Γράφουν ο Καδήρ Αϊκούτ και ο Πασχάλης Καλιτσής
Εισαγωγή
Τα ανθρώπινα δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί και κατοχυρωθεί μέχρι σήμερα, είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιων κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών αγώνων εναντίον της κρατούσας εξουσίας, η οποία επέβαλε με την δύναμή της τον καταναγκασμό και την αυθαιρεσία, καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου και ανθρώπινης αξίας.
Το κατηγορητικό σύστημα διεξαγωγής των ποινικών δικών του 16ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από δύο βασικά μειονεκτήματα: τα παράλογα αποδεικτικά μέσα του καθαρτήριου όρκου και της μονομαχίας και τις δυσβάσταχτες κυρώσεις όσων αποτύγχαναν ν’ αποδείξουν την ενοχή του προσώπου, σε βάρος του οποίου κίνησαν ποινική διαδικασία. Με προφανές αποτέλεσμα, άτομα κατώτερων κοινωνικών τάξεων ν’ αποφεύγουν να καταγγείλουν τις παράνομες πράξεις των ισχυρών. Για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου, ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ καθιερώνει το εξεταστικό σύστημα, με κυριότερες καινοτομίες την αυτεπάγγελτη δίωξη των εγκλημάτων και την αντικατάσταση των αποδεικτικών μέσων της θεοδικίας με νομικούς κανόνες απόδειξης.
Το 1532 θεσπίζεται ηConstitutioCriminalisCarolina, ο πρώτος γερμανικός ποινικός κώδικας, ο οποίος επηρεασμένος από την ιταλική θεωρία εισάγει και το τεκμήριο αθωότητας, με εξαιρετικά περιορισμένη όμως δύναμη, καθώς η τέλεση εγκλήματος αποδεικνύεται με την ομολογία, για την απόσπαση της οποίας επιτρέπεται η χρήση βασανιστηρίων. Μέχρι πριν τη Γαλλική Επανάσταση, η εξέλιξη του εξεταστικού συστήματος συνοδεύεται από παράλληλη εξέλιξη των βασανιστηρίων και καθιέρωση της ποινής υπόνοιας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα του τεκμηρίου αθωότητας, αφού σε περίπτωση αμφιβολιών για την τέλεση εγκλήματος οδηγεί στην επιβολή ποινής
1.
Ο Brunnemann δημοσίευσε το 1648 ένα βιβλίο προορισμένο για δικαστές με οδηγίες για την επίλυση δυσκολιών αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού, οι οποίες προκλήθηκαν από το απόλυτο σύστημα των αποδεικτικών κανόνων. Σ’ εκείνον αποδίδεται η εισαγωγή της absolutiaabinstantia
2. Κάθε φορά που δεν αποδεικνυόταν πλήρως η αθωότητα του κατηγορουμένου, απαλλασσόταν προσωρινώς από την κατηγορία με την επιφύλαξη νέας δίωξης βάσει νέων ενδείξεων ενοχής. Ο Ν. Ανδρουλάκης χαρακτήρισε αυτή την προσωρινή απαλλαγή «Δαμόκλειο σπάθη», που κρέμεται στο κεφάλι του κατηγορουμένου.
Σχολιάζοντας την «Carolina» oLudovici παραθέτει στις παρατηρήσεις τους, ότι σε περιπτώσεις αμφιβολίας όπου μαζί με την κατηγορία διαπιστώνεται ένα υπέρ του καλού τεκμήριο, βάσει της καλής φήμης του κατηγορουμένου, πρέπει να υπάρχει «μια τάση μάλλον προς απαλλαγή παρά προς καταδίκη». Αργότερα το 1735 μελετάει την προέλευση του τεκμηρίου αθωότητας από το φυσικό δίκαιο.
Στη Γαλλία, η Ordonnance criminelle του 1670 έκανε φανερή την ακμή του εξεταστικού συστήματος με την άρση προστατευτικών μορφών, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της ποινικής δίωξης, μέσω άμεσης έκδοσης αποφάσεων εκφοβισμού. Η πνευματική προσφορά της εποχής του Διαφωτισμού με αφορμή την ποινική δικαιοσύνη, ανάγεται σε τέσσερα σημεία ή τάσεις που χαρακτήρισαν τον αιώνα μεταξύ 1748 – 1848: εκλαΐκευση, ορθολογική οργάνωση,ανθρωπισμός και φιλελευθερισμός.
Ο Beccavia, δίχως να τον κατονομάζει, δίνει έναν ορισμό για το τεκμήριο αθωότητας. Πιστεύει ότι κανείς δεν πρέπει ρητά να αποκαλείται ένοχος, πριν της αποφάσεως του δικαστή.
Σε ένα σχέδιο ποινικής δικονομίας, ο Marat εναντιώνεται στα βασανιστήρια και στον εξαναγκασμό σε ομολογία.
Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο 16ος, προσπάθησε με μια ενέργειά του να εκτονώσει τη λαϊκή αντίδραση, τις παραμονές της επανάστασης. Την 1η Μαΐου 1788 εξέδωσε μια βασιλική διακήρυξη, με την οποία καταργούνταν το τελευταίο στάδιο της ανάκρισης, διότι θα θεωρούνταν πως θα προσέβαλλε το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο αναγνωρίζει η διακήρυξη ως «την πρώτη» απ’ όλες τις αρχές στο ποινικό δίκαιο. Καθιερώθηκε για πρώτη φορά μετά τη Γαλλική Επανάσταση στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 στο άρθρο 9.
Στην Ελλάδα, στην Ποινική Δικονομία του 1834, η αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού εναπόκειτο στην ελεύθερη κρίση του δικαστή. Μια προοδευτική ρύθμιση της προφυλάκισης εμπεριείχε το σχέδιο του Συντάγματος του Ρήγα Βελεστινλή. Το Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος, που ψήφισε το Μάιο του 1827 η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα, όριζε στο άρθρο 15 ένα τεκμήριο μη ενοχής: «Έκαστος προ της καταδίκης του δεν λογίζεται ένοχος».
Το λεγόμενο «ηγεμονικό» ή «βασιλικό» Σύνταγμα του Ναυπλίου της 15ης Μαρτίου 1832, έργο της Ε’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους, προέβλεπε στο άρθρο 42 ότι: «προ της κρίσεως και της καταδίκης κανείς δε νομίζεται ένοχος, ούτε τιμωρείται». Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, το τεκμήριο της αθωότητας συγκέντρωσε το ενδιαφέρον σε διεθνές επίπεδο, εισήχθη στα Συντάγματα και αποτελούσε διάταξη σε Διεθνή Σύμφωνα και Περιφερειακές Συμβάσεις. Σήμερα κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Όλο και συχνότερα το αίτημα για δίκαιη δίκη λαμβάνει πλέον πανανθρώπινη διάσταση και αποτελεί θεμέλιο κάθε σύγχρονης ευνομούμενης πολιτείας. Η αρχή της δίκαιης δίκης περιλαμβάνει και το τεκμήριο της αθωότητας. Το τεκμήριο αθωότητας διακηρύχθηκε πρώτη φορά στη γαλλική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789 (άρ.9), κατά την οποία «καθένας τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κηρυχθεί ένοχος». Αποτελεί εγγύηση της σωστής απονομής της δικαιοσύνης και γι’ αυτό το λόγο κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ. Σήμερα, μόνο σε φιλελεύθερα δημοκρατικά πολιτεύματα τυγχάνει σωστής λειτουργίας. Αρκετά από τα ατομικά και κοινωνικά μας δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα – τεκμήριο της αθωότητας των κατηγορουμένων, περιλαμβάνονται σήμερα στα Συντάγματα των κρατών, σε επιμέρους ειδικούς νόμους και σε διεθνείς συμβάσεις που υπογράφουν τα κράτη και από τις οποίες δεσμεύονται
3.
Η κοινωνία ως σύνολο πρέπει να διατηρήσει την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία της, ώστε το δικαστήριο ν’ ασκήσει τα καθήκοντά του σε περιβάλλον, το οποίο θα σέβεται τη δικαστική λειτουργία και θα κατανοεί το βάρος και τη δυσκολία του έργου των δικαστικών λειτουργών, καθώς και όλων των παραγόντων της δίκης. Η αναγκαία ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία, αντικατοπτρίζεται στην ποιότητα του δημόσιου λόγου και της δημόσιας εικόνας, που θα αποτελέσουν το περιβάλλον της δίκης. Η διαμόρφωση μιας παράλληλης εικονικής δίκης μέσω ραδιοφώνου και τηλεόρασης, ως και η συγκρότηση δημόσιου χώρου εντυπώσεων, ανευθυνότητας, εμπορευματοποίησης και λαϊκού θεάτρου, θα μεταβάλλει το κοινό σε ανεύθυνο και καθοδηγούμενο πλήθος ενόρκων. Το αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου, θα είναι η καταρράκωση της αξιοπιστίας της απονομής της δικαιοσύνης.
Αναλογιστήκατε ποτέ, πώς θα ήταν αν σας συλλάμβαναν οι αρχές για κάτι που δεν κάνατε, σας προφυλάκιζαν κι έπειτα από μερικούς μήνες αποδεικνυόταν ότι πράγματι δεν είχατε καμία σχέση με την υπόθεση; Το σενάριο ακούγεται ακραίο, αλλά ποιος είπε ότι τα ακραία σενάρια δεν συμβαίνουν καθημερινά;
Μέρος Α΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Βασικά δικαιώματα κατηγορουμένων και σύνδεση αυτών με τεκμήριο αθωότητας
i. Το τεκμήριο αθωότητας
Σε κάθε ποινική δίκη αντικείμενο απόδειξης αποτελεί η ενοχή του κατηγορουμένου, ο οποίος είναι αθώος λόγω του τεκμηρίου αθωότητας μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του. Η αδυναμία του κατηγορουμένου ν’ αποδείξει την αθωότητά του, σε καμία περίπτωση δε δίνει το δικαίωμα στο δικαστήριο να τον καταδικάσει και δε σημαίνει ότι είναι ένοχος για κάποιο έγκλημα. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα της σιωπής και δεν είναι υποχρεωμένος να αυτοενοχοποιείται. Ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση αλήθειας, έχει δικαίωμα ψεύδους και δικαίωμα να αρνηθεί τις κατηγορίες. Εφόσον θέλει, έχει επίσης το δικαίωμα να αποδυναμώσει τις εις βάρος του κατηγορίες. Αυτός που τον κατηγορεί πρέπει να δείξει την ενοχή του, αλλιώς τεκμαίρεται ότι είναι αθώος. Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί κανόνα, που αφορά το περιεχόμενο και όχι το βάρος απόδειξης, ορίζει δηλαδή τι θα αποδειχθεί και όχι ποιος θα το αποδείξει
4.
Αν δεν αποδειχθεί νόμιμα η ενοχή του κατηγορουμένου, δεν επιτρέπεται η τιμωρία του, έστω κι αν ακόμα το δικαστήριο έχει υπόνοιες για τον κατηγορούμενο. Η παλιά «ποινή της υπόνοιας» αντίκειται στο τεκμήριο. Και μια μόνο προσωρινή απαλλαγή είναι ασυμβίβαστη με το τεκμήριο της αθωότητας. Το τεκμήριο αθωότητας βασίζεται σε δυϊσμό: αθωότητα ή ενοχή. Απλή απαλλαγή λόγω αμφιβολιών, που αφήνει την υπόνοια της ενοχής να παρακολουθεί τον κατηγορούμενο σ’ όλη του τη ζωή, είναι ασυμβίβαστη με το τεκμήριο της αθωότητας.
Όμως η απόφαση 8/2002 του Αρείου Πάγου αποδέχεται, ότι αν δεν υπάρχει πρόκριση ενοχής επί της ουσίας της κατηγορίας, δεν υπάρχει και παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου (άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ).
Με την απόφαση 686/2002 του Ε” Τμήματος (σε Συμβούλιο), παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του ΑΠ η αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, κατά του 139/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 484 παρ.1 α” ΚΠοινΔ), στην οποία πλημμέλεια υπέπεσε κατά τον αναιρεσείοντα το Συμβούλιο, διατάσσοντας περαιτέρω κύρια ανάκριση, για να απολογηθούν οι κατηγορούμενοι αλλά με αιτιολογία που συνιστά ήδη πρόκριση ενοχής και θίγει έτσι το δικαίωμα της υπερασπίσεώς του. Το βούλευμα έχει εκ του διατακτικού του στην περίπτωση αυτή χαρακτήρα προπαρασκευαστικής μόνον αποφάσεως (άρθρα 138 παρ.1β”, 548 ΚΠοινΔ.), δεσμευτικής για τον ανακριτή μόνον ως προς την ανάγκη διενέργειας της διατασσόμενης ανακριτικής πράξεως, χωρίς να παρεμποδίζεται έτσι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προτείνει νέα αποδεικτικά μέσα ή να υποβάλλει αιτήματα ή να ασκήσει τα όποια άλλα υπερασπιστικά δικαιώματα έχει στο στάδιο αυτό εκ του νόμου. Εξ ουδεμιάς όμως διατάξεως του ΚΠοινΔ προκύπτει στην περίπτωση αυτή, ανεξαρτήτως των όποιων τυχόν πλεοναστικών φράσεων το βούλευμα διέλαβε, πρόκριση ενοχής επί της ουσίας της κατηγορίας.
Συνεπώς, τέτοια τυχόν εκτίμηση του δικαστικού συμβουλίου δεν παραβιάζει κάποια συγκεκριμένη διάταξη του ΚΠοινΔ, που αφορά την υπεράσπιση ούτε πλήττεται έτσι το κατοχυρωμένο με το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται άμεση ή έμμεση πρόκριση ενοχής χωρίς και την απολογία του, εφόσον έχει οριστικό και δεσμευτικό χαρακτήρα. Επομένως δε θίγεται στην περίπτωση αυτή ο πυρήνας του δικαιώματος υπερασπίσεως. Απορρίπτει δε, την υπ’ αριθ. 12/22-2-2001 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του βουλεύματος 139/2001 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Ο Άρειος Πάγος (Ολομ.) με την υπ’ αριθμ. 5/2000 απόφασή του απεφάνθη, ότι αν αναιρεθεί η καταδικαστική απόφαση μόνο ως προς την ποινή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή. Το δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, περιορίζεται στην επιβολή νέας ποινής και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει την ενοχή. Εφόσον όμως το δικαστήριο της παραπομπής επιβάλλει, ύστερα από επιμέτρηση, νέα ποινή, η απόφασή του είναι και αυτή «καταδικαστική».
Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Σαλαμπιάκου κατά Γαλλίας (Salabiaku v. France), έκρινε με την απόφασή του, ότι από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, δεν αποκλείεται παρά την αθώωσή του για το ποινικό αδίκημα της παράνομης εισαγωγής ναρκωτικών, να κηρυχθεί «ένοχος» για άλλο αδίκημα, αυτό της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας.
Επιμέρους αρχές της ποινικής δίκης – δικονομίας και του τεκμηρίου της αθωότητας είναι:
α) Κανένας δεν μπορεί να καταδικαστεί ή να κηρυχθεί ένοχος, αν δεν έχει δικασθεί.
β) Καμία ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί εις βάρος κάποιου, εφόσον η ενοχή του δεν έχει απαγγελθεί σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπει ο νόμος και ύστερα από μία νόμιμη διαδικασία.
γ) Η αμφιβολία είναι πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου.
δ) Κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει την αθωότητά του.
Εδώ ως επιμέρους αρχή πρέπει να επισημανθεί και η αρχή της αμφιβολίας υπέρ του κατηγορουμένου, δηλαδή το in dubio pro reo, που χρειάζεται να εφαρμοστεί όχι μόνο κατά την οριστική κρίση για την αντίστοιχη κατηγορία, αλλά και κάθε φορά που στην πορεία της ποινικής διαδικασίας ανακύπτει ζήτημα εκτίμησης της ενοχής του κατηγορουμένου
5.
Π.χ. η ύπαρξη αμφιβολιών σχετικά με τη συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής για την διάταξη της προσωρινής κράτησης ή επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, θα πρέπει να οδηγεί στην απελευθέρωση του κατηγορουμένου χωρίς όρους ή στην έκδοση βουλεύματος, που αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία.
Στις ανωτέρω αρχές χρειάζεται να προσθέσουμε επίσης και την υποχρέωση του νομοθέτη, να προσανατολίζεται κατά τη θέσπιση διάφορων νομοθετικών διατάξεων στην ενδεχόμενη μεταγενέστερη απαλλαγή του κατηγορουμένου.
Αποτελεί πάντως ρητό κανόνα του δικαίου της χώρας μας, αφού κατά το άρθρο 6, παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υπερισχύει των τυπικών νόμων, «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του»
6.
Το άρθρο 278, παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει τα εξής: Τα αρμόδια για τη σύλληψη όργανα, οφείλουν να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια σ” αυτόν που συλλαμβάνουν και να σέβονται την τιμή του. Γι” αυτό δεν πρέπει να μεταχειρίζονται βία, παρά μόνον αν υπάρχει ανάγκη και δεν επιτρέπεται να τον δεσμεύουν, παρά μόνο όταν ο συλλαμβανόμενος αντιστέκεται ή είναι ύποπτος φυγής.
Οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του τεκμηρίου είναι οι παρακάτω: φυσικό ή νομικό πρόσωπο να κατηγορείται για τη διάπραξη εγκλήματος (κατά πάγια άποψη όχι για πειθαρχικό παράπτωμα) και να του έχει αποδοθεί η ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπει το άρθρο 72 ΚΠοινΔ. Με αφετηρία το τελευταίο αυτό σημείο, το τεκμήριο προστατεύει τον κατηγορούμενο μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής και παύει να ισχύει με την περάτωση της αποδεικτικής διαδικασίας, αμέσως δηλαδή πριν την επιμέτρηση της ποινής. Αν η υπόθεση μεταβιβαστεί σε ανώτερο βαθμό δικαιοδοσίας ή στο ακυρωτικό, αλλά κι αν στη συνέχεια επιστρέψει στα κατώτερα δικαστήρια, εξαιτίας της αναγνώρισης από τον ΑΠ ελαττώματος σε προηγούμενη δικαστική κρίση, το τεκμήριο καλύπτει τον κατηγορούμενο σ’ όλες τις επ’ ακροατήριο συζητήσεις, μέχρι η απόφαση για την ενοχή του να γίνει αμετάκλητη. Καθώς όμως ο νομοθέτης αναγνωρίζει εξαιρέσεις από το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, εμμέσως εισάγει κάμψη του τεκμηρίου στις περιπτώσεις αυτές, με συνέπεια συνεχόμενες εναλλαγές τεκμηρίου αθωότητας και τεκμηρίου ενοχής
7.
ii. Τα δικαιώματα των κατηγορουμένων προσώπων, η σχέση τους με το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή της δίκαιης δίκης
Κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο για ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δικαιούται με πλήρη ισότητα:
α) να πληροφορηθεί το συντομότερο δυνατό σε γλώσσα που κατανοεί και λεπτομερώς, τη φύση και τους λόγους της κατηγορίας εναντίον του. Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠοινΔ, η παράλειψη αναφοράς της αξιόποινης πράξης στο κλητήριο θέσπισμα ή στην κλήση, συνεπάγεται ακυρότητα των τελευταίων. Παράλληλα το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠοινΔ ορίζει ότι: “Μπορεί το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα αυτή, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προκληθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου”. Άλλωστε, στο δικαίωμα της πληροφόρησής του σχετικά με κάθε στοιχείο της ποινικής δικογραφίας, η κατά το άρθρο 325 ΚΠοινΔ υποχρεωτική παραμονή των δικογραφιών και πειστηρίων κατά τις εργάσιμες ώρες στα αρμόδια γραφεία, αφότου επιδόθηκε στον κατηγορούμενο το κλητήριο θέσπισμα ή κλήση. Αυτό βέβαια, για να μπορεί ο κατηγορούμενος να μελετά τη δικογραφία, και να προετοιμάζει αναλόγως την υπεράσπισή του. Όσον αφορά την κύρια διαδικασία, δικαιούται να δικαστεί μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε κατ’ αυτού ποινική δίωξη, η οποία προσδιορίζεται στο κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα και που με αυτά την έχει πληροφορηθεί εμπροθέσμως. Η ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171, παρ. 1 στοιχείο β΄ ΚΠοινΔ) και ιδρύει λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1Α΄).
β) να διαθέτει επαρκή χρόνο και ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του και για την επικοινωνία με το δικηγόρο της επιλογής του. Το δικαίωμα αυτό πρώτιστα αναφέρεται στις προθεσμίες που δίδονται στον κατηγορούμενο προκειμένου να ασκήσει κάποια δικαιώματά του, τόσο στην πρωτοβάθμια δίκη όσο και σε ό,τι αφορά την άσκηση και την εκδίκαση ενδίκων μέσων. Έτσι, το άρθρο 166 παρ. 1 ΚΠοινΔ ορίζει ως προθεσμία εμφάνισης του κατηγορουμένου, για όλα τα δικαστήρια σε 15 ημέρες. Η μη τήρηση των προθεσμιών, που αποσκοπούν σ’ ένα minimum χρόνου προετοιμασίας της υπεράσπισης του κατηγορουμένου, συνεπάγεται σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Επίσης, το άρθρο 423 παρ. 1β΄ ΚΠοινΔ υποχρεώνει το δικαστήριο, στην αυτόφωρη διαδικασία, να αναβάλει τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο εντός τριών ημερών, για να ετοιμάσει ο κατηγορούμενος την υπεράσπισή του.
γ) να παρίσταται στη δίκη και να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή με τη βοήθεια συνηγόρου της επιλογής του. Εάν δεν έχει συνήγορο, να ενημερωθεί για το δικαίωμά του αυτό και να διορισθεί συνήγορος αυτεπαγγέλτως, σε κάθε περίπτωση που αυτό απαιτείται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, χωρίς ο κατηγορούμενος να βαρύνεται με την αμοιβή του, εάν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να τον πληρώσει. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3 εδ. γ ΣΔΑ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να συμπαρίσταται με συνήγορο στην ποινική διαδικασία. Το δικαίωμα να υπερασπιστεί ο ίδιος ο κατηγορούμενος τον εαυτό του (χωρίς συνήγορο), μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τον κατηγορούμενο, γιατί η υπεράσπισή του θα καταντήσει πλασματική, εξαιτίας της νομικής άγνοιάς του.
8
Η απόρριψη του αιτήματος εκπροσώπησης από συνήγορο κατά την εκδίκαση της δίκης, παραβιάζει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, με απόρροια την απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1στοιχ.δ’ ΚΠοινΔ, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1α΄. Δίδεται το δικαίωμα δωρεάν παροχής συνηγόρου, όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει την οικονομική ευχέρεια να πληρώσει την αμοιβή του, εφόσον αυτό απαιτείται για το συμφέρον της δικαιοσύνης. Το δικαίωμα αυτό, όπως προαναφέρθηκε κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, ωστόσο ισχύει και ως απόρροια του άρθρου 20 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Άλλωστε, το δικαίωμα αυτό καθιερώνεται κατά την ανάκριση με το άρθρο 100 παρ. 3 ΚΠοινΔ, που υποχρεώνει τον ανακριτή να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, αν το ζητήσει ρητά ο κατηγορούμενος.
Μοναδική κάμψη του δικαιώματος αυτού έχει δεχτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όταν το δικαστήριο έχει σοβαρές υπόνοιες ότι ο συνήγορος υπεράσπισης κάνει κακή χρήση της επαγγελματικής του ιδιότητας, κυρίως προκειμένου να συγκαλύψει εγκληματικές πράξεις ή να αποκρύψει στοιχεία
9.
Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να εμποδίζεται και η γραπτή επικοινωνία με το συνήγορο υπεράσπισης, μέσω του ελέγχου της αλληλογραφίας του κατηγορουμένου, καθώς τότε παραβιάζεται και το απόρρητο της επικοινωνίας (άρθρο 19 Σ)
10.
δ) να εξετάσει ή να ζητήσει την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και να εξασφαλίσει την παρουσία και την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης με τους ίδιους όρους, που ισχύουν για τους μάρτυρες κατηγορίας. Τα στοιχεία της αποδείξεως πρέπει καταρχήν να παρουσιάζονται ενώπιον του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση και ότι αυτός ο τρόπος εξέτασης των μαρτύρων, στέρησε από τον κατηγορούμενο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη μαρτυρία κατηγορίας.
ε) να έχει την ελεύθερη συνδρομή μεταφραστή, εάν δε μιλάει ή δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο ακροατήριο. Πιο συγκεκριμένα το δικαίωμα αυτό έγκειται στην παράσταση ικανού, ειδικευμένου διερμηνέα ή μεταφραστή, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος να γνωρίζει τις κατηγορίες που του απαγγέλλονται και να κατανοεί τη διαδικασία. Το δικαίωμα πρόσβασης σε ικανό διερμηνέα και μεταφραστή των βασικών εγγράφων είναι θεμελιώδες, καθώς ο κατηγορούμενος πρέπει να κατανοεί γιατί κατηγορείται. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται σε διεθνείς πράξεις και ιδίως στο άρθρο 6 παρ. 3 στοιχείο ε’ της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με το τελευταίο, το δικαίωμα για δωρεάν διερμηνεία δε συνεπάγεται υποχρέωση γραπτής μετάφρασης όλων των εγγράφων της διαδικασίας, αλλά πάντως πρέπει να διασφαλιστεί η δυνατότητα του κατηγορουμένου, να λάβει γνώση της εναντίον του κατηγορίας και να αμυνθεί. Γι’ αυτό απαιτείται να επαληθεύεται η καταλληλότητα της παρεχόμενης στην πράξη διερμηνείας.
Επιπροσθέτως ο Έλληνας νομοθέτης σε διατάξεις του ΚΠοινΔ προστατεύει το κάθε δικαίωμα υπεράσπισης χωριστά.
Επιπλέον ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις (άρθρο 357, 366, 367 ΚΠοινΔ) στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες. Μπορεί να υποβάλλει παρατηρήσεις (άρθρο 333 παρ.2) και να ζητήσει κάθε προτεινόμενο αποδεικτικό μέσο, που κατά την άποψή του είναι μέσο υπεράσπισής του.
Όμως κατά τον Άρειο Πάγο (απόφαση 284/1999-Τμήμα Δ’), θα πρέπει να γίνεται επίκληση του αποδεικτικού μέσου, αλλιώς δε λαμβάνεται υπόψη και ιδρύει λόγω αναιρέσεώς του (άρ. 559.11 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το δικαίωμα αποδείξεων και κατά άρθρο 327 παρ.2 ΚΠοινΔ, δικαιούται να κλητεύει μάρτυρες με δικές του δαπάνες. Επίσης έχει και το δικαίωμα διατύπωσης απόψεων, το οποίο εγκαθιδρύει την αντιπαράθεση απόψεων ως σημαντικό τρόπο για την ανακάλυψη της αλήθειας.
Σε κάθε περίπτωση, ο κατηγορούμενος ή συνήγορός του έχουν το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι (άρθρο 333 παρ.3 ΚΠοινΔ) και βάσει του άρθρου 16 παρ.1 ΚΠοινΔ αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα προβολής εξαίρεσης. Συμπληρωματικά του ανωτέρω δικαιώματος εξαιρέσεως δικαστικών προσώπων (αν υπάρχει εμφανώς δυσπιστία ως προς την αμεροληψία τους), ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από δικαστικό λειτουργό με αγωγή κακοδικίας (άρθρο 99 παρ.1.Σύνταγμα).
Βασισμένο στην αρχή της οικονομίας της δίκης, δηλαδή ότι η διεξαγωγή της διαδικασίας πρέπει να γίνεται έτσι ώστε να αποφεύγεται (χωρίς βλάβη της ορθής απονομής δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων των διαδίκων) η σπατάλη χρόνου των δικαστικών ενεργειών (άρθρο 128-131), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο ως αίτημα – δικαίωμα σχετικά σύντομης «εκκαθάρισης» της σε βάρος του ποινικής εκκρεμότητας.
Οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση (άρθρο 371 παρ.1). Η απόφαση και όλα όσα γίνονται στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, καταχωρούνται σε ένα έγγραφο με τίτλο «Πρακτικά και Αποφάσεις», αναφέρει την επωνυμία του δικαστηρίου, τη χρονολογία κλπ και βάσει της διάταξης του άρθρου 141 παρ.2, τόσο ο εισαγγελέας όσο και οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση δηλώσεων που έγιναν στη δίκη και να παραδίδουν προς καταχώρηση γραπτά, δικές τους δηλώσεις που αναπτύχθηκαν προφορικά.
Μετά το τέλος της συζήτησης, οι δικαστές αποσύρονται για την μυστική τους διάσκεψη, στην οποία παρίσταται και ο γραμματέας του δικαστηρίου κι αφού συζητήσουν την υπόθεση, προχωρούν στην ψηφοφορία για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου σε σχέση με την πράξη για την οποία κατηγορείται, όπως αυτή προέκυψε από την κύρια διαδικασία.
Το άρθρο 2 του 7ου Πρωτόκολλου ΕΣΔΑ (ν.1705/1987) και το άρθρο 14 παρ.5 ΔΣΑΠΔ, καθιερώνουν το δικαίωμα όποιου καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα, να επανεξεταστεί η ενοχή αλλά και η ποινή του από ανώτερο δικαστήριο.
Σύμφωνα με την παρ.7 του άρθρου 14 ΔΣΑΠΔ, απαγορεύεται η εκ νέου δίωξη και τιμωρία προσώπου για αδίκημα, για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί η καταδικαστεί αμετάκλητα.
Από το τεκμήριο αθωότητας απορρέει και το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Funke κατά Γαλλίας, αναγνώρισε την ύπαρξη δεσμού ανάμεσα στο δικαίωμα σιωπής του κατηγορούμενου, στο συναφές δικαίωμα της «μη αυτοενοχοποίησής» του και της αρχής της «δίκαιης δίκης» και σημείωσε τη δικονομική απαγόρευση των παραβιάσεών τους ως αποδεικτικών μέσων. Στην συγκεκριμένη υπόθεση, το ΕΔΔΑ δέχτηκε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 και δεν προχώρησε στην εξέταση του άρ. 6 παρ. 2 θεωρώντας την περιττή.
Ο κατηγορούμενος λοιπόν, μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του με παθητική στάση. Όχι μόνο δεν υποχρεούται να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά μπορεί να αρνηθεί να αντικρούσει την κατηγορία και να απαντήσει, χωρίς ταυτόχρονα να συμπεραίνεται ότι ομολογεί την ενοχή του.
Με την υπ’ αριθ. 592/1999 απόφαση του ΑΠ (Τμ. Ε’), κρίθηκε ότι μπορεί να θεμελιωθεί λόγος αναιρέσεως από την παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης σε συνδυασμό με άλλη πλημμέλεια, που υπάγεται στους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους, όπως είναι η απόλυτη ακυρότητα. Η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο για λόγους δημοσίας τάξεως, δε στερεί τον κατηγορούμενο των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων.
Ως κατακλείδα, θα πρέπει να τονιστεί η ιδιάζουσα σημασία που έχει η ψυχολογική επίδραση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, αλλά και η στάση που αυτός θα τηρήσει στην ποινική διαδικασία. Η εν γένει προσωπικότητα του κατηγορουμένου είναι φυσικό, λόγω της δεσπόζουσας θέσης την οποία αυτός κατέχει στην ποινική διαδικασία, να ασκήσει σημαντική ψυχολογική επίδραση όχι μόνο στα δικαστικά πρόσωπα, στην ευρεία και στη στενή τους έννοια, που συμμετέχουν στα στάδια της ποινικής δίκης, αλλά και στις άλλες κατηγορίες διαδικαστικών προσώπων που συμμετέχουν σε αυτή.
Ο δικαστής, επειδή ακριβώς στην ποινική δίκη έχει εφαρμογή η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός όσον αφορά την αξιολόγηση των παραπάνω χαρακτηριστικών, τα οποία παρουσιάζει ο κατηγορούμενος και να μην παρασύρεται από το ψυχολογικό φαινόμενο του ενδοσκοπισμού, να κρίνει δηλαδή τον κατηγορούμενο από τη στάση την οποία θα τηρούσε ο ίδιος, αν βρισκόταν στη θέση του κατηγορουμένου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Νομοθετική κατοχύρωση και νομική φύση του τεκμηρίου αθωότητας
Στην ισχύουσα ελληνική νομοθεσία δεν υπάρχει ρητή κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας. Χρειάζεται κανείς να ανατρέξει στα συντάγματα του 1827 και 1832 (άρ.15 και 42 αντιστοίχως), ώστε να βρει ρητή διάταξη που να το κατοχυρώνει. Στα υπόλοιπα ελληνικά Συντάγματα, συμπεριλαμβανομένου και του ισχύοντος, δεν υπάρχει κάποια διάταξη που να το καθιερώνει. Το γεγονός ότι δεν κατοχυρώνεται ρητά, δε σημαίνει κι ότι απουσιάζει από τη νομική πραγματικότητα της χώρας μας. Από το συνδυασμό αρκετών διατάξεων του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι το τεκμήριο αθωότητας και ισχύει και προστατεύεται. Το νόημα και ο σκοπός των διατάξεων 371§2 εδ. γ (περίπτωση ισοψηφίας), 546§2 (εκτέλεση αποφάσεων), 471 (ανασταλτικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων) και 281-303 (προσωρινή κράτηση) του ΚΠοινΔ, φανερώνουν ότι το τεκμήριο αθωότητας αναγνωρίζεται και προστατεύεται (τουλάχιστον έμμεσα) από τον Έλληνα νομοθέτη
11.
Με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το άρ.6 παρ.2 ΕΣΔΑ, το οποίο ορίζει ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», απέκτησε αυξημένη τυπική ισχύ βάσει του άρθρου 28§2 του Συντάγματος και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής έννομης τάξης, χωρίς μάλιστα να είναι δυνατή η κατάργησή του με νόμο. Σε κοινοτικό επίπεδο, με το άρ.6 παρ.2 της Συνθήκης για την ΕΕ το οποίο ορίζει ότι «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη Δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4-11-1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», καθίσταται σαφές ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μέρος όχι μόνο του εσωτερικού μας δικαίου αλλά και του κοινοτικού, με κοινό μάλιστα τρόπο κατοχύρωσης τους το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, και σε νομολογιακό επίπεδο, το ΔΕΚ αναγνωρίζει το τεκμήριο μέσω της ΕΣΔΑ και των γενικότερων συνταγματικών αρχών των κρατών-μελών, θεωρώντας το αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο.
Στη διάρκεια της συνδιάσκεψης της Νίκαιας το 2000, διακηρύχθηκε από τα όργανα της ΕΕ ο «Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Γεγονός σημαντικό, καθώς αφενός άνοιξε ο δρόμος για την υλοποίηση του σχεδίου του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, αφετέρου κατέστησε πιο σαφή την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης. Ο Χάρτης στο άρθρο 48§1 προβλέπει ότι: «Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του», ενώ η παράγραφος 2 ορίζει ότι «Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο».
Στη συνέχεια, το άρθρο 52 προβλέπει ότι το παρόν δικαίωμα έχει το ίδιο νόημα με το αντίστοιχο του άρθρου 6 §§2 και 3 της ΕΣΔΑ, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο τη στενή σχέση του χάρτη με την ΕΣΔΑ.
Τέλος, το τεκμήριο κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα της ΕΕ του 2004, το οποίο και αποτελεί σημαντικότατο γεγονός για την ΕΕ, παρά την καθυστέρηση που παρατηρείται στην κύρωσή του από τα Κράτη-μέλη. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα στον έκτο τίτλο κατοχυρώνει μια σειρά δικαιωμάτων σχετικών με την απονομή της δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων και το τεκμήριο αθωότητας. Ειδικότερα το άρθρο 108 ορίζει ότι: «1. Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του, σύμφωνα με τον νόμο.2. Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο.». Η επεξήγηση του άρθρου, όπως και στο Χάρτη του 2000, διευκρινίζει ότι το άρθρο έχει την ίδια σημασία και εμβέλεια με το άρθρο 6§§2 και 3 της ΕΣΔΑ, τονίζοντας τη στενή σχέση του Ευρωπαϊκού δικαίου με την ΕΣΔΑ και δίνοντας σαφείς κατευθύνσεις για την ερμηνεία του άρθρου.
Σχετικά με τη φύση του τεκμηρίου της αθωότητας, επικρατεί θεωρητικά κάποια διχογνωμία. Σύμφωνα με μια πρώτη άποψη, το τεκμήριο συνιστά δικαίωμα του κατηγορουμένου. Κατά μια δεύτερη άποψη, αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και συνδέεται με το κράτος δικαίου κι επίσης θεωρείται ότι αποτελεί ένα σημαντικό εχέγγυό του. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι αποτελεί συνέπεια της αρχής της ισότητας και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου
1213.
Εντούτοις, υποστηρίζεται πειστικότερα η άποψη, ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί δικαίωμα του κατηγορουμένου, παρά γενική αρχή του δικαίου. Κατά τη συγκεκριμένη άποψη μάλιστα, το τεκμήριο αθωότητας είναι ένα δικαίωμα με λειτουργία σύνθετη και ειδικότερα, σε αυτό προβάλλεται εντονότερα η αξίωση για θετική ενέργεια από το κράτος. Ορθά υποστηρίζεται λοιπόν, ότι το τεκμήριο αθωότητας εφόσον αποτελεί δικαίωμα, παρουσιάζει σύνθετη προστατευτική λειτουργία και στοιχειοθετεί το λεγόμενο status mixtus
14.
Ισχυρό επιχείρημα υπέρ αυτής της άποψης, αποτελεί και το γεγονός ότι η παραβίασή του ως γενικής αρχής, δε θα έχει καμία συνέπεια. Αντίθετα, η παραβίασή του ως δικαίωμα του κατηγορουμένου, γεννά απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171, παρ. 1 περ. δ’, το οποίο αναφέρει ότι: »Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις που επιβάλλει ο νόμος», θεμελιώνοντας παράλληλα λόγο αναίρεσης.
Ως συμπέρασμα προκύπτει, ότι η θεωρητική συζήτηση αναλώνεται κυρίως στο κατά πόσο το τεκμήριο αποτελεί δικαίωμα ή απόρροια δικαιώματος.
Η σπουδαιότητα όμως του τεκμηρίου, οι συνέπειες της παραβιάσεώς του (απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας βάσει του 171§1 εδ δ΄), η αυξημένη τυπική ισχύς του στην ελληνική έννομη τάξη (μέσω του άρθρου 28§2 του Συντάγματος) καθώς και η θέση του τόσο στην ΕΣΔΑ όσο και στο ΧΘΔΕΕ και το Ευρ. Σύνταγμα (τα άρθρα που το κατοχυρώνουν αποτελούν μέρος του κεφαλαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων) μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει τελικά να το συλλάβουμε ως αυτοτελές δικαίωμα, και μάλιστα αμυντικό, που συμπληρώνει τα λοιπά συνταγματικά δικαιώματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Ισχύς του τεκμηρίου αθωότητας
i. Πού και σε ποιους ισχύει το τεκμήριο
Ερμηνεύοντας γραμματικά τα πρωτότυπα κείμενα, γίνεται φανερό ότι το τεκμήριο αρχικά βρίσκει εφαρμογή στην ποινική δίκη και όχι στη διοικητική ή αστική. (Στα αγγλικά «criminal offence» και στα γαλλικά «infraction»)
15. Για να ισχύσει το τεκμήριο πρέπει να έχουμε μια δίκη σχετική με κάποιο έγκλημα, δηλαδή «πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται σύμφωνα με το νόμο» (άρ.14§1 ΠΚ). Πρέπει συνεπώς η πράξη να επισύρει κάποια ποινή. Κριτήριο δεν αποτελεί ο χαρακτηρισμός της πράξης από την εθνική νομοθεσία αλλά το είδος της απειλούμενης ποινής. Το πρόσωπο (για το οποίο ισχύει το τεκμήριο) μπορεί να είναι φυσικό (αλλοδαπό, ημεδαπό, ανιθαγενής) ή νομικό, εφόσον η αντίστοιχη εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει την ποινική ευθύνη του. Υποστηρίζεται, ότι αρκεί να υπάρχει κατηγορία για πειθαρχικό παράπτωμα, ωστόσο η κρατούσα άποψη θεωρεί, ότι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ βρίσκει εφαρμογή μόνο στο πλαίσιο μιας ποινικής διαδικασίας.
Είναι αυτονόητο βέβαια, ότι το υποκείμενο αυτό φέρει την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Το τεκμήριο δηλαδή αναγνωρίζεται υπέρ του προσώπου, εναντίον του οποίου η αρμόδια για τη δίωξη εγκλημάτων αρχή, αποδίδει την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης. Πότε όμως ένα πρόσωπο θεωρείται κατηγορούμενος δεν προσδιορίζεται από τα κείμενα, αλλά επαφίεται να ρυθμιστεί από τις νομοθεσίες των συμβαλλομένων κρατών. Ο δικονομικός όρος που διαφέρει από χώρα σε χώρα, ορίζεται στο ελληνικό δίκαιο στο άρθρο 72 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο αναφέρει ότι: “την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος, εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη, εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη και εκείνος που αναφέρεται στην μήνυση, στην έγκληση, στην αίτηση ή στην έκθεση για αξιόποινη πράξη”. Συνεπώς, βάσει του άρθρου αυτού, το τεκμήριο αθωότητας και όλα τα δικαιώματα που ορίζει ο νόμος, αναγνωρίζονται υπέρ του προσώπου που κατηγορείται μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης από την εισαγγελική αρχή, κατά τη διάρκεια ανακριτικών πράξεων αλλά και κατά την προκαταρκτική εξέταση. Η αγνόηση αυτής της νομοθετικής επιταγής, επιφέρει σύμφωνα με το άρ.171 ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Επίσης, για να αποφευχθεί η -συχνή από τα αστυνομικά όργανα- τακτική να θεωρείται ένα πρόσωπο ως ύποπτος και να καλείται για κατάθεση στην ανακριτική διαδικασία, χωρίς την αυξημένη προστασία που έχει ο κατηγορούμενος, ο νομοθέτης υποχρεώνει ρητά τις ανακριτικές αρχές να θεωρήσουν ότι ο ύποπτος έχει την προστασία που έχει και ο κατηγορούμενος, ώστε να κάνει χρήση των σχετικών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων είναι και το τεκμήριο αθωότητας. Η αγνόηση δε αυτής της νομοθετικής επιταγής, επιφέρει σύμφωνα με το άρθρο 171 ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
Φορέας του τεκμηρίου αθωότητας δεν είναι μόνο ο κατηγορούμενος αλλά και ο ύποπτος. Σημαντικό για την κατανόηση του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί ο προσδιορισμός των χρονικών ορίων μέσα στα οποία λειτουργεί το τεκμήριο κατά την ποινική διαδικασία. Το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι το τεκμήριο αθωότητας λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου, μέχρι το χρονικό σημείο που νόμιμα θα αποδειχθεί η ενοχή του. Η ενοχή αποδεικνύεται νόμιμα, όταν γίνεται σύμφωνα προς τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται από το δίκαιο, καθώς και με μέσα που προβλέπονται ή επιτρέπονται απ’ αυτό. Στο σημείο αυτό ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο χρονικό σημείο κατά το οποίο παύει να ισχύει το τεκμήριο αθωότητας. Η παράγραφος 2 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, δεν προσδιορίζει μέχρι ποιο σημείο της διαδικασίας εκτείνεται η προστασία του. Στη θεωρία ωστόσο, κρατεί η άποψη ότι αυτό διατηρείται έως την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης δικαστηρίου. Η θέση αυτή αντλεί επιχειρήματα από το άρθρο 471παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο οποίο ορίζεται ότι: “Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρόθεσμα και νομότυπα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που προσβάλλονται, όταν ο νόμος δε διατάζει διαφορετικά. Δεν αναστέλλεται όμως η διάταξη του βουλεύματος, που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση.αν το βούλευμα με σύμφωνη την πρόταση του Εισαγγελέα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορούμενου, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές”. Κατάλληλη διάταξη για τη θεμελίωση της θέσης αυτής είναι η παράγραφος 1 του άρθρου 546 του ΚΠοινΔ, το οποίο αναφέρεται στην εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων και ορίζει ότι: “Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις”.
Σύμφωνα με την άποψη του Ν. Ανδρουλάκη, την οποία δέχεται και το ΕΔΔΑ: “Στο τεκμήριο αθωότητας θεμελιώνεται το λεγόμενο ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων που ασκούνται από τον κατηγορούμενο ή υπέρ αυτού. Μόνο η δικανική πεποίθηση που οδηγεί σε αμετάκλητη καταδίκη επιφέρει την οριστική ανατροπή του
16. Αντίθετα, οι αθωωτικές αποφάσεις είναι κατά κανόνα αμέσως εκτελεστές”.
ii. Πρόσωπα που δεσμεύονται από το τεκμήριο αθωότητας
Τα κρατικά όργανα τα οποία μετέχουν στην εκδίκαση μιας ποινικής δίκης, δεσμεύονται από το τεκμήριο αθωότητας, σύμφωνα με την κρίση της Επιτροπής του ΕΣΔΑ στην υπόθεση Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας (1995)
17. Εκτός από τους δικαστές, το τεκμήριο δεσμεύει και τα κρατικά όργανα, οποιαδήποτε ιδιότητα και αν φέρουν. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή νομολόγησε τη δέσμευση των προσώπων της Κυβέρνησης από το τεκμήριο. Είναι σαφές, ότι το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύει όλους τους δημόσιους λειτουργούς που παίρνουν μέρος στην ποινική δίκη, όπως τους εισαγγελείς, του γραμματείς, τους ανακριτικούς υπαλλήλους και τα αστυνομικά όργανα
18.
Στην υπόθεση Krause εναντίον Ελβετίας η Επιτροπή του ΕΣΔΑ έκρινε, ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί βασικό κανόνα δικαίου, το οποίο πρέπει να σέβονται όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί πριν την καταδίκη ενός προσώπου, ενώ είναι δυνατόν δημόσιες δηλώσεις να παραβιάζουν το άρθρο 6§2 ΕΣΔΑ.
Πρόβλημα υφίσταται όσον αφορά την περίπτωση προσβολής τουτεκμηρίου αθωότητας από ιδιώτες, καθώς το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ ουδεμία προστασία προσφέρει. Ωστόσο υποστηρίζεται, ότι το τεκμήριο αναπτύσσει τριτενέργεια στον ιδιωτικό χώρο, η οποία σήμερα πια αναγνωρίζεται ρητά από το αναθεωρημένο άρθρο 25§1 του Συντάγματός μας. Σ’ αυτόν τον χώρο ο κατηγορούμενος έχει ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας, ιδίως από τα ΜΜΕ, τα οποία καταστρατηγούν με κάθε τρόπο το τεκμήριο αθωότητας, κηρύσσοντας τον κατηγορούμενο ευθύς εξαρχής ως ένοχο! Προκειμένου, λοιπόν να προστατευτεί ο κατηγορούμενος, είναι αναγκαίο να προβεί ο νομοθέτης στη θέσπιση θετικών μέτρων.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα ένα σημαντικό βήμα έγινε, όταν το 1991 το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο ψήφισε τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην Ραδιοτηλεόραση, που προβλέπει ότι: “Οι κατηγορούμενοι δεν αναφέρονται ως ένοχοι. Η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την καταδίκη του γίνεται σεβαστή”. Και στη νομολογία έχει διαπιστωθεί η ανάγκη προστασίας του κατηγορουμένου στον ιδιωτικό χώρο, ιδίως από τα ΜΜΕ. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (Εφ. Θεσσαλ. 3242/1999), που αφορά σε δημοσιεύματα Εφημερίδας για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος δικαστικών λειτουργών. Τα περιστατικά που δημοσιεύθηκαν μπορούσαν να βλάψουν δεινώς την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος εισαγγελικού λειτουργού. “Η προσβολή δε της προσωπικότητας του ενάγοντος ήταν παράνομη (άρθρο 362 ΠΚ, 57, 914, 920 ΑΚ), γιατί το δημοσίευμα έγινε σε χρόνο που η διαδικασία του πειθαρχικού ελέγχου βρισκόταν σε εξέλιξη χωρίς να είναι γνωστό το αποτέλεσμα, δηλαδή σε στάδιο που διέπεται από το τεκμήριο αθωότητας του ελεγχομένου. Κατά τη διάρκεια δε του συγκεκριμένου σταδίου, το δικαίωμα προς πληροφόρηση του αναγνωστικού κοινού, στη συγκεκριμένη περίπτωση εκάμπτετο προ του υπέρτερου δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας του ενάγοντος”.
Από αυτή την απόφαση γίνεται φανερό, ότι η νομολογία έχει υιοθετήσει την άποψη, ότι το τεκμήριο αθωότητας δε δεσμεύει μόνο τα κρατικά όργανα στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης αλλά και τους ιδιώτες. Γι’ αυτό το κοινωνικό κράτος οφείλει να προστατεύσει τον κατηγορούμενο τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο, στην περίπτωση παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας.
Βέβαια, κατά την άποψη των κ. Σταθόπουλου και Μυλωνά, η προσωπικότητα του κατηγορουμένου προστατεύεται επαρκώς από το Σύνταγμα, τον Αστικό και Ποινικό Κώδικα, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη τριτενέργειας του τεκμηρίου αθωότητας. Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται έστω και έμμεσα στο Σύνταγμα, ισχύουν και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο χώρο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Δημητρόπουλος, η παραδοσιακή δυαδιστική θεωρία έχει πια εγκαταλειφθεί σήμερα. Το κοινωνικό κράτος οφείλει όχι μόνο να σέβεται τα δικαιώματα αλλά και να τα προστατεύει από τρίτους ιδιώτες. Οπότε, το ζήτημα της τριτενέργειας είναι ζήτημα δέσμευσης της κρατικής και όχι της ιδιωτικής εξουσίας
19.
iii. Διάκριση υπόπτου / κατηγορούμενου
Η λανθασμένη χρήση των παραπάνω όρων από τα ΜΜΕ, πολλές φορές προκαλεί σύγχυση αναφορικά με τη σημασία τους. Συνεπώς η διάκρισή τους κρίνεται αναγκαία.
Ύποπτος είναι το άτομο, κατά του οποίου στρέφονται υποψίες. Υποψίες που συχνά είναι βάσιμες συχνά όμως και αβάσιμες, δικαιολογημένες μα και αδικαιολόγητες, υποψίες ενός υγιούς μυαλού και πιθανώς λογικές, πολλές φορές όμως ενός αρρωστημένου και το πιθανότερο παράλογες. Ο καθένας μπορεί να κατασκευάζει υπόπτους. Ο καθένας μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ύποπτος. Συγκεντρώνοντας κάποιος τις υποψίες του πάνω σε κάποιον άλλον, τον κρίνει με το νου του ως δράστη. Άρα, η έννοια του υπόπτου είναι ζήτημα καθαρά υποκειμενικό, με αποτέλεσμα να θεωρείται ως θέμα του μυαλού και όχι της δικονομίας. Αντίθετα με την έννοια του υπόπτου, αυτή του κατηγορουμένου κρίνεται ως αντικειμενική. O κατηγορούμενος είναι ιδιότητα που αποκτάται από το νόμο, όταν υπάρξουν οι προϋποθέσεις που αυτός ορίζει και απαιτεί. Ουσιαστικά πρόκειται για το άτομο, κατά του οποίου κινείται η διαδικασία για την έκδοση καταδικαστικής απόφασης.
Συνεπώς δεν παίζει ρόλο η προσωπική θέση ή η διαίσθηση οποιουδήποτε αστυνομικού ή δικαστικού οργάνου. Παρόλο που κινείται και (στην προδικασία) ασκείται in rem, ο κατηγορούμενος όταν προσδιοριστεί, είναι «ένας» (ως αυτουργός ή ως συναυτουργός ή ως συμμέτοχος) για κάθε έγκλημα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που στο δικονομικό μας σύστημα, η ποινική δίωξη αλλάζει χαρακτήρα στο ακροατήριο και ασκείται in personam. Θα μπορούσε άραγε κανείς να φανταστεί σε μια δίκη, να κάθονται σε διπλανά ειδώλια σε σειρά περισσότεροι από έναν κατηγορούμενο (με την ίδια κατηγορία) κι όποιου απ’ όλους αποδειχθεί η ενοχή, να καταδικάζεται τελικά; Έτσι λοιπόν, φτάνουμε και σε μια άλλη διαφορά μεταξύ υπόπτου και κατηγορουμένου. Όσο βρίσκεται σε κίνηση ο ποινικός δικονομικός μηχανισμός, ο κατηγορούμενος αποκτά δικαιώματα τόσο κατά τα διεθνή κείμενα (Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, 1966, του Ο.Η.Ε. άρθρο 14, Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου, 1950, άρθρο 6 κλπ.) όσο και στους εθνικούς κώδικες (λ.χ. σε περίπτωση σύλληψης το άρθ. 6 του Συντάγματος, άρθ. 276 επ. ΚΠοινΔ, σε προφυλάκιση το άρ.6 του Συντ., στην εξέταση στην προανάκριση ή στην τακτική ανάκριση άρθ. 273, 366 ΚΠοινΔ κ.ά.). Με άλλα λόγια, η ιδιότητα τουκατηγορούμενου αποτελεί ασπίδα προστασίας του ατόμου απέναντι στον κρατικό διωκτικό μηχανισμό. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το άρθρο 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που θεμελιώνεται το τεκμήριο αθωότητας και μετά την κύρωση της αποτελεί εσωτερικό μας δίκαιο. Έτσι, αν δε θεμελιωθεί με την προσκόμιση των νόμιμων αποδεικτικών η ενοχή του κατηγορούμενου στο βαθμό που απαιτεί ο νόμος, εκείνος απαλλάσσεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Συνέπειες του τεκμηρίου αθωότητας
Το τεκμήριο αθωότητας έχει ως πρώτη συνέπεια την άμεση σύνδεσή του με τη διαμόρφωση της ποινικής δίκης. Αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί κατά βάση μόνο η ενοχή του κατηγορουμένου, στο μέτρο που η αθωότητά του τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Αποτέλεσμα της παραπάνω αρχής είναι, ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ότι είναι αθώος, αλλά και ότι η συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της δίκης δεν είναι απόδειξη της ενοχής του. Γι’ αυτό τα αρμόδια για τη σύλληψη όργανα καθώς και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πρέπει να αντιμετωπίζουν τον κατηγορούμενο ως αθώο, να του φέρονται με σεβασμό και να χρησιμοποιούν βία τηρώντας την αρχή της αναγκαιότητας. Τόσο ο ρόλος του εισαγγελέα, που έχει αναλυθεί παραπάνω όσο και το τεκμήριο αθωότητας, υποδηλώνουν τελικά ότι δεν υπάρχει βάρος απόδειξης στην ποινική δίκη. Γι’ αυτό ο Δαγτόγλου τονίζει ότι το τεκμήριο αθωότητας καθορίζει το περιεχόμενο της ποινικής δίκης, τι πρέπει να αποδειχθεί και όχι το ποιος πρέπει να το αποδείξει
20.
Η αρχή in dubio pro reo αποτελεί θεμελιώδη κανόνα της ποινικήςδιαδικασίας και το περιεχόμενό της έγκειται στο ότι οι αμφιβολίες που τυχόν υπάρξουν, αποβαίνουν υπέρ του κατηγορουμένου. Ωστόσο, η αρχή αυτή δε συμπίπτει εννοιολογικά με το τεκμήριο αθωότητας. Όπως προαναφέρθηκε, το νόημα της αρχής in dubio pro reo αποτελεί μία από τις συνέπειες και αρχές στις οποίες αναλύεται το τεκμήριο αθωότητας. Το τελευταίο έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθώς δεν αναφέρεται μόνο στο στάδιο της οριστικής κρίσης και απόφασης, αλλά παίζει καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση ολόκληρης της ποινικής δίκης. Έτσι, το τεκμήριο τίθεται σε εφαρμογή τόσο στην προδικασία όσο και κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας της δίκης. Ακόμα και μετά την εκφορά της οριστικής κρίσης του δικαστηρίου, βρίσκει εφαρμογή και ανατρέπεται μονάχα όταν το δικαστήριο εκφέρει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Ο κανόνας in dubio pro reo ανήκει στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, καθώς προσδιορίζει ποιος ουσιαστικός κανόνας θα εφαρμοστεί. Συνεπώς, η παραβίασή του συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περίπτ. ε’ του ΚΠοινΔ, το οποίο ορίζει ότι: “Ως λόγος για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθεί… ε) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης”.
Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι στην Ελλάδα οι απόψεις για το τεκμήριο αθωότητας συμπορεύονται με τη γαλλική θεωρία, η οποία αντιμετωπίζει το τεκμήριο αθωότητας ως κανόνα με δικονομικό αποτέλεσμα στο χώρο της απόδειξης και ότι το in dubio pro reo αποτελεί πτυχή του τεκμηρίου αθωότητας. Αντίθετη είναι η γερμανική θεωρία, η οποία αποσυνδέει την αρχή in dubio pro reo από το τεκμήριο αθωότητας.
Μία από τις πιο σημαντικές συνέπειες είναι και η απαγόρευση επιβολής μέτρων τα οποία φέρουν το χαρακτήρα ποινής. Από όλα τα μέτρα περιοριστικού χαρακτήρα, ιδιαίτερη σημασία έχει το επαχθέστερο αυτών, δηλαδή ο θεσμός της προσωρινής κράτησης. Γι’ αυτό, τα ορθά κριτήρια προκειμένου να προφυλακιστεί κάποιος κατηγορούμενος είναι η επικινδυνότητα τέλεσης αναλόγων πράξεων, φυγής και γενικότερα βαρύτατες ενδείξεις. Σύμφωνα με το άρ.282 ΚΠοινΔ «προσωρινή κράτηση επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση κακουργήματος, εφόσον έχουν προκύψει σοβαρές ενδείξεις ενοχής και μόνο για την αποτροπή της φυγής του κατηγορουμένου ή της διενέργειας περαιτέρω αξιόποινων πράξεων από αυτόν».
Κατά συνέπεια, το τεκμήριο παραβιάζεται με το θεσμό συνυπολογισμού του χρόνου της προσωρινής κράτησης στην ποινή, γιατί στην ουσία κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσωρινή κράτηση θα αποτελέσει σωφρονιστικό μέτρο. Οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, όσον αφορούν στο μέτρο της προσωρινής κράτησης, δεν ακολουθούν πάντα την άποψη ότι η προσωρινή κράτηση είναι μέτρο εξαιρετικό και πρέπει να εναρμονίζεται με το τεκμήριο αθωότητας.
Έχει κριθεί σχετικά (Εφ. Αιγαίου 26/2002) ότι: “Όπως είναι γνωστό, η προσωρινή κράτηση είναι ένα δυσμενές μέτρο και βαρύ μέσο δικονομικού καταναγκασμού, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με βάση συγκεκριμένες εγγυήσεις. Η ανάγκη διασφάλισης αυτού του εξαιρετικού χαρακτήρα εναρμονίζεται με το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων (κατοχυρωμένο τόσο στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ άρθρο 11, όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης, άρθρο 6 παρ. 2)”.
Ωστόσο, η νομολογιακή πράξη δεν υιοθέτησε τη φιλοσοφία αυτή. Παρά το δυνητικό χαρακτήρα της επιβολής της κράτησης, την επέβαλλε σχεδόν πάντα όταν η κατηγορία αφορούσε βαρύ έγκλημα. Η σχετική κρίση όμως πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα περιστατικά και όχι σε γενικότητες και στο ότι μόνο η βαρύτητα της πράξης, δεν αρκεί για την προσωρινή κράτηση. Η αντίθετη άποψη θα είχε ως απόρροια, επί κακουργημάτων να μην επιτρέπεται ποτέ η προσωρινή απόλυση. Έτσι, στη συγκεκριμένη απόφαση του Εφετείου Αιγαίου κρίθηκε από τον Εισαγγελέα, ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να προφυλακιστεί, καθώς αυτό το στάδιο της ποινικής διαδικασίας διέπεται από το τεκμήριο αθωότητας. Η ειδικότερη αιτιολογία συνίστατο στο ότι ο κατηγορούμενος είχε λευκό ποινικό μητρώο, γνωστή και μόνιμη διαμονή, δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε προπαρασκευαστική ενέργεια για να προετοιμάσει τη φυγή του και δεν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος κατά το παρελθόν.
Τέλος, σε άλλη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου αναφέρθηκε ότι: “Η παράταση της προσωρινής κρατήσεως δεν αποκλείεται από το τεκμήριο αθωότητας κάθε κατηγορουμένου μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του (που θεσπίζεται με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα), αφού αυτή αποτελεί προσωρινό προληπτικό μέτρο, στηριζόμενο στην ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής και των εντελώς εξαιρετικών περιστάσεων και όχι ποινή για την οποία απαιτούνται αποδείξεις και δικαστική απόφαση”.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Μέχρι πρόσφατα, ο Άρειος Πάγος αξίωνε οι αθωωτικές αποφάσεις να αιτιολογούνται με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αιτιολογούνται οι καταδικαστικές. Η θεωρία όμως από νωρίς επισήμαινε, ότι εφόσον με βάση το τεκμήριο της αθωότητας αποδεικτέα είναι μόνο η ενοχή, καθώς και ότι οι αμφιβολίες λειτουργούν υπέρ του κατηγορουμένου, δε γίνεται να αξιώνουμε οι αθωωτικές αποφάσεις να περιέχουν την έκταση αλλά και το ιδιαίτερο τύπο αιτιολογίας, που έχουν οι καταδικαστικές. Αντιθέτως, για την πληρότητα των αθωωτικών αποφάσεων απαιτείται μόνο η στήριξή τους στο νόμο και όχι η απόδειξη πραγματικών περιστατικών
21.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 505§2 και 473§3 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 504, 506 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση κάθε απόφασης, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου ήτοι και της αθωωτικής απόφασης. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε αναίρεση κατά της απαλλακτικής απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αφορούσε τον κατηγορούμενο Χ, ο οποίος κηρύχθηκε αθώος της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση.
Ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση αυτή, όταν δεν εκτίθεται καθόλου ή εκτίθεται ασαφώς και ελλιπώς τα περιστατικά, από τα οποία δεν επείσθη για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αναφερόμενα στα πρακτικά αποδεικτικά μέσα. Για το λόγο αυτό, με την υπ’ αριθ. 1989/2009 απόφασή του ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την υπ’ αριθμ. 19-20-21/2009 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο.
Η απόφαση 681/2000 του Αρείου Πάγου ερμηνεύει επίσης, πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του άρ. 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ. Αναιρεί προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου, μόνον καθόσον αφορά την αθώωση των κατηγορουμένων για την παράβαση του άρ. 14 του Ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Δεν αιτιολογείται, γιατί δεν πείσθηκε το δικαστήριο ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων για την ως άνω παράβαση, για την οποία μάλιστα καταδικάσθηκαν πρωτοδίκως, μη αρκούσης της αρνητικής απλώς διαπίστωσης ότι δεν απεδείχθη η τέλεση της εν λόγω αξιοποίνου πράξεως ή έστω η συνδρομή ενός μόνου όρου της (του δόλου).
Ομοίως και η προγενέστερη 768/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναφέρεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε δικαστική απόφαση. Ο ΑΠ αναίρεσε την προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση για βιασμό από κοινού, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά αναγόμενα στις περιστάσεις τελέσεως του εγκλήματος κατά τόπο και χρόνο, οι συλλογισμοί και οι κρίσεις του δικαστηρίου σε σχέση με αυτά, ενώ η απλή αναφορά στις καταθέσεις του θύματος και του μάρτυρα κατηγορίας δεν αντικαθιστά την κατά νόμο υποχρεωτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών.
Μία ενδεικτική περίπτωση αναιτιολόγητης απόρριψης, εκδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 7 Απριλίου 2005 κι αφορούσε στην υπ’ αριθ. 73717/01 προσφυγή του αλβανού υπηκόου Aggim Alija κατά της Ελλάδας, για παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης.
Ο προσφεύγων, οικονομικός πρόσφυγας που διέμενε από το 1990 στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθη στις 9-1-1997 από την αστυνομία, ως ύποπτος διάπραξης και απόπειρας ληστειών το 1996. Μετά τη σύλληψή του, προφυλακίστηκε και παρέμεινε στη φυλακή για διάστημα 13 μηνών. Τελικά, το Εφετείο Θεσσαλονίκης τον απάλλαξε με την υπ’ αριθ. 138/1998 απόφασή του στις 11-2-1998. Στις 7-9-2000, ο προσφεύγων κατέθεσε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης αίτηση αποζημίωσης για το διάστημα της προφυλάκισής του, η οποία απορρίφθηκε στις 8-11-2000 με την υπ’ αριθ. 989/2000 απόφαση, που ανέφερε μόνο ότι η προφυλάκιση του προσφεύγοντος ήταν δικαιολογημένη εξαιτίας των σοβαρών ενδείξεων της ενοχής του.
Στις 12-12-2000, ο προσφεύγων κάλεσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής, διότι δεν ήταν αιτιολογημένη. Ο εισαγγελέας απέρριψε το αίτημά του, διατυπώνοντας την άρνησή του με τρεις χειρόγραφες λέξεις πάνω στην ίδια την αίτηση.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκτίμησε, ότι η απάντηση στην αίτηση του προσφεύγοντος δεν εξαρτιόνταν από τη διακριτική ευχέρεια του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Αντιθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όφειλε να απαντήσει αιτιολογημένα.
Η απλή επανάληψη από το Εφετείο των διατάξεων του άρθρου 533§2 του ΚΠοινΔ συνιστούσε έλλειψη ακρίβειας, σε ό,τι αφορούσε ειδικότερα την έννοια των «σοβαρών ενδείξεων», έννοια που επέβαλλε την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, η απουσία οποιασδήποτε αιτιολογίας ως προς τους λόγους της απόρριψης της αίτησης του προσφεύγοντος από τον εισαγγελέα, ήταν ικανή να χαρακτηρίσει την απόφαση αυτή ως αυθαίρετη, λαμβανομένου υπόψη ειδικότερα του αποφασιστικού χαρακτήρα της σχετικά με το δικαίωμα του προσφεύγοντος ν’ ασκήσει αίτηση αναίρεσης.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε ήδη επιβάλει κυρώσεις κατά της πρακτικής των ελληνικών δικαστηρίων της ουσίας, να απορρίπτουν τις αγωγές αποζημίωσης χωρίς επαρκή αιτιολογία (βλέπε ΕΔΔΑ, Γεωργιάδης κατά Ελλάδας, απόφαση της 29 Μαΐου 1997, Recueil des arrêts et decisions 1997-III, σελ. 960, §§ 42-43, και τελευταία, Σακκόπουλος κατά Ελλάδας, νο. 61828/00, §§ 50-51, 15 Ιανουαρίου 2004).
Συνεπώς, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης.
Με την υπ’ αριθ. 19 / 2001 μεταγενέστερη απόφασή του ο Άρειος Πάγος απεφάνθη, ότι για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου και εντεύθεν, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως δεν αρκεί η απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 ΚΠοινΔ χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας. Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως πρέπει: α) εάν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως η εν λόγω ανυπαρξία, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση και β) εάν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Κατά την σύμφωνη εισαγγελική πρόταση, δεν αντίκειται στο τεκμήριο αθωότητας του άρθρου. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολομ. ΑΠ 19/2001 Ποιν.Χρον.ΝΒ. 402).
Στην πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου (343/2010), που αφορούσε προηγούμενη υπόθεση καταδίκης για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή (229 παρ.1 και 363 ΠΚ), καταδεικνύεται ότι όταν αιτιολογείται ειδικώς και επαρκώς η ενοχή και ο άμεσος δόλος του κατηγορουμένου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως. Η εφαρμογή του από το άνω άρθρο 366 ΠΚ συναγόμενου τεκμηρίου, που έχει θεσμοθετηθεί για την αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και παρελκύσεως των δικών, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, αφού με την εφαρμογή του άνω άρθρου 366 ΠΚ, δεν τίθενται αποδεικτικοί περιορισμοί αναφορικά με την αθωότητα του κατηγορουμένου και ούτε παραβλάπτονται με οιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο αθωότητας και τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ενώ από το σύνολο του άνω αιτιολογικού προκύπτει ότι για την κατάφαση της ενοχής και για τις πράξεις αυτές της συκοφαντικής δυσφημήσεως, το Δικαστήριο δεν αρκέσθηκε αποκλειστικά και μόνο στην αναλήθεια των γεγονότων για τα οποία θετικώς έκρινε το βούλευμα, αλλά ερεύνησε, όπως όφειλε και το στοιχείο του αμέσου δόλου του κατηγορουμένου και στηρίχθηκε και στα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 813/2008). Η αιτίαση ότι το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις καταθέσεις της προδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Άμεση συνέπεια της ισχύος του τεκμηρίου μέχρι την απαγγελία αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, αποτελεί η καθιέρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος των ένδικων μέσων. Τόσο η άσκηση των ένδικων μέσων όσο και η προθεσμία για την άσκηση αυτών, αναστέλλουν την εκτέλεση της ποινής, καθώς το τεκμήριο αθωότητας ισχύει ακέραιο. Συνεπώς, το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ή εκείνο που εκδικάζει το ένδικο μέσο, μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής, κατ’ επιταγή του τεκμηρίου αθωότητας
22.
Σχετικά με τη νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος, οι νόμοι 2408/1996 και 2479/1996 κατήργησαν όλες τις περιπτώσεις τουΚΠοινΔ και των ειδικών ποινικών νόμων, όπου απαγορευόταν η ανασταλτική δύναμη των ένδικων μέσων, ενώ η επιφύλαξη υπέρ του νόμου που υπάρχει στο άρθρο 471 ΚΠοινΔ, πρέπει να θεωρηθεί ότι αντίκειται στην αυξημένη τυπική ισχύ του τεκμηρίου και συνεπώς είναι ανίσχυρη.
Συμπερασματικά, γίνεται φανερό πως το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου αποτελούν σημαντικές παραμέτρους στην ποινική διαδικασία. Η κατοχύρωση του τεκμηρίου σε κείμενα με αυξημένη τυπική ισχύ, υποχρεώνει το νομοθέτη να συμμορφωθεί με το σκοπό και την ουσία αυτού. Για το λόγο αυτό ο ΚΠοινΔ καθορίζει, ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζεται ως αθώος όχι μόνο στην ποινική δίκη αλλά και πριν από την έναρξη αυτής κατά τη διάρκεια της προδικασίας, ενώ η προστασία του τεκμηρίου λήγει μόνο όταν η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.
Βασική συνέπεια του τεκμηρίου αποτελεί το αξίωμα ότι εφόσον η αθωότητα τεκμαίρεται, αποδεικτέα είναι μόνο η ενοχή, ενώ οι αμφιβολίες λειτουργούν μόνο υπέρ του κατηγορουμένου και οδηγούν στην αθώωσή του. Περαιτέρω το τεκμήριο επιβάλλει την ανασταλτική λειτουργία των ενδίκων μέσων και την απαγόρευση επιβολής ποινών πριν την οριστική καταδίκη του κατηγορουμένου.
Η προστασία όμως που παρέχει το τεκμήριο στον κατηγορούμενο δεν περιορίζεται μόνο στις παραπάνω παρατηρήσεις, αλλά προχωρά και στη θεμελίωση συγκεκριμένων δικαιωμάτων υπεράσπισης. Τα δικαιώματα αυτά εγγυώνται, ότι ο κατηγορούμενος θα μπορέσει να υπερασπιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα τον εαυτό του.
Τέλος, ο ευρύς κύκλος των προσώπων που δεσμεύει το τεκμήριο (δικαστές, δημόσιοι λειτουργοί και ιδιώτες που έχουν δικονομική ιδιότητα, τύπος, νομοθέτης), καθώς και η δυνατότητα κάμψης αυτού μόνο στην περίπτωση που κρίνεται απαραίτητη η ικανοποίηση ενός αλλού εξίσου σημαντικού συμφέροντος της δίκης, καθιστούν σαφές ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί τελικά μια σημαντική παράμετρο του νομικού μας πολιτισμού και πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη προσοχή απ’ όλους τους κοινωνούς του δικαίου.
Μέρος Β’
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Κάμψη του τεκμηρίου αθωότητας
Το τεκμήριο αθωότητας έχει μεγάλη σημασία για την προστασία του κατηγορουμένου, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η ισχύς του είναι απεριόριστη. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου το τεκμήριο κάμπτεται προκειμένου να εξυπηρετηθεί. Η κάμψη αυτή όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φτάσει μέχρι τον πυρήνα του τεκμηρίου, ο οποίος πρέπει σε κάθε περίπτωση να παραμένει άθικτος. Οι περιπτώσεις κάμψης του τεκμηρίου είτε ανευρίσκονται στα νομοθετικά κείμενα, κυρίως στην ΕΣΔΑ, είτε υπαγορεύονται από την ανάγκη διεξαγωγής της δίκης.
Η ΕΣΔΑ στα άρθρα 5 και 6 αναφέρει ότι το τεκμήριο αθωότητας υφίσταται έναν εύλογο περιορισμό στις περιπτώσεις, όπου ένα άτομο συλλαμβάνεται για τη διάπραξη κάποιου αυτόφωρου εγκλήματος, καθώς και όταν επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα στον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της προδικασίας. Επιπλέον, η νομολογία έχει κρίνει ότι η εμφάνιση του κατηγορουμένου με χειροπέδες για λόγους ασφαλείας, η υποβολή του σε ιατρική εξέταση για την εξακρίβωση της ικανότητας για καταλογισμό ή της εξάρτησης του από ουσίες κατά την διάπραξη του εγκλήματος και η κατάσχεση χρηματικού ποσού κατά τη σύλληψή του, δεν παραβιάζουν το τεκμήριο. Σε κάθε όμως περίπτωση, η κάμψη του τεκμηρίου πρέπει να δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να εξυπηρετεί κάποιο εξίσου σημαντικό αγαθό και να μη θίγει τον πυρήνα του τεκμηρίου.
Το τεκμήριο αθωότητας μπορεί να κάμπτεται:
1. Όταν έχουμε αυτόφωρη σύλληψη, φαίνεται ότι το άτομο διέπραξε κάποιο έγκλημα. Η σύλληψη του ατόμου στα επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενα εγκλήματα πριν καν κινηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, αυτή καθαυτή η καθίδρυση σε βάρος του της ποινικής δίκης, που σημαίνει ότι του αποδίδεται η διάπραξη του εγκλήματος, η σύλληψή του στην προδικασία και κατόπιν η προσωρινή κράτησή του, αποτελούν μερικές από τις περιπτώσεις στις οποίες η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Σύνταγμα, επιτρέπουν κάποια αδράνεια του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου.
2. Η επιβολή της προσωρινής κράτησης κατά κατηγορουμένου γίνεται στην προδικασία. Ισχύει για τα κακουργήματα μόνο. Χρειάζεται σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα και του ανακριτή. Έχουμε ένταλμα προσωρινής κράτησης κι επίσης πρέπει να πρόκειται για έγκλημα που τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών. Η προσωρινή κράτηση και η προφυλάκιση του υπόπτου παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας, αφού ακόμα δεν έχει δικαστεί καν αυτός. Δεν επιτρέπεται υπεράσπιση στον κατηγορούμενο και να εξετάσει το υλικό αλλά και τους μάρτυρες πριν από τη δίκη. Με την αλλαγή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιβολή προσωρινής κράτησης, πρέπει να έχουμε σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, δίωξη του κατηγορουμένου είτε για κακούργημα είτε για πλημμέλημα ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατ’ εξακολούθηση και πρέπει να έχουμε συνδρομή κινδύνου φυγής του κατηγορουμένου και ενδείξεις για τέλεση και νέων εγκλημάτων στο μέλλον.
3. Απόφαση σε μη εύλογο χρονικό διάστημα. Ο χρόνος ξεκινάει από την στιγμή που κατηγορείται κάποιος για έγκλημα και του ανακοινώνεται σε αυτόν.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 19/5/2005 εκδίκασε την υπ’ αριθμ. 71563/01 προσφυγή του Σ. Διαμαντίδη κατά της Ελλάδας, που αφορούσε στη μεγάλη διάρκεια της σε βάρος του ποινικής διαδικασίας (άρ. 6§1) και στην παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας αυτού (άρ. 6§2) της Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η επαγγελματική επιτυχία του προσφεύγοντα, ιατρού ομοιοπαθητικής, προκάλεσε τον φθόνο και τη συκοφάντηση των ανταγωνιστών του, ενώ τα ΜΜΕ τον δυσφήμισαν σε μεγαλύτερο βαθμό.
Ο προσφεύγων απετέλεσε αντικείμενο μακρόχρονων ποινικών διώξεων, οι οποίες κατέληξαν τελικά στην απαλλαγή του με βούλευμα ή στην αθώωσή του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο συμπέρανε ότι η περίοδος αδράνειας (3 ετών περίπου), για την οποία ευθύνονται οι αρμόδιες αρχές, ήταν η μοναδική αιτία της καθυστερήσεως της διαδικασίας κι έκρινε πως η διάρκεια της επίμαχης διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται στην προϋπόθεση του ευλόγου χρόνου. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1.
Ο προσφεύγων στο μεταξύ ήγειρε πολλές ποινικές διαδικασίες, για την εις βάρος του δυσφήμιση. Όμως ούτε το Συμβούλιο Εφετών ούτε το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου ανέβαλαν τη σχετική προς τη δυσφήμιση διαδικασία, ενώ ακόμα εκκρεμούσαν ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων διώξεις για ορισμένα επικαλούμενα αδικήματα. Οι αποφάσεις των εσωτερικών δικαστηρίων έθιξαν το τεκμήριο αθωότητάς του, επειδή τον εμφάνιζαν ως δράστη των αξιόποινων πράξεων άνευ αποδείξεων και άνευ προηγουμένων καταδικαστικών αποφάσεων. Κανονικά θα έπρεπε ν’ αναβάλουν τη σχετική προς τη δυσφήμιση διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 366§2 του Ποινικού Κώδικα, στο μέτρο που οι σχετικές προς ορισμένα επικαλούμενα αδικήματα διαδικασίες, εκκρεμούσαν ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Ο ιδιαιτέρως κατηγορηματικός και αόριστος χαρακτήρας των διατυπώσεων του Συμβουλίου Εφετών, συνηγορούσε ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει τις πράξεις, για τις οποίες είχε ήδη αθωωθεί ή διωκόταν ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο έκρινε λοιπόν, ότι οι εθνικές αρχές δεν σεβάσθηκαν, εν προκειμένω, το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος κι ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§2 της Συμβάσεως.
Κατά την ευρωπαϊκή νομολογία, δεν είναι υποχρεωτικό ο προσφεύγων να έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, δυναμένης να θίξει το τεκμήριο αθωότητάς του. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο προσφεύγων, στην αίτησή του αναιρέσεως ενώπιον του ανωτάτου δικαστηρίου, επικαλέσθηκε ρητώς την παραβίαση του άρθρου 6§2 της Συμβάσεως με την απόφαση του Συμβουλίου Εφετών και στο συμπληρωματικό υπόμνημα το οποίο κατέθεσε στον Άρειο Πάγο. Κατά συνέπεια ο προσφεύγων παρέσχε στο διάδικο Κράτος τη δυνατότητα να επανορθώσει τις επικαλούμενες παραβιάσεις με εσωτερικά μέσα.
4. Η αστυνομική παγίδευση και διείσδυση (Άρθρο 253 Α ΚΠοινΔ). Αφορά συνήθως την τρομοκρατία και οργανωμένα εγκλήματα. Παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκδίκασε στις 9-6-1998 την υπ’ αριθμό 25829/94 προσφυγή του Πορτογάλου υπηκόου Teixeira de Castro κατά Πορτογαλίας, που αφορούσε την παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δεν είχε δίκαιη δίκη, καθώς δύο αστυνομικοί της Δημόσιας Ασφάλειας τον είχαν παροτρύνει και κατόπιν παγιδεύσει για να διαπράξει το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών, για το οποίο στη συνέχεια καταδικάστηκε.
Το ΕΔΔΑ εξέτασε το θέμα της παγίδευσης προσώπων για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Το Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα της συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης (undercover agents) στην υπόθεση Teixeira de Castro εναντίον Πορτογαλίας, όπου αναγνώρισε ότι η συγκεκριμένη αστυνομική δράση των αστυνομικών είναι μεν αναγκαία για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας και ιδίως του εμπορίου ναρκωτικών, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η διασφάλιση του δικαιώματος του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, συνεπάγεται τη θέσπιση δικαιοκρατικών εγγυήσεων που να πλαισιώνουν την αστυνομική δράση. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, έκρινε ότι οι αστυνομικοί που έδρασαν υπό κάλυψη για να παγιδεύσουν τον Teixeira, υπερέβησαν τα όρια της επιτρεπτής συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης, γιατί έδρασαν ως ηθικοί αυτουργοί στην πράξη του προσφεύγοντος και τίποτα δεν δείχνει ότι μια τέτοια πράξη θα είχε τελεστεί ακόμα κι αν έλειπε η δική τους πράξη. Η δε καταδίκη του Teixeira στηρίχθηκε ουσιωδώς στις καταθέσεις των αστυνομικών.
Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ότι η ποινή φυλάκισης δεν θα του είχε επιβληθεί, αν οι δύο αστυνομικοί δεν είχαν παρέμβει. Η απώλεια τόσο των αποδοχών του, όσο και της στέρησης της ελευθερίας του και των ευκαιριών του όταν βγήκε από τη φυλακή, ήταν πραγματικές και μάλιστα δεν αμφισβητήθηκαν από την κυβέρνηση Το Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 44/1997/828/1034 απόφασή του, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης και ο προσφεύγων υπέστη αναμφισβήτητα ηθική κι υλική ζημιά, γι’ αυτό και του επιδίκασε χρηματική αποζημίωση.
Εκτός απ’ αυτές τις περιπτώσεις, η νομολογία της ΕυρΕπΔΑ έχει αναγνωρίσει και κάποιες άλλες, ως θεμιτούς περιορισμούς του τεκμηρίου της αθωότητας:
1. Η καταδίκη σε αόριστη κάθειρξη σε ίδρυμα για υπότροπους, επειδή στηρίζεται σε κρίση για την επικινδυνότητα του κατηγορουμένου και όχι για την ενοχή του.
2. Η κατάσχεση κατά την προδικασία χρηματικού ποσού που βρέθηκε στην κατοχή του κατηγορουμένου κατά τον χρόνο της σύλληψης, το οποίο θα του αποδοθεί αν αθωωθεί.
3. Η ανακοίνωση στο ακροατήριο κατά την κύρια δίκη, αλλά πριν κριθεί το ζήτημα της ενοχής του κατηγορουμένου, των προηγούμενων ποινικών καταδίκων του, ακόμη κι αν στη σύνθεση του δικαστηρίου συμμετέχουν λαϊκοί – ένορκοι – δικαστές.
4. Η λήψη δείγματος και η εξέταση του αίματος, για να διαπιστωθεί μήπως το άτομο οδηγούσε σε κατάσταση μέθης.
5. Η υποβολή του κατηγορουμένου σε ιατρική εξέταση, για τη διακρίβωση της ικανότητάς του προς καταλογισμό.
6. Η εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, ακόμα και ενώπιον λαϊκών – ενόρκων δικαστών με χειροπέδες, που κρίθηκαν αναγκαίο μέτρο ασφάλειας, επειδή θεωρήθηκε ότι τούτο δεν είναι ικανό να οδηγήσει τους ενόρκους σε λανθασμένη κρίση ως προς την ενοχή του
23.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΜΜΕ, Δικαίωμα ενημέρωσης και παραβίαση τεκμηρίου αθωότητας
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποτελούν στη σημερινή εποχή ένα διαρκώς αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ζωής. Η παρουσία τους σε κάθε εκδήλωση της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής ζωής μοιάζει αναπόφευκτη. Ο κατηγορούμενος δέχεται συχνά επιθέσεις από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξία του, την ιδιωτική του ζωή και την προσωπικότητά του. Από άποψη συνταγματικού δικαίου, η σύγκρουση που εμφανίζεται ανάμεσα στην ελευθερία του τύπου, στην ελευθερία της έκφρασης και στο δικαίωμα πληροφόρησης αφενός και στο δικαίωμα της ανθρώπινης αξίας και προσωπικότητας του κατηγορουμένου αφετέρου, μπορεί και πρέπει να επιλυθεί.
Από τις πολλές θεωρίες που έχουν δημιουργηθεί με στόχο την επίτευξη αυτής της επίλυσης, ορθότερη φαίνεται η θεσμική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, επειδή δεν παραμερίζει μονόπλευρα κάποιο από τα προαναφερθέντα συνταγματικά δικαιώματα. Η νομοθεσία παρέχει επίσης, μέσα για την προστασία του κατηγορουμένου έναντι των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η παρουσία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στις δικαστικές αίθουσες για την ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της δίκης, είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη και τη νομολογία. Απαραίτητη είναι η τήρηση των συναλλακτικών υποχρεώσεων των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ο αναπροσδιορισμός του περιεχομένου της ελευθερίας τους.
Από τη μια πλευρά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον κατηγορούμενο ως μέσο για την επιτυχή υπεράσπιση της υπόθεσης. Από την άλλη πλευρά, η συχνά απρόσκλητη ανάμιξή τους στην ποινική διαδικασία δημιουργεί την ανάγκη υπεράσπισης έναντι των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Όσον αφορά στην πρώτη περίπτωση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν να ενταχθούν στην συνολική υπερασπιστική στρατηγική του κατηγορουμένου, με σκοπό την δημιουργία ευνοϊκών όρων για την επιτυχή εξέλιξη της υπόθεσης. Τίθεται το ερώτημα όμως, πώς πρέπει να αξιολογούνται τέτοιου είδους πρωτοβουλίες των διαδίκων ή των συνηγόρων τους. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να διακρίνουμε περιπτώσεις:
α) Η προσπάθεια δημιουργίας θετικής δημοσιότητας και ευρύτερης κοινωνικής συμπαράταξης υπέρ του κατηγορουμένου, από τον ίδιο ή το συνήγορό του σε όλες τις φάσεις της ποινικής διαδικασίας, με τη χρησιμοποίηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, δεν είναι καταρχήν επιλήψιμη, αλλά μπορεί να αποφέρει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
β) Κατ’ αρχήν θεμιτή θα πρέπει να θεωρηθεί και η διατύπωση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, των γενικών θέσεων και ισχυρισμών του κατηγορουμένου, έναντι της κατηγορίας. Το ίδιο ισχύει και για την γενική κριτική οριστικών αποφάσεων, που δε συνοδεύεται από προσβλητικούς χαρακτηρισμούς των δικαστικών οργάνων.
γ) Ανεπίτρεπτη αντίθετα πρέπει να θεωρείται, η διατύπωση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης δηλώσεων και κρίσεων περί της ενοχής του κατηγορουμένου, που προέρχονται από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής. Η διάκριση αυτή επιβάλλεται από το τεκμήριο αθωότητας, ως υπέρτατης ρυθμιστικής αρχής της ποινικής διαδικασίας με αυξημένη τυπική ισχύ, αλλά και ως βασικής αρχής κοινωνικής οργάνωσης. Η αντίστοιχη υποχρέωση των δημοσιογράφων θεσπίζεται ρητώς στο άρθρ. 3 παρ.3 ν. 1730/1987 και στο άρθρ.10 του Κωδ.Δημ.Δε. για τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον τύπο, ενόψει των διατάξεων για την προστασία της προσωπικότητας.
Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. απόφαση 970/1998 του ΔΕφΠειρ. απαγορεύεται από τις ειδησεογραφικές και ενημερωτικές εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών η παρουσίαση θυμάτων βιασμού. Η παρουσίαση ανηλίκων, θυμάτων άλλων εγκληματικών ενεργειών, επιτρέπεται μόνον εφόσον είναι αναγκαία για την ενημέρωση του κοινού, και εφόσον δεν προκαλεί βλάβη ή πόνο στην προσωπικότητα του ανηλίκου. Απαγορεύεται η δραματοποιημένη αναπαράστασης είδησης στα δελτία ειδήσεων και η μετάδοση σκηνών άσκοπης βίας, που δεν είναι αναγκαίες για την πληροφόρηση του κοινού. Οι προβλεπόμενες από το Ν. 2328/95 κυρώσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 10 της Σύμβασης της Ρώμης.
Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, που αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή με αποφασιστική αρμοδιότητα, όταν διαπιστώνει παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, μπορεί να προβεί στη διατύπωση υποχρεωτικής γνωμοδότησης, δηλ. αυτοτελούς διοικητικής Πράξης, περί επιβολής από τον Υπουργό Τύπου των κυρώσεων του άρθρου 4 Ν. 2328/95, η οποία υπόκειται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας. από τα στοιχεία του φακέλου. Η παράλειψη κλήσης του διοικούμενου για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης καλύπτεται, εάν ο διοικούμενος ανέπτυξε τις απόψεις του με υπόμνημα.
δ) Ανεπίτρεπτη πρέπει να θεωρηθεί και η παρουσίαση και αξιολόγηση από τους διαδίκους στα μέσα μαζικής επικοινωνίας των κατ’ ιδίαν αποδείξεων (εγγράφων, μαρτύρων κ.λ.π.) είτε υπό μορφή «τηλεοπτικής μονομαχίας» με τον αντίπαλο είτε όχι. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι ανταγωνιστική προς την εκκρεμή ποινική διαδικασία και τείνει στην υποκατάστασή της. Η απόδειξη δεν επιτρέπεται να διεξάγεται εκτός δίκης
24.
Ωστόσο, συχνότερες είναι οι περιπτώσεις που η αυτόκλητη ανάμιξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην εκκρεμή ποινική διαδικασία, θέτει το πρόβλημα της προστασίας του κατηγορουμένου απέναντι σε ενέργειες, που όχι μόνο προσβάλλουν την προσωπικότητά του, αλλά και απειλούν την αποτελεσματικότητα της υπεράσπισής του στο πλαίσιο της διεξαγόμενης δίκης. Η βάναυση κακοποίηση του τεκμηρίου αθωότητας με τον προκαταβολικό στιγματισμό και διασυρμό του κατηγορουμένου, ήδη από την φάση της αστυνομικής προανάκρισης, τείνει δυστυχώς να αποτελέσει καθημερινό φαινόμενο. Κατά την προσαγωγή του κατηγορουμένου, οι κάμερες και οι φωτογράφοι αφήνονται ανενόχλητοι να τον απαθανατίζουν, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που έξω από τα εισαγγελικά γραφεία διεξάγεται ραδιοτηλεοπτική «προανάκριση». Κανείς δε φαίνεται να συγκινείται από την αγωνιώδη προσπάθεια πολλών κατηγορουμένων, να κρύψουν τα πρόσωπά τους από τον φακό. Η μυστική υποτίθεται ανάκριση (άρθρ.241 ΚΠοινΔ), διεξάγεται ενίοτε δια των εφημερίδων, στις οποίες δημοσιεύονται αυτολεξεί απολογίες κατηγορουμένων
25.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κακοποίησης του τεκμηρίου αθωότητας από τα ΜΜΕ αποτελεί η υπόθεση Μανώλη Δουρή, η οποία αφορούσε ένα έγκλημα παιδεραστίας και βιασμού ενός παιδιού, το οποίο «αποδόθηκε» στον πατέρα του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, το αν και πόσο αναγνώρισαν και σεβάστηκαν τα ατομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Αρχικά βλέπουμε τον Τύπο πεπεισμένο για την ενοχή του κατηγορούμενου, πριν καν την κύρια διαδικασία, να ερμηνεύει μια οποιαδήποτε έκφραση, κίνηση ή χειρονομία του φερόμενου δράστη, ως προϊόν της εγκληματικής του προσωπικότητας, για την οποία ήταν πεπεισμένοι. Επιπλέον, δίχως να σέβονται την ιδιωτική του ζωή σπεύδουν να δημιουργήσουν εντυπώσεις, αφήνοντας την όποια διασωθείσα υπόληψή του, έρμαιο στις κρίσεις του κοινωνικού του περίγυρου. Ενός περίγυρου, που και μόνο ακούγοντας τις κατηγορίες που τον βαραίνουν, είναι επόμενο να εκφράζει την έντονη κοινωνική του αντίδραση, χωρίς κανείς να μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν προβαίνει και σε υπερβολές. Κι όλα αυτά γίνονται με τον «μανδύα» της έρευνας του παρελθόντος του δράστη, της εξέτασης όπως αρέσκονται να διατείνονται οι δημοσιογράφοι του βιωματικού του background.
Ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης δήλωνε εκείνες τις μέρες στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»: «Από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης των εγκληματολογικών εργαστηρίων μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί άλλος να είναι ο βιαστής κι άλλος ο δολοφόνος». Πράγματι, σχετικό πόρισμα των εργαστηρίων ανέφερε ότι στα ρούχα του παιδιού βρέθηκαν τρίχες γεννητικών οργάνων που δεν ανήκαν στο Μανώλη Δουρή. Ο συνήγορος υπεράσπισης, Βασίλης Καρύδης, ανέφερε ότι πριν καταδικαστεί ο Μανώλης Δουρής, για τον οποίο πίστευε ακράδαντα ότι είναι αθώος, δεν έγινε ούτε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που είχε ζητήσει η υπεράσπιση του κατηγορούμενου, ούτε έλεγχος με DNA των τριχών που είχαν βρεθεί στο στόμα και στον πρωκτό του θύματος.
Τυχόν λάθη, πλημμέλειες, κακή εκτίμηση των αποδείξεων ή ελλιπής αιτιολογία της απόφασης δεν εξετάστηκαν ποτέ. Η δικαιοσύνη δεν επιλήφθηκε της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό και φυσικά, ούτε γνωμοδότησε το Ακυρωτικό μας δικαστήριο. Ο λόγος, λίγο πολύ, γνωστός σε όλους.
Η τηλεόραση που –ως μέσο- είχε κατακερματίσει το τεκμήριο αθωότητας του Δουρή, φάνηκε -ως υλικό αντικείμενο- και σε κάτι χρήσιμη στον ίδιο: απαγχονίστηκε με το καλώδιο της τηλεόρασης στο κελί του
26.
Μια ακόμη υπόθεση κακοποίησης του τεκμηρίου αθωότητας από τα ΜΜΕ είναι η υπόθεση της «17ης Νοέμβρη». Χρειάστηκε μια άτυχη στιγμή για τον Σάββα Ξηρό, να σκάσει δηλαδή ένας εκρηκτικός μηχανισμός στα χέρια του, για να κρεμαστεί μια ολόκληρη κοινωνία μπροστά σε μια τηλεόραση. Για να αποκοιμηθεί μπροστά σε μια οθόνη ένας ολόκληρος πληθυσμός, από το διανοούμενο μέχρι τη νοικοκυρά της διπλανής μας πόρτας. Αναφορικά με τον τρόπο που χειρίστηκαν την υπόθεση τα μέσα ενημέρωσης, έχουν ακουστεί πολλές αντιρρήσεις. Πολλοί θεωρούν, πως τα μέσα «πωρωμένα» από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, όχι μόνο δε σεβάστηκαν, αλλά προσέβαλαν βάναυσα την προσωπικότητα μα και την ιδιωτική ζωή των κατηγορουμένων.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι, όσον αφορά τον τρόπο παρουσίασης του Έλληνα τρομοκράτη από τα ΜΜΕ, το γεγονός ότι αμφισβητήθηκαν τα ατομικά δικαιώματα που το ίδιο το Σύνταγμα μιας δημοκρατικής κοινωνίας παρέχει στους πολίτες. Ενοχοποιήθηκαν ως εχθροί της Πολιτείας, ακόμη και όσοι τολμούσαν να μιλήσουν για σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και μάλιστα κάποιοι από αυτούς χαρακτηρίστηκαν ως φιλοτρομοκράτες. Τα ΜΜΕ δεν άσκησαν ανεξάρτητη δημοσιογραφία, καθώς οι πληροφορίες που έδιναν στο κοινό προέρχονταν κατά κύριο λόγο από διαρροές της Αστυνομίας ή της Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβεβαιωθεί η εγκυρότητά τους. Μάλιστα, επειδή οι δημοσιογράφοι πολλές φορές δεν είχαν άλλη πηγή πέρα από την Αστυνομία, δημιούργησαν μια «ιδιότυπη» σχέση μαζί της. Κατά συνέπεια καθιερώθηκε μια σχέση αλληλεξάρτησης, όπου το καθένα από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα.
Επιπλέον τα ΜΜΕ έπεσαν και σε ένα ακόμη ολίσθημα, με το να ενοχοποιήσουν τους δικηγόρους που ανέλαβαν την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Αλήθεια, μήπως σε όσους κατηγορούνται θα έπρεπε να απαγορευθεί το δικαίωμα της νομικής εκπροσώπησής τους;
Το άρθρο 93 του Συντάγματος, αμέσως μετά τη διάκριση των δικαιοδοσιών στην §1, καθιστά τη δημοσιότητα θεμελιώδη αρχή της δίκης. Στην §2 κατοχυρώνει το δημόσιο χαρακτήρα των συνεδριάσεων, ενώ στην §3 τη δημόσια απαγγελία των δικαστικών αποφάσεων. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις άσκησης ελέγχου στο έργο και της δικαστικής εξουσίας από τον κυρίαρχο λαό. Η παρακολούθηση της εκτέλεσης των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών από το κοινό, ωφελεί τη δημοκρατία όχι μόνο λόγω της εξυπηρέτησης θεμελιώδους όρου του πολιτεύματος, αλλά και γιατί παράλληλα ικανοποιούνται και ατομικά δικαιώματα. Συγκεκριμένα, ικανοποιείται το δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση, ενώ όταν πρόκειται για ποινικές δίκες, εξασφαλίζεται η τήρηση των εγγυήσεων που πρέπει να διέπουν τη διαδικασία και των δικαιωμάτων που πρέπει ν’ απολαμβάνει ο κατηγορούμενος.
Δυνατότητα εξαίρεσης προβλέπει το άρ. 93§2 Συντ., όταν υπερέχει των παραπάνω η προστασία των χρηστών ηθών ή της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής. Σε εφαρμογή αυτών, το άρ. 329 ΚΠοινΔ στην §1 καθιερώνει τη δημοσιότητα ως κανόνα των ποινικών δικών, ενώ το άρ. 330 υιοθετεί τους συνταγματικούς λόγους εξαίρεσης και προβλέπει δυνατότητα πλήρους αποκλεισμού της δημοσιότητας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης (όχι πάντως στην απαγγελία της απόφασης).
Το άρθρο 35§4 του ν.2172/1993 που μέχρι πρόσφατα ίσχυε, περιείχε ρύθμιση που δεν έθιγε την παρουσία πολιτών στο ακροατήριο, έδινε όμως τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο ή στον παθόντα να ζητήσουν μ’ αίτησή τους ν’ απαγορευθεί η μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση της δίκης και η ραδιοτηλεοπτική μετάδοσή της. Με την ψήφιση του ν. 3090/2002, η πρόβλεψη αυτή τροποποιήθηκε. Στην §1 του άρθρου 849, και πάλι χωρίς να θίγεται η αυτούσια παρουσία, θεσπίζει την ίδια απαγόρευση όχι όμως ως δυνατότητα, αλλά ως τον κανόνα πια. Για να εισέλθουν πλέον στις αίθουσες των δικαστηρίων οι κάμερες και τα μικρόφωνα, απαιτείται η συναίνεση όλων των διάδικων μερών και σωρευτικά η συνδρομή δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, διευρύνθηκε το φάσμα προστασίας των εμπλεκόμενων στη δίκη, αλλά και διαφοροποιήθηκε η μεταχείριση του Τύπου από τη ραδιοτηλεόραση.
Μυστικότητα αντίθετα, χαρακτηρίζει την προδικασία της ποινικής δίκης. Με την αναγνώριση μόνο της δημοσιότητας των μέρων (η δυνατότητα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση του ανακριτικού υλικού) κι όχι της εξωτερικής δημοσιότητας, επιδιώκεται η εξασφάλιση των συνθηκών που θα οδηγήσουν στη διαλεύκανση του εγκλήματος, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την ηθική μείωση του κατηγορούμενου, σ’ ένα στάδιο που βασίζεται απλά σε μια πιθανότητα μετατροπής των ενδείξεων σε αποδείξεις
27.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Βασανιστήρια, προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τεκμήριο αθωότητας
Τα βασανιστήρια ήταν για αιώνες ένα μέσο «νόμιμης απόδειξης» της ενοχής του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, το οποίο χρησιμοποιούνταν ευρέως στα νομικά συστήματα πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Σκοπός τους ήταν ν’ αποσπασθεί μια ομολογία, να μαρτυρήσει ο ύποπτος εναντίον του εαυτού του. Τα βασανιστήρια ως μέσο απόδειξης έπεσαν σταδιακά σε αχρησία τον 17ο αιώνα και καταργήθηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ανάμεσα στο δεύτερο μισό του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.
Σύμφωνα με το Foucault, ο νομικός Διαφωτισμός πρέσβευε ότι η αλήθεια γύρω από ένα έγκλημα μπορεί θεωρηθεί νομικά αποδεδειγμένη μόνον εάν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα. Κατά συνέπεια, ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι την απόδειξη της ενοχής του.
Ο Langbein (1977) στηρίζει την ερμηνεία της κατάργησης των βασανιστηρίων στους μετασχηματισμούς που γνωρίζει το «παλιό» ποινικό σύστημα με τη σταδιακή μεταβολή του συστήματος αποδείξεων και με την ευρεία χρήση νέων τύπων ποινής, ιδίως της φυλάκισης. Αν ο κατηγορούμενος αρνούνταν την κατηγορία στη διάρκεια του βασανισμού -πράγμα όχι σπάνιο αφού η ομολογία συνήθως του στοίχιζε τη ζωή- ο δικαστής ήταν υποχρεωμένος να τον αθωώσει. Ο βασανισμός «καθάριζε» τις εναντίον του αποδείξεις (purgatio).
Η θέση του Langbein για τις σταδιακές μεταβολές στο σύστημα των «νόμιμων αποδείξεων» δείχνει, ότι για την κατάργηση των βασανιστηρίων καθοριστικός δεν ήταν ο ανθρωπισμός ή η πρόοδος, αλλά η επέκταση της «έκτακτης ποινής»
28 και η αναγνώριση της δυνατότητας του δικαστή να εκτιμά ελεύθερα τις αποδείξεις, χωρίς να περιορίζεται από κανόνες «νόμιμης απόδειξης».
Στη χώρα μας το Σύνταγμα στο άρθρο 2 παρ.1 αναφέρει: «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας». Η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται όχι στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος, που αφορά στα ατομικά δικαιώματα, αλλά στο πρώτο. Από αυτό συνάγεται, ότι ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε ν’ αναγάγει τη διάταξη αυτή σε θεμελιώδη αρχή για τη συνολική συνταγματική τάξη της χώρας και για το λόγο αυτό άλλωστε, την εξαιρεί μαζί με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 από τις αναθεωρήσιμες διατάξεις του Συντάγματος. Η διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 Συντ. είναι μια πλήρως δεσμευτική από νομική άποψη διάταξη, η οποία όμως λόγω της γενικότητάς της, εφαρμόζεται επικουρικά απέναντι στις ειδικές διατάξεις που κατοχυρώνουν τα ατομικά δικαιώματα. Ως αξία του ανθρώπου νοείται ο απαραβίαστος πυρήνας της προσωπικότητας του ατόμου ως φυσικού υποκειμένου δικαίου. Με άλλα λόγια, από την αξία του ανθρώπου απορρέει η αναγνώρισή του από το δίκαιο ως υποκειμένου δικαίου, ως φορέα δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Το άρθρο 7 παρ.2 απαγορεύει ρητά κάθε προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στα πλαίσια του ποινικού κολασμού και εφαρμόζεται στις περιπτώσεις προσωρινής κράτησης και ανάκρισης, καθώς και άλλου περιορισμού της ελευθερίας εκ μέρους των κρατικών οργάνων. Το Σύνταγμά μας δεν κατοχυρώνει ρητώς το δικαίωμα σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας, ορίζει όμως στο άρθρο 7 παρ.2 ότι «τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται όπως ορίζει ο νόμος». Κατά το νομοθετικό ορισμό «βασανιστήρια συνιστούν κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνιτών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος».
Η απαγόρευση των βασανιστηρίων περιλαμβάνει κάθε επιβολή σωματικού ή ψυχικού πόνου με πράξη τρίτου, με σκοπό την υποταγή της θέλησης ή τον εξευτελισμό του θύματος. Ως πόνος νοείται εδώ, κάθε έντονο δυσάρεστο συναίσθημα. Ενώ η πρόκληση σωματικού πόνου αποτελεί πάντα βασανιστήριο, αυτό δεν συμβαίνει πάντα με την πρόκληση ψυχικού πόνου. Η πρόκληση ψυχικού πόνου μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασανιστήριο, όταν συντρέχει το πρόσθετο στοιχείο της επιδίωξης της υποταγής της θέλησης ή του εξευτελισμού του βασανιζόμενου. Κατά τα λοιπά ο σκοπός των βασανιστηρίων δεν αποτελεί εννοιολογικό τους στοιχείο
29.
Είναι αδιάφορο από την άποψη αυτή, αν τα βασανιστήρια επιβάλλονται ως ανακριτικό ή εκφοβιστικό μέσο, ως ποινή, αντίποινο ή αυτοσκοπός. Η συνταγματική απαγόρευση είναι γενική και ανεξαίρετη, γιατί τα βασανιστήρια αποτελούν την πιο έκδηλη άρνηση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και συνεπάγονται επιπλέον την αποκτήνωση του βασανιστή.
Ομολογίες κατηγορουμένων, μαρτυρικές καταθέσεις και εν γένει δηλώσεις που προέρχονται από βασανιστήρια ή από άλλες πράξεις των κρατικών οργάνων, που αναφέρονται ενδεικτικά στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 Συντ., απαγορεύεται απολύτως να αξιοποιηθούν αποδεικτικά. Αυτό συνάγεται ήδη από τη συστηματική ένταξη της διάταξης στο εσωτερικό ενός άρθρου, που ρυθμίζει ζητήματα τόσο ουσιαστικού όσο και δικονομικού ποινικού δικαίου. Τα βασανιστήρια δεν αποτελούν ποινή συνταγματικώς αποδεκτή, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως ανακριτική μέθοδος εις βάρος του κατηγορουμένου ή τρίτου. Η απαγόρευση των βασανιστηρίων ως ανακριτικής μεθόδου υποστηριζόταν ήδη υπό το Σύνταγμα του 1864. Η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 18: «Αι βάσανοι και η γενική δήμευσις απαγορεύονται. Ο πολιτικός θάνατος καταργείται. Η θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων, εκτός των συνθέτων, καταργείται», θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση αφορούσε αποκλειστικά στην επιβολή βασανιστηρίων ως ποινής. Για να καταστεί σαφές ότι περιλαμβανόταν και η διενέργεια βασανιστηρίων για ανακριτικούς σκοπούς, προστέθηκε ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 17 Συντ. του 1927: «δια της λέξεως βάσανοι εννοείται και οιαδήποτε κάκωσης προς κολασμόν ή ανακάλυψιν εγκλήματος».
Στην ελληνική έννομη τάξη η απαγόρευση των βασανιστηρίων είναι απόλυτη και δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση. Η απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης ομολογιών κτλ. που έχει προέλθει από βασανιστήρια, συνάγεται ευθέως από το άρθρο 7 παρ.2 Συντ., στο οποίο περιέχεται μια συνολική δικονομική / αποδεικτική στάθμιση του συντακτικού νομοθέτη. Το Σύνταγμα δεν περιορίζεται στις απαγορεύσεις του άρθρου 7 παρ.2, αλλά ορίζει και ότι οι απαγορευμένες πράξεις τιμωρούνται, όπως ορίζει ο νόμος.
Βέβαια, τα βασανιστήρια συνιστούν συνήθως μια από τις ήδη προβλεπόμενες αξιόποινες πράξεις. Ο νόμος 1500/1984 «Ποινικός κολασμός των βασανιστηρίων» εισάγει νέες διατάξεις, που ανάγουν την επιβολή βασανιστηρίων από υπάλληλο ή στρατιωτικό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, σε πρόσωπο που βρίσκεται υπό την εξουσία του, καθώς και τη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σε λόγο επιβολής βαρύτερης ποινής. Η καταδίκη στις πράξεις αυτές συνεπάγεται την αυτοδίκαιη –διαρκή ή προσωρινή – αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων αυτών δεν αποκλείει ούτε η κατάσταση ανάγκης ούτε η προσταγή προϊσταμένου. Σε περίπτωση που οι πράξεις αυτές τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία. Τέλος, ο νόμος προβλέπει την αστική ευθύνη τόσο του δράστη όσο και του δημοσίου προς αποζημίωση του παθόντος. Επιπλέον μπορεί ο δράστης να ευθύνεται πειθαρχικώς, κι αν ακόμα δεν είναι δυνατή η συγκρότηση της ποινικής του ευθύνης.
Η διάταξη του άρθρου 14 της Διεθνούς Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων (κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1782/88, ΦΕΚ 116Α/88) είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς με αυτήν προβλέπεται η υποχρέωση του κράτους, να διασφαλίσει ότι το θύμα θα μπορέσει να ικανοποιηθεί και να αποζημιωθεί πλήρως. Η επιδίκαση αποζημίωσης αποτελεί ένα μέρος της γενικότερης υποχρέωσης, που βαραίνει το υπαίτιο κράτος, για την επανόρθωση της ζημίας που προξένησε. Η επανόρθωση αυτή στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου μπορεί να λάβει χώρα με δύο τρόπους: α) την αποκατάσταση των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση και β) την αναγνωριστική απόφαση ενός διεθνούς δικαστηρίου. Η ευθύνη του κράτους όπως προκύπτει από το άρθρο 14 της Διεθνούς Σύμβασης, αναφέρεται στην τροποποίηση της νομοθεσίας και της δικαστικής και διοικητικής του πρακτικής, ώστε το θύμα να μπορεί να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές και στα δικαστήρια, αξιώνοντας αποζημίωση και ικανοποίηση. Η αποζημίωση θα πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι απλώς συμβολική πληρωμή χρημάτων. Επίσης, μέσα στα απαραίτητα μέτρα μπορεί να συμπεριλαμβάνονται ειδικές θεραπείες, παροχή σύνταξης και άλλων βοηθημάτων, καταβολή νοσηλίων σε ειδικά κέντρα αποκατάστασης θυμάτων βασανιστηρίων.
Οι κυβερνήσεις πρέπει να ελέγχουν τακτικά τις διαδικασίες κράτησης και ανάκρισης. Οι φυλακισμένοι πρέπει να πληροφορούνται αμέσως τα δικαιώματά τους, και κυρίως το δικαίωμα να υποβάλλουν παράπονα για τη μεταχείρισή τους. Πρέπει να γίνονται τακτικές επιθεωρήσεις στους χώρους κράτησης. Ένα σημαντικό μέτρο προστασίας από τα βασανιστήρια, θα ήταν ο διαχωρισμός ανάμεσα στις αρχές που είναι υπεύθυνες για την κράτηση και σε εκείνες που είναι επιφορτισμένες με την ανάκριση. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εξασφαλίσουν, ότι όλες οι καταγγελίες και αναφορές για βασανιστήρια εξετάζονται αμερόληπτα και αποτελεσματικά. Οι μέθοδοι και τα πορίσματα αυτών των ερευνών, να γνωστοποιούνται στο κοινό. Οι μάρτυρες και οι καταγγέλλοντες να προστατεύονται από εκφοβισμούς.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκδίκασε στις 13 Δεκεμβρίου 2005 την υπ’ αριθ. 15250/02 προσφυγή των κ.κ. Λάζαρου Μπέκου και Ελευθέριου Κουτρόπουλου κατά της Ελλάδας, που αφορούσε υπόθεση κακομεταχείρισης από αστυνομικά όργανα. Οι δύο ανωτέρω Έλληνες υπήκοοι, οι οποίοι ανήκουν στην εθνοτική ομάδα των Ρομά, αποπειράθηκαν στις 8-5-1998 να διαρρήξουν ένα περίπτερο, συνεπλάκησαν με τον ιδιοκτήτη και τελικώς συνελήφθησαν από την αστυνομία. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι τα αστυνομικά όργανα επέδειξαν βάναυση συμπεριφορά εις βάρος τους, κατά τη διάρκεια της σύλληψής τους και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της κράτησής τους υπήρξαν θύματα βάναυσης συμπεριφοράς από την αστυνομία, η οποία τους προκάλεσε σωματικές βλάβες και ψυχική οδύνη που συνιστούν βασανιστήρια, απάνθρωπη ή/και εξευτελιστική συμπεριφορά ή τιμωρία. Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι οι ελληνικές ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές δε διενήργησαν ταχεία και αποτελεσματική επίσημη έρευνα σχετικά με το περιστατικό, κατά παράβαση των άρθρων 3 και 13 της Σύμβασης. Επίσης, υποστήριξαν ότι κίνητρο των καταγγελλόμενων πράξεων ήταν η ρατσιστική προκατάληψη, κατά παράβαση του άρθρου 14 της Σύμβασης.
Στις 11-5-1998 το περιστατικό καταγγέλθηκε δημόσια από οργανώσεις για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων. Το Νοέμβριο του 1999, οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, με τριετή αναστολή.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης σε σχέση με τη συμπεριφορά που υπέστησαν οι προσφεύγοντες από την αστυνομία, αφού οι σοβαρές σωματικές βλάβες που υπέστησαν, και η ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε η καταγγελλόμενη μεταχείριση των αστυνομικών, να μπορούν να την χαρακτηρίσουν ως απάνθρωπη και εξευτελιστική συμπεριφορά.
Όσον αφορά την προβαλλόμενη ανεπάρκεια της έρευνας, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, όταν ένα πρόσωπο ισχυρίζεται με πειστικό τρόπο ότι υπέστη μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 από αστυνομικά ή άλλα κρατικά όργανα, η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το γενικό καθήκον των Κρατών βάσει του άρθρου 1 της Σύμβασης, απαιτεί τη διενέργεια αποτελεσματικής επίσημης έρευνας. Τόσο κατά τη διάρκεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης που διεξήχθη σχετικά με το περιστατικό, όσο και κατά τη δικαστική διαδικασία που ακολούθησε, αναγνωρίστηκε ότι οι προσφεύγοντες υπέστησαν κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της κράτησής τους. Ωστόσο, κανείς αστυνομικός δεν τιμωρήθηκε για την κακομεταχείριση των προσφευγόντων, είτε στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο των εσωτερικών πειθαρχικών διαδικασιών της αστυνομίας. Η έρευνα δεν οδήγησε σε απτά αποτελέσματα και οι προσφεύγοντες δεν έτυχαν καμίας μορφής αποκατάστασης, οπότε το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, εφάρμοσε τον κανόνα της απόδειξης «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Αφού αξιολόγησε όλα τα σχετικά στοιχεία, δε θεώρησε ότι αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, πως στη μεταχείριση των προσφευγόντων από την αστυνομία έπαιξαν ρόλο ρατσιστικές αντιλήψεις. Συνεπώς έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 3, όσον αφορά το ουσιαστικό του σκέλος.
Παρά τις επαρκείς πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους οι αρχές, για την ύπαρξη ρατσιστικών κινήτρων στην καταγγελλόμενη κακοποίηση των προσφευγόντων, δεν προκύπτει ότι διεξήγαγαν έρευνα σχετικά με το θέμα αυτό. Οπότε το Δικαστήριο δέχτηκε πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της Σύμβασης, διότι οι αρχές δεν διερεύνησαν την πιθανότητα ύπαρξης ρατσιστικών κινήτρων στο περιστατικό.
Συμπεράσματα
Από την παρούσα εργασία μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου αποτελούν σημαντικές παραμέτρους στην ποινική διαδικασία. Η κατοχύρωση του τεκμηρίου σε κείμενα με αυξημένη τυπική ισχύ, υποχρεώνει το νομοθέτη να συμμορφωθεί με το σκοπό και την ουσία αυτού. Για το λόγο αυτό, ο ΚΠοινΔ καθορίζει ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζεται ως αθώος, όχι μόνο στην ποινική δίκη αλλά και πριν από την έναρξη αυτής, κατά τη διάρκεια της προδικασίας, ενώ η προστασία του τεκμηρίου λήγει μόνο όταν η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.
Βασική συνέπεια του τεκμηρίου αποτελεί το αξίωμα ότι εφόσον η αθωότητα τεκμαίρεται, αποδεικτέα είναι μόνο η ενοχή, ενώ οι αμφιβολίες λειτουργούν μόνο υπέρ του κατηγορουμένου και οδηγούν στην αθώωσή του. Περαιτέρω το τεκμήριο επιβάλλει την ανασταλτική λειτουργία των ενδίκων μέσων και την απαγόρευση επιβολής ποινών πριν την οριστική καταδίκη του κατηγορουμένου.
Η προστασία όμως που παρέχει το τεκμήριο στον κατηγορούμενο δεν περιορίζεται μόνο στις παραπάνω παρατηρήσεις, αλλά προχωρά και στη θεμελίωση συγκεκριμένων δικαιωμάτων υπεράσπισης. Τα δικαιώματα αυτά εγγυώνται, ότι ο κατηγορούμενος θα μπορέσει να υπερασπιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα τον εαυτό του.
Τέλος, ο ευρύς κύκλος των προσώπων που δεσμεύει το τεκμήριο (δικαστές, δημόσιους λειτουργούς και ιδιώτες που έχουν δικονομική ιδιότητα, τύπος, νομοθέτης) καθώς και η δυνατότητα κάμψης αυτού, μόνο στην περίπτωση που κρίνεται απαραίτητη η ικανοποίηση ενός αλλού εξίσου σημαντικού συμφέροντος της δίκης, καθιστούν σαφές ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί τελικά μια σημαντική παράμετρο του νομικού μας πολιτισμού και πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη προσοχή από όλους τους κοινωνούς του δικαίου.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας εξετάστηκαν οι παρακάτω αποφάσεις των εθνικών και του ευρωπαϊκού δικαστηρίου:
Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)
ΕΔΔΑ, Υπόθεση Διαμαντίδη κατά Ελλάδος (19/5/2005)
ΕΔΔΑ Υπόθεση Alija κατά Ελλάδος (7/4/2005), αποζημίωση για παράνομη κράτηση
ΕΔΔΑ Υπόθεση Μπέκου και Κουτρόπουλου κατά Ελλάδος (13/12/2005), αστυνομική κακομεταχείριση
ΕΔΔΑ Υπόθεση Funke κατά Γαλλίας (25/2/1993).
ΕΔΔΑ Υπόθεση Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας (10/2/1995).
ΕΔΔΑ Υπόθεση Krause κατά Ελβετίας (3/10/1978)
ΕΔΔΑ 44/1997/828/1034, Υπόθεση Teixeira de Castro κατά Πορτογαλίας (9/6/1998).
ΕΔΔΑ Υπόθεση Salabiaku κατά Γαλλίας (7/10/1988)
ΕΔΔΑ, Υπόθεση Knalfaoki κατά Γαλλίας (14/12/99), Ποιν. Δικ. 2000, σελ. 165
ΕΔΔΑ, Υπόθεση Tefner κατά Αυστρίας (20/3/2001), Ποιν. Λογ. 2001, σελ. 705
Αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ)
ΣτΕ (ΟΛΟΜ) 213/1992, ΤΟΣ 1992, σελ. 793, Δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας
ΣτΕ (ΟΛΟΜ) 213/1992 (32305), ΝοΒ 1992, σελ. 1096, Δικαίωμα Επιλογής Δικηγόρου
ΣτΕ 3982/1992, Δ/ΝΗ 1993, σελ. 686, Δικαίωμα υπεράσπισης του πολίτη
ΣτΕ 4335/1996, Α΄ Δημοσίευση Νόμος/1998, Θέση σε αργία Δημοτικού άρχοντα
Αποφάσεις Εφετείων – Πρωτοδικείων
ΕφΑθ 718-720/1991, Ποιν. Χρον. 1992, σελ. 447, Χρονικά όρια ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας.
ΔΕφΠειρ 970/1998, Απαγόρευση της παρουσίασης ανήλικων θυμάτων εγκληματικών ενεργειών από ειδησεογραφικές και ενημερωτικές εκπομπές.
ΕφΑιγαίου 26/2002, Ποιν. Δικ. 2002, σελ. 387, Η προσωρινή κράτηση σε εναρμόνιση με το τεκμήριο αθωότητας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
Α) Ελληνόγλωσση
Αλεξιάδης Σ., Ανακριτική, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2003.
Αλεξιάδης Σ., Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, εκδ. Σάκκουλα, 1986.
Ανδρουλάκης. Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδ. Αντ. Ν Σάκκουλα, 2007.
Δαγτόγλου Π, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005.
Δέδες Χ., Ποινική δικονομία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1993.
Δημητράτος Ν., Προβλήματα Δημοσιότητας στην ποινική δίκη, Νο Β, Αθήνα, 1991.
Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2005.
Κάβουρας Γ., Το τεκμήριο Αθωότητας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2007.
Καράκωστας Ι., Το δίκαιο των ΜΜΕ, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2003.
Καράκωστας Ι., Τύπος και προσωπικότητα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2000.
Καρράς Αργ., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007.
Κρουσταλάκης Ε., Η κάλυψη από τα ΜΜΕ της προδικασίας στην ποινική δίκη, Υπεράσπιση, 1993.
Κωνσταντινίδης Α., Ποινική δίκη και ΜΜΕ, Περιοδικό Δίκη,1997.
Μυλωνάς Ι., Πτυχές του τεκμηρίου της αθωότητας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1994.
Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2η έκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2002.
Β) Ξενόγλωσση
Gomien D., Harris D., Zwaak L., H Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης: Δίκαιο και Πρακτική, Παπαζήσης, Αθήνα, 2001 (μετάφρ. Ε. Τσατσαρέλη).
Foucault, M., Surveiller et punir. Naissance de la prison, Paris, 1975.
Langbein, J., Torture and the Law of the Proof, London, 1977.
Γ) Ηλεκτρονικές Πηγές
Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ανακτήθηκαν στις 28/10/2010 από το δικτυακό τόπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους: http://www.nsk.gr/%CE%91%CF%80%CE%BF%CF%86%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82%CE%95%CE%94%CE%94%CE%91/tabid/108/Default.aspx
Άρθρο, Ένοχος Πρώτου Βαθμού, Διονύση Χιόνη, Δικηγόρου – Εγκληματολόγου, ανακτήθηκε στις 10/12/2010 από το δικτυακό τόπο «Theartofcrime»: http://www.theartofcrime.gr/?pgtp=1&aid=1247841035
Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Ανακτήθηκε στις 26/10/2010 από το δικτυακό τόπο της Πρεσβείας της Γαλλίας στην Ελλάδα:
http://www.ambafrance-gr.org/france_grece/spip.php?article660
Ποινική δικονομία = Gesetzbuch ueber das Straf – Verfahren. – εν Ναυπλιώι : εκ του επί των Δημοσίου Τμήματος του Βασιλικού Τυπογραφείου, 1834. Ανακτήθηκε στις 27/10/2010 από το δικτυακό τόπο του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου:
http://81.186.130.244:27000/Volos/cntmng?id=123
Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος : συνταχθέν, ανακριθέν, και επικυρωθέν κατά την Γ΄ Εθνικήν Συνέλευσιν εν Τροιζήνι 1827 κατά μήνα Μάϊον. [χ.τ.]: Εκ της τυπογραφίας της Κυβερνήσεως, 1827. (αρ. ψηφιακής σελ. 18). Ανακτήθηκε στις 27/10/2010 από το δικτυακό τόπο του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου:
http://81.186.130.244:27000/Volos/cntmng?sesid=B45A86761ADFB3AE6CF54C8E7E47E9BD&page=18
Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος κατά την Ε΄ Εθνικήν Συνέλευσιν / εκδιδόμενον νυν το πρώτον υπό Ανδρέου Ζ. Μαμούκα. – Αθήνησιν: εκ της τυπογραφίας Π. Β. Μελαχούρη & Φ. Καραμπίνη, 1843 (αρ. ψηφιακής σελίδας 11). Ανακτήθηκε στις 27/10/2010 από το δικτυακό τόπο του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου:
http://81.186.130.244:27000/Volos/cntmng?sesid=C36B43C8FF26F2117724BBE526A7619B&page=11
Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Ανακτήθηκε στις 26/10/2010 από το δικτυακό τόπο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR):
Absolution ab instantia, Μετάφραση σελίδας που ανακτήθηκε στις 29/10/2010 από http://portalwiedzy.onet.pl/74676,,,,absolutio_ab_instantia,haslo.html
http://el.wikipedia.org/wiki/Ποινική_Δικονομία