σίκμαν εξηγεί ότι «η ΟΝΕ είναι αναπόσπαστο μέρος της Ενωσης, όχι μία νομικά ξεχωριστή οντότητα. Επιπλέον, ως χαλαρό ομοσπονδιακό κράτος, όπως θεωρείται από τους περισσότερους η Ε.Ε., είναι εκτός της εμβέλειας εφαρμογής της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, την οποία ορισμένοι επικαλούνται ως διέξοδο για αποχώρηση ενός κράτους – μέλους αποκλειστικά από την Ευρωζώνη. Οπως η Βαυαρία δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί τη Σύμβαση τη Βιέννης για να αποσχιστεί από τη Γερμανία, έτσι και η Ελλάδα δεν μπορεί να την επικαλεστεί για να φύγει από την Ευρωζώνη».
Για το θέμα του παράλληλου νομίσματος, τονίζει ότι βάσει του άρθρου 128 της ΣΛΕΕ («Τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που αποτελούν νόμιμο χρήμα μέσα στην Ενωση») απαγορεύεται η υιοθέτησή του ως νόμιμο χρήμα από κράτος – μέλος της Ευρωζώνης.
λιγότερο θα αξίζουν ως δραχμές.
Οι ειδικοί που έχουν μελετήσει την ενδεχόμενη διαδικασία εξόδου, παρότι διαφωνούν σε πολλά, συμφωνούν ότι είναι νομικά αδύνατη η μονομερής αποχώρηση της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα, χωρίς ταυτόχρονη αποχώρηση από την Ε.Ε. Συμφωνούν επίσης ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, το συντριπτικό μέρος του δημόσιου χρέους θα παρέμενε σε ευρώ, ακόμα και μετά την έξοδο.
Μία χαοτική έξοδος, φυσικά, δεν παύει να είναι πιθανή, αν οι διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους πιστωτές της καταλήξουν σε αδιέξοδο. Χωρίς συμφωνία, αυξάνονται κατακόρυφα οι πιθανότητες επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων. Αν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι επιβληθούν σε συνθήκες ρήξης στις σχέσεις Φρανκφούρτης – Αθήνας (π.χ. ύστερα από πιστωτικό γεγονός), άρα χωρίς να επανενεργοποιηθεί το ELA μετά την επιβολή τους, θα είναι σφοδρότατοι. Σε αυτό το πλαίσιο, είτε θα υπάρξει ταχέως μία συνθηκολόγηση από την ελληνική πλευρά ώστε να ανοίξει εκ νέου η στρόφιγγα από την Τράπεζα της Ελλάδος (με την έγκριση της Φρανκφούρτης), είτε, για να μην πεθάνει από ασφυξία η οικονομία, θα υιοθετηθεί ένα νέο νόμισμα.
Οπως έγραφε το 2011 ο Τσαρλς Πρόκτορ, Βρετανός νομικός που ειδικεύεται σε αυτά τα θέματα: «Πληττόμενη από την κρίση και το φάσμα της χρεοκοπίας, είναι πιθανό μία ελληνική αποχώρηση να είναι ραγδαία και μη συντεταγμένη, με τις Συνθήκες εν πολλοίς να αγνοούνται» («The Greek Crisis and the euro – A tipping point? »).
Το αγγλικό Δίκαιο
Ωστόσο, παρότι ενδεχομένως αρχικά αγνοηθεί η νομική πτυχή του ζητήματος, μία τέτοια μη συναινετική έξοδος από το ευρώ θα είχε βαρύτατες συνέπειες για την Ελλάδα, δυσχεραίνοντας τη διαπραγματευτική της θέση στις σύνθετες διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν για τους όρους παραμονής της στην Ε.Ε. Επιπλέον, σίγουρα δεν θα βοηθούσε στο κρίσιμο μέτωπο της μετατροπής του δημόσιου χρέους της στη «νέα δραχμή».
Ούτως ή άλλως, όπως σημειώνει ο Πρόκτορ, «όσον αφορά το αγγλικό Δίκαιο, ένα συμβόλαιο θα καταργούνταν σε περίπτωση διάσπασης της Ευρωζώνης μόνο αν το γεγονός αυτό είχε αποτέλεσμα να αλλάξει ριζικά τη φύση του συμβολαίου και τις υποκείμενες υποχρεώσεις». Κάτι τέτοιο «γενικά δεν θα ισχύει, καθώς οι υποχρεώσεις πληρωμής παραμένουν ακέραιες ανεξαρτήτως του νομίσματος στο οποίο θα καταβληθούν». Επιπλέον, σύμφωνα με τον Πρόκτορ, στο πλαίσιο του αγγλικού Δικαίου, θα πρέπει η πληρωμή να γίνει σε ευρώ (δεν θα μπορεί να γίνει σε δραχμές στην ισοτιμία που θα ορίσει η ελληνική νομοθεσία). Υπενθυμίζεται ότι πάνω από το 80% του ελληνικού δημόσιου χρέους υπάγεται σήμερα σε αγγλικό Δίκαιο.
Τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που υπάγονται στο ελληνικό Δίκαιο, όπως αυτά που κατέχει η ΕΚΤ, θεωρητικά η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να τα δραχμοποιήσει. Ωστόσο, με δεδομένο ότι το Lex Monetae (το κυρίαρχο Δίκαιο) για τα ομόλογα αυτά ήταν το ευρωπαϊκό, μπορεί κάλλιστα αυτή η επιλογή να προσβληθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή σε διαιτητικά δικαστήρια (πολλά εξαρτώνται από τις ρήτρες δικαιοδοσίας στα συμβόλαια). Αντίστοιχες δυνατότητες νομικής αντίστασης σε οποιαδήποτε προσπάθεια δραχμοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων θα έχουν και ιδιώτες κάτοχοι ελληνικού χρέους.
Τι λένε οι συνθήκες
Μέχρι το 2007, όταν επικυρώθηκε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν υπήρχε καν πρόβλεψη για έξοδο χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το άρθρο 50 της εν λόγω Συνθήκης (για την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως είναι η επίσημη ονομασία της) έθεσε τέλος στη μακρά συζήτηση για το αν η ανυπαρξία σχετικής διάταξης υπονοούσε το δικαίωμα αποχώρησης, ορίζοντας ότι «κάθε κράτος – μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ενωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες». Αντίστοιχη πρόβλεψη για έξοδο από την Ευρωζώνη δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει καμία διάταξη που να επιτρέπει στα υπόλοιπα κράτη – μέλη ή στα όργανα της Ε.Ε. να διώξουν την Ελλάδα από το ευρώ.
Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1 (γ) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), η νομισματική πολιτική ανήκει στην «αποκλειστική αρμοδιότητα» της Ενωσης. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε μονομερής απόφαση της χώρας μας για επιστροφή στη δραχμή θα αποτελούσε παραβίαση των υποχρεώσεών της, όπως απορρέουν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Σημειώνεται δε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από τα κράτη – μέλη προς την Ενωση είναι μόνιμη, όχι προσωρινή (το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, ωστόσο, έχει αντίθετη άποψη).
Τα ζητήματα αυτά πραγματεύεται σε υπό δημοσίευση εργασία του, προσχέδιο της οποίας εξέτασε η «Κ», ο Χέλμουτ Σίκμαν, διευθυντής του Ινστιτούτου Νομισματικής και Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (IMFS) του Πανεπιστημίου Goethe στη Φρανκφούρτη. Μιλώντας στην «Κ», ο Σίκμαν εξηγεί ότι «η ΟΝΕ είναι αναπόσπαστο μέρος της Ενωσης, όχι μία νομικά ξεχωριστή οντότητα. Επιπλέον, ως χαλαρό ομοσπονδιακό κράτος, όπως θεωρείται από τους περισσότερους η Ε.Ε., είναι εκτός της εμβέλειας εφαρμογής της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, την οποία ορισμένοι επικαλούνται ως διέξοδο για αποχώρηση ενός κράτους – μέλους αποκλειστικά από την Ευρωζώνη. Οπως η Βαυαρία δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί τη Σύμβαση τη Βιέννης για να αποσχιστεί από τη Γερμανία, έτσι και η Ελλάδα δεν μπορεί να την επικαλεστεί για να φύγει από την Ευρωζώνη».
Για το θέμα του παράλληλου νομίσματος, τονίζει ότι βάσει του άρθρου 128 της ΣΛΕΕ («Τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που αποτελούν νόμιμο χρήμα μέσα στην Ενωση») απαγορεύεται η υιοθέτησή του ως νόμιμο χρήμα από κράτος – μέλος της Ευρωζώνης.
Παράθυρο στην άβυσσο η τροποποίηση;
Αρκετοί νομικοί -αλλά και η νομολογία της ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης- διαψεύδουν τον ισχυρισμό του καθηγητή Σίκμαν ότι η Σύμβαση της Βιέννης δεν έχει εφαρμογή επί του κοινοτικού Δικαίου. Ωστόσο, είναι κοινή πεποίθηση ότι ο πιο ασφαλής τρόπος εξόδου από την Ευρωζώνη χωρίς αποχώρηση από την Ε.Ε. είναι μέσω τροποποίησης των Συνθηκών, που απαιτεί συνεννόηση και συναίνεση.
Ο καθηγητής Νομικής της Οξφόρδης Παύλος Ελευθεριάδης ανέφερε στην «Κ» ένα πιθανό νομικό παράθυρο για να γίνει αναθεώρηση των Συνθηκών παρακάμπτοντας την κοπιώδη συμβατική μέθοδο. Το παράθυρο βρίσκεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 48 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΣΕΕ), που τιτλοφορείται «απλοποιημένες διαδικασίες αναθεώρησης».
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ένα κράτος – μέλος «δύναται να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχέδια για την ολική ή μερική αναθεώρηση των διατάξεων του τρίτου μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σχετικά με τις εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει τις σχετικές διατάξεις, αρκεί να υπάρχει ομοφωνία στις τάξεις του, να έχει προηγηθεί διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και -σε περίπτωση τροποποιήσεων θεσμικής φύσεως στον νομισματικό τομέα- την ΕΚΤ. Επιπλέον, «η απόφαση αυτή τίθεται σε ισχύ μόνο μετά την έγκρισή της από τα κράτη – μέλη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες τους» και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διευρύνει τις αρμοδιότητες της Eνωσης.
Η συγκεκριμένη διάταξη χρησιμοποιήθηκε για την τροποποίηση του άρθρου 136 της ΣΛΕΕ και την προσθήκη της παραγράφου 3, με την οποία θεσπίστηκε ο ESM. Υπήρξαν προσφυγές κατά της απόφασης αυτής, μεταξύ άλλων στο Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά όλες απορρίφθηκαν.
Ωστόσο, όπως σημείωσε στην «Κ» ο Τάκης Τριδήμας, καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο King’s College του Λονδίνου, η δυνατότητα αναθεώρησης μέσω του άρθρου 48 παρ. 6 προσκρούει στο γεγονός ότι αφορά θέματα νομισματικής πολιτικής. Η «αποκλειστική» αρμοδιότητα της Ε.Ε. σε τέτοια θέματα (άρθρο 3, ΣΛΕΕ) ανήκει στο πρώτο μέρος της Συνθήκης, όχι το τρίτο, που είναι το μόνο του οποίου οι διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν με τις διαδικασίες του άρθρου 48 παρ. 6.
Το δεύτερο κρίσιμο πρόβλημα είναι ότι οι «απλοποιημένες διαδικασίες αναθεώρησης» μπορεί να είναι απλούστερες από τις συμβατικές, αλλά εξακολουθούν να είναι χρονοβόρες. Οπως δε σημειώνει ο Ερίκ Ντορ («Leaving the Eurozone: A User’s Guide»), είναι πιθανό τα υπόλοιπα κράτη – μέλη, η συναίνεση όλων εκ των οποίων είναι απαραίτητη για την αναθεώρηση, να είναι εξαιρετικά αρνητικά διακείμενα απέναντι στην Ελλάδα, και διόλου πρόθυμα να τη διευκολύνουν να αποχωρήσει.
Επιπλέον η ΕΚΤ, η οποία κι αυτή θα πρέπει να δώσει την έγκρισή της, θα είναι κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένη με την ιδέα της εξόδου, που θα μετατρέψει τις ανισορροπίες του συστήματος πληρωμών TARGET-2 -η Ελλάδα είχε στα τέλη Ιανουαρίου υποχρεώσεις 76 δισ. ευρώ- σε χρέη της χώρας, κυρίως προς την Bundesbank.
Ο καθηγητής Νομικής της Οξφόρδης Παύλος Ελευθεριάδης ανέφερε στην «Κ» ένα πιθανό νομικό παράθυρο για να γίνει αναθεώρηση των Συνθηκών παρακάμπτοντας την κοπιώδη συμβατική μέθοδο. Το παράθυρο βρίσκεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 48 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΣΕΕ), που τιτλοφορείται «απλοποιημένες διαδικασίες αναθεώρησης».
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ένα κράτος – μέλος «δύναται να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχέδια για την ολική ή μερική αναθεώρηση των διατάξεων του τρίτου μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σχετικά με τις εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει τις σχετικές διατάξεις, αρκεί να υπάρχει ομοφωνία στις τάξεις του, να έχει προηγηθεί διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και -σε περίπτωση τροποποιήσεων θεσμικής φύσεως στον νομισματικό τομέα- την ΕΚΤ. Επιπλέον, «η απόφαση αυτή τίθεται σε ισχύ μόνο μετά την έγκρισή της από τα κράτη – μέλη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες τους» και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διευρύνει τις αρμοδιότητες της Eνωσης.
Η συγκεκριμένη διάταξη χρησιμοποιήθηκε για την τροποποίηση του άρθρου 136 της ΣΛΕΕ και την προσθήκη της παραγράφου 3, με την οποία θεσπίστηκε ο ESM. Υπήρξαν προσφυγές κατά της απόφασης αυτής, μεταξύ άλλων στο Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά όλες απορρίφθηκαν.
Ωστόσο, όπως σημείωσε στην «Κ» ο Τάκης Τριδήμας, καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο King’s College του Λονδίνου, η δυνατότητα αναθεώρησης μέσω του άρθρου 48 παρ. 6 προσκρούει στο γεγονός ότι αφορά θέματα νομισματικής πολιτικής. Η «αποκλειστική» αρμοδιότητα της Ε.Ε. σε τέτοια θέματα (άρθρο 3, ΣΛΕΕ) ανήκει στο πρώτο μέρος της Συνθήκης, όχι το τρίτο, που είναι το μόνο του οποίου οι διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν με τις διαδικασίες του άρθρου 48 παρ. 6.
Το δεύτερο κρίσιμο πρόβλημα είναι ότι οι «απλοποιημένες διαδικασίες αναθεώρησης» μπορεί να είναι απλούστερες από τις συμβατικές, αλλά εξακολουθούν να είναι χρονοβόρες. Οπως δε σημειώνει ο Ερίκ Ντορ («Leaving the Eurozone: A User’s Guide»), είναι πιθανό τα υπόλοιπα κράτη – μέλη, η συναίνεση όλων εκ των οποίων είναι απαραίτητη για την αναθεώρηση, να είναι εξαιρετικά αρνητικά διακείμενα απέναντι στην Ελλάδα, και διόλου πρόθυμα να τη διευκολύνουν να αποχωρήσει.
Επιπλέον η ΕΚΤ, η οποία κι αυτή θα πρέπει να δώσει την έγκρισή της, θα είναι κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένη με την ιδέα της εξόδου, που θα μετατρέψει τις ανισορροπίες του συστήματος πληρωμών TARGET-2 -η Ελλάδα είχε στα τέλη Ιανουαρίου υποχρεώσεις 76 δισ. ευρώ- σε χρέη της χώρας, κυρίως προς την Bundesbank.
Έντυπη
Σούλτς: Η έξοδος από την Ευρωζώνη σημαίνει έξοδος από την ΕΕ
Με δήλωση του στον Guardian o Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είπε ότι η Ελλάδα μπορεί να καταλήξει και εκτός της ΕΕ.
Μιλώντας στον δημοσιογράφο της εφημερίδας Ίαν Τράινορ, ο Σουλτς Schulz ανέφερε ότι «Θεωρώ ότι μια έξοδος από το ευρώ σημαίνει επίσης έξοδος και από την ΕΕ», προσθέτοντας ωστόσο ότι δεν υπάρχει νομική οδός για μια έξοδο από το ευρώ.
«Νομικά δεν είναι ξεκάθαρο», είπε.
Μιλώντας στον δημοσιογράφο της εφημερίδας Ίαν Τράινορ, ο Σουλτς Schulz ανέφερε ότι «Θεωρώ ότι μια έξοδος από το ευρώ σημαίνει επίσης έξοδος και από την ΕΕ», προσθέτοντας ωστόσο ότι δεν υπάρχει νομική οδός για μια έξοδο από το ευρώ.
«Νομικά δεν είναι ξεκάθαρο», είπε.