Leave a reply
Σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων περίπου 65.000 Έλληνες δανειολήπτες θίγονται από την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας να απελευθερώσει την ισοτιμία του εθνικού της νομίσματος από το όριο του 1,20 €, που ήταν κλειδωμένη εδώ και δύο περίπου χρόνια. Πρόκειται για δανειολήπτες – καταναλωτές, στις δανειακές συμβάσεις των οποίων προβλέπεται ρήτρα αποπληρωμής του δανεισθέντος ποσού με βάση την εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία του Ελβετικού φράγκου σε σχέση με το Ευρώ. Έτσι, με την απελευθέρωση του Ελβετικού φράγκου και την ακόλουθη ενίσχυσή του κατά περίπου 30% σε σχέση με το ευρώ αυξήθηκαν κατά αντίστοιχο ποσοστό τόσο οι συνολικές οφειλές όσο και οι μηνιαίες δόσεις των συγκεκριμένων δανειοληπτών.
Με την υπ’ αρ. 23/2014 απόφασή του σε σχετική υπόθεση δανειολήπτη το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης έκρινε τέτοιο γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ) ως καταχρηστικό και, συνεπώς, άκυρο, με την αιτιολογία του αδιαφανούς χαρακτήρα του. Άνοιξε έτσι ένα σημαντικό παράθυρο ανακούφισης για χιλιάδες δανειολήπτες και τις οικογένειές τους, που βλέπουν τις δόσεις των δανείων τους να φεύγουν εκτός ελέγχου. Η πρωτοβάθμια αυτή απόφαση μπορεί να ανατραπεί σε δεύτερο βαθμό ή στον Άρειο Πάγο, αποτελεί όμως μία απόφαση – σταθμό για την
ερμηνεία της καταχρηστικότητας ΓΟΣ σε καταναλωτικές συμβάσεις.
Ορισμοί
Κατ’ αρχάς, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους (άρθρο 1 § 4 α’ του Ν 2251/1994). Συνεπώς, κάθε δανειολήπτης χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, είτε πρόκειται για μεμονωμένο άτομο είτε για εταιρεία, χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής από τον νόμο και απολαμβάνει της αντίστοιχης αυξημένης προστασίας.
Περαιτέρω, προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. Προμηθευτής νοείται και ο διαφημιζόμενος (άρθρο 1 § 4 β’ του Ν 2251/1994). Επομένως, όλα τα αδειοδοτημένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που χορηγούν δάνεια στα πλαίσια της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, υπάγονται στην έννοια του προμηθευτή.
Τέλος, ως γενικοί όροι συναλλαγών χαρακτηρίζονται οι συμβατικοί όροι μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (άρθρο 2 § 1 του Ν 2251/1994).
Νομικό Πλαίσιο
Ο Ν. 2251/1994 αποτελεί το βασικό εγχώριο νομοθέτημα για την προστασία των καταναλωτών. Σύμφωνα με αυτόν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους, το οποίο μεριμνά ιδίως, μεταξύ άλλων, και για τα οικονομικά τους συμφέροντα (άρθρο 1 § 1 και 2 του Ν 2251/1994). Οι προστατευτικές διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε συμβατική σχέση, ένα συμβατικό μέρος της οποίας εμπίπτει στον σχετικό ορισμό του καταναλωτή.
Οι διατάξεις του Ν. 2251/1994, που αφορούν την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, εμπεριέχονται στο άρθρο 2 αυτού, και αποτελούν ενσωμάτωση στο Ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Πέρα από τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 2251/1994, για την κρίση περί καταχρηστικότητας ΓΟΣ εφαρμόζονται και οι γενικές διατάξεις των άρθρων 200, 281, 291 και 371 του Αστικού Κώδικα.
Οι Σχετικοί Λόγοι Καταχρηστικότητας ΓΟΣ
Γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ΓΟΣ κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (άρθρο 2 § 6 του Ν 2251/1994, ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012,1708). Η παραπάνω ρύθμιση του Ν 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία.
Ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση (άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ). Συνεπώς, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου ΓΟΣ είναι η με αυτόν «σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΑΠ Ολ 6/2006 ΕλλΔνη 2006,419).
Στον Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς τριάντα μία ρητές περιπτώσεις ΓΟΣ, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (άρθρο 2 § 7 του Ν 2251/1994). Σε αυτές περιλαμβάνεται και η περίπτωση καταχρηστικού ΓΟΣ, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (άρθρο 2 § 7 ια’ του Ν 2251/1994).
Περαιτέρω, μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ). Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ’ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ. Εντούτοις, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, ΑΠ Ολ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975).
Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71-75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για το λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων (ΠΠΞάνθης 23/2014).
Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθ. 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι ΓΟΣ, υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010,943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005,802).
Νομικές Συνέπειες της Καταχρηστικότητας ΓΟΣ
Η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της δικαιοπρακτικής σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος. Ως προς δε το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, αυτό καλύπτεται, κατ’ αρχήν, και εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθ. 6 § 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (βλ. ΔικΕΕ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 80-82 και 85).
Εφόσον δεν υφίσταται τέτοιος κανόνας ενδοτικού δικαίου, γίνεται από το Δικαστήριο συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει, δηλαδή, της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΕφΑθ 1471/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το Δικαστήριο σταθμίζει τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο ερμηνευόμενος όρος, λαμβάνει δε, επίσης, υπόψη τη φύση και το σκοπό της δικαιοπραξίας, τις συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των μερών, τις τοπικές και γλωσσικές συνήθειες, τις προηγούμενες συναλλαγές των μερών και την προηγούμενη συμπεριφορά τους, τις διαπραγματεύσεις, που είχαν προηγηθεί και πώς οι σχετικές δηλώσεις του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο. Για να συναγάγει, εξάλλου, το ερμηνευτικό του πόρισμα το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεσθεί στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αντλήσει στοιχεία και εκτός αυτής, τα οποία θα προταθούν από τους διαδίκους. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να λάβει υπόψη του και στοιχεία από τη μεταγενέστερη από την κατάρτιση της σύμβασης συμπεριφορά των μερών, ως ενδεικτικά του νοήματος, που είχαν προσδώσει στη σύμβαση τα μέρη, γεγονός, που υποδηλώνεται και με τις σύμφωνες με αυτό ενέργειές τους (ΑΠ 374/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, η διάταξη του άρθ. 371 ΑΚ και το εξ αυτής απορρέον κριτήριο της δίκαιης κρίσης, ως μέσο συμπλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την προστασία του αντισυμβαλλόμενου – καταναλωτή, δεδομένου ότι η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται κυρίως στις ατομικές συμβάσεις και δεν μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα του καταναλωτή σε συμβάσεις, όπου οι όροι μεταξύ των συμβαλλόμενιον μερών δεν καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τους ΓΟΣ (ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001,1125).
Έτσι, η απόφαση του Δικαστηρίου, που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία άκυρου, κατά τα ανωτέρω, όρου, δεν είναι διαπλαστική, διότι δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά τη διάταξη του άρθ. 371 εδ. 2 ΑΚ (οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι θα επρόκειτο για διαπλαστική απόφαση, η οποία διαπλάσσει το περιεχόμενο της ενοχικής σχέσης), παρά μόνο σε συμπλήρωση του κενού, που δημιούργησε ο άκυρος όρος, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς, ωστόσο, να τροποποιεί τη σύμβαση (ΠΠρΑθ 5257/2013, ΠΠρΑθ 3990/2013, ΠΠρΑθ 2942/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η υπ’ αρ. 23/2014 Απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης
Στην υπ’ αρ. 23/2014 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης ασχολήθηκε με την καταχρηστικότητα ή μη όρου σύμβασης καταναλωτικού δανείου, ο οποίος προέβλεπε ότι : «εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε Ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής».
Με βάση τις παραπάνω νομικές σκέψεις το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης έκρινε ότι ο παραπάνω γενικός όρος συναλλαγών, που ήταν προδιατυπωμένος από την τράπεζα χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον δανειολήπτη – καταναλωτή, κατά το μέρος που ρυθμίζει την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε Ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, ήταν αόριστος και ασαφής, ως εκ τούτου δε, καταχρηστικός και άκυρος. Συγκεκριμένα, έκρινε πως με τον ως άνω όρο δεν παρουσιάστηκαν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών, αφού δεν διατυπωνόταν ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων.
Έτσι, ο καταναλωτής, ο οποίος από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε πως διέθετε ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσει, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου. Δεν μπορούσε, επομένως, αυτός να γνωρίζει εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει. Και ναι μεν ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη, πλην, όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, προκειμένου να κριθεί ως έγκυρος βάσει των κριτηρίων, που ο Ν 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας του ως προς τις οικονομικές συνέπειές του οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή – πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την Τράπεζα (ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001,1128).
Στη συνέχεια, μετά την κήρυξη άκυρου του σχετικού όρου, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης κάλυψε το κενό, που προκλήθηκε στην επίμαχη σύμβαση αναφορικά με την ισοτιμία, βάσει της οποίας θα υπολογίζονταν οι καταβολές σε ευρώ, που ο καταναλωτής πραγματοποιούσε προς εξόφληση του δανείου του, με συμπληρωματική, κατ’ άρθ. 200 ΑΚ, ερμηνεία αυτής, ούτως ώστε η τελευταία να ανταποκρίνεται πλέον στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Έτσι, το δικαστήριο έκρινε ότι η τράπεζα, όσον αφορά την απόδοση του εν λόγω δανείου, δεν μπορεί να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη, που ίσχυε κατά την ημερομηνία χορήγησης του δανείου, λαμβάνοντας υπόψη τους εξής παράγοντες :
- τις αρχές της συναλλακτικής ευθύτητας, τις οποίες οφείλει να τηρεί κάθε χρηστός και γνωστικός συναλλασσόμενος, καθώς και τις σύμφωνες με αυτές συνήθειες των συναλλαγών,
- το είδος, τη φύση και το σκοπό της επίμαχης σύμβασης, την οποία σύναψαν οι διάδικοι, και, συγκεκριμένα, το γεγονός πως επρόκειτο για μία, καταρτισθείσα στην Ελλάδα, δανειακή σύμβαση, μέσω της οποίας ο καταναλωτής θα αποπλήρωνε (σε ευρώ) το τίμημα της αγοράς ενός διαμερίσματος,
- τα συμφέροντα αμφοτέρων των αντισυμβαλλόμενων μερών, εκ των οποίων εκείνα της τράπεζας δεν εξαρτώνται από τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, αλλά εξυπηρετούνται μέσω του προαναφερόμενου κυμαινόμενου επιτοκίου, με το οποίο και συμφωνήθηκε πως θα αποπληρωθεί το δάνειο,
- τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις χρηματαγορές μέχρι το έτος 2007, οπότε και συνήφθη η επίμαχη σύμβαση, και οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τη σταθερότητα της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου,
- το γεγονός πως ο καταναλωτής, ως υπήκοος Ελλάδας, ο οποίος ζει και δραστηριοποιείται στην Ελληνική επικράτεια, δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιεί το εγχώριο νόμισμα, και δη το ευρώ, στις συναλλαγές του,
- το γεγονός πως η τράπεζα γνώριζε πως ο καταναλωτής αδυνατούσε να έχει στην κατοχή του ελβετικά φράγκα, με συνέπεια να εξοφλεί, όπως και πράγματι έκανε, ουσιαστικά σε ευρώ το δάνειό του,
- το γεγονός πως το χρηματικό ποσό, που χορηγήθηκε, ως δάνειο, στον καταναλωτή δυνάμει της επίμαχης σύμβασης, ναι μεν εκταμιεύθηκε σε Ελβετικά φράγκα, πλην, όμως, αμέσως μετά την εκταμίευσή του μετατράπηκε από την ίδια την τράπεζα σε Ευρώ και, μάλιστα, με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων ισοτιμία κατά την ημέρα της εκταμίευσής του,
- το γεγονός πως η τράπεζα διέθεσε ουσιαστικά στον καταναλωτή το ποσό δανείου σε Ευρώ,
- το γεγονός πως η τράπεζα, στο πλαίσιο της επίμαχης σύμβασης, δεν παρείχε ουσιαστικά στον δανειολήπτη κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων, και
- τη διάταξη του άρθ. 806 ΑΚ, η οποία ορίζει πως «με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας».
Έννομη Προστασία
Δανειολήπτες, τα δάνεια των οποίων υπολογίζονται στην εκάστοτε ισοτιμία του Ελβετικού φράγκου, έχουν λοιπόν το δικαίωμα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη με τα εξής ένδικα μέσα :
- Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση των δόσεων του δανείου, στο ύψος που αυτές θα ανέρχονταν με βάση την ισοτιμία Ευρώ – Ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία λήψης του δανείου, μέχρι και την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
- Αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας του καταχρηστικού ΓΟΣ της σύμβασης δανείου, με τον οποίο προβλέπεται η σύνδεση του δανείου με το Ελβετικό φράγκου, και αναγνώρισης ότι το συμβατικό κενό πληρούται με την πρόβλεψη του υπολογισμού του ύψους του οφειλόμενου ποσού με βάση την ισοτιμία Ευρώ – Ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία λήψης του δανείου.
Η δικαίωση των δανειοληπτών από τα δικαστήρια δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου δεδομένη, καθώς η προαναφερόμενη απόφαση είναι σε πρώτο βαθμό και, επομένως, έπεται κρίση του νομικού ζητήματος από τα Εφετεία και τον Άρειο Πάγο. Εντούτοις, πρόκειται για μία πολύ καλά θεμελιωμένη απόφαση, που κρίνει το ζήτημα με υποδειγματικό τρόπο και επιλύει το κοινωνικό πρόβλημα της οικονομικής εξόντωσης χιλιάδων οικογενειών με ακριβοδίκαιο τρόπο.
Νομική Συμβουλή : Σε περίπτωση που έχετε λάβει δάνειο συνδεδεμένο με το Ελβετικό φράγκο, απευθυνθείτε σε δικηγόρο για την δικαστική σας προστασία, τόσο προσωρινά με την άμεση ρύθμιση των δόσεών σας όσο και με οριστικά με την κατάθεση σχετικής αγωγής.