κομιστής της επιταγής, δηλαδή, όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ο οποίος εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα τη μη πληρωθείσα επιταγή, αλλά και ο οπισθογράφος, ο οποίος κατέστη κομιστής, πληρώνων αναγωγικά την επιταγή μετά την εμφάνισή της (Ολ.ΑΠ 29/2007).
Η ύπαρξη της εγκλήσεως του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η υποβολή της ή μη, για τα εγκλήματα που διώκονται κατ’ έγκληση, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Εάν προβάλλεται από τον κατηγορούμενο έλλειψη της απαιτούμενης κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ τυπικής εγκλήσεως λόγω παύσης της εξουσίας εκπροσωπήσεως του υποβαλλόντος την έγκληση οργάνου του εγκαλούντος νομικού προσώπου εταιρείας, οφείλει το δικαστήριο να προχωρήσει σε έρευνα του σχετικού λόγου και σε θετική περίσταση να απορρίψει την τυχόν υπάρχουσα έγκληση ως απαράδεκτη και περαιτέρω να κηρύξει ως απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη, ελλείψει εγκλήσεως, άλλως, εάν το δικαστήριο προχωρήσει στην κατ’ ουσία έρευνα της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, τότε υποπίπτει στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αρ. 832/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, ο νυν αναιρεσείων κατηγορούμενος, καταδικασθείς σε δεύτερο βαθμό για κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, κατά συρροή, διωχθείς συνεπεία της από 21-11-2007 εγκλήσεως της νομίμου κομίστριας των επιταγών εταιρείας “Μ. ΑΕ”, που υπέβαλε ο Κ. Δ., με εξουσιοδότηση, βάσει του με αρ. 422/10-10-2007 πρακτικού του ΔΣ της εγκαλούσας ως άνω εταιρείας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Καβάλας στις 30-11-2007, πρότεινε το απαράδεκτο της ασκηθείσας εναντίον του ποινικής διώξεως, λόγω ανακλήσεως και καταργήσεως του παραπάνω πρακτικού με το νεότερο με αρ. 423/25-10-2007 πρακτικό του ΔΣ της ίδιας εταιρείας, που όρισε άλλα πρόσωπα για να την εκπροσωπούν και να υποβάλλουν για λογαριασμό της εγκλήσεις εναντίον τρίτων. Το παραπάνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε τον εν λόγω προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, με την εξής αιτιολογία:
Συνεπώς, η έγκληση αυτή υποβλήθηκε νομότυπα από νομιμοποιούμενο για την άσκηση της πρόσωπο, παρά το γεγονός ότι η υποβολή της έλαβε χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της 30-10-2007, αφού, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η περιεχόμενη στα με αρ. 422/10-10-2007 πρακτικά εξουσιοδότηση του ΔΣ της εγκαλούσας στο προαναφερόμενο πρόσωπο ουδόλως καταργήθηκε από την 30-10-2007 και, επομένως, κατά την υποβολή της προκείμενης έγκλησης, εξακολουθούσε να ισχύει”.
Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, από δε την παραδεκτή επισκόπηση των ανωτέρω πρακτικών του ΔΣ της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Μ. ΑΕ”, για την έρευνα του προβαλλόμενου σχετικού λόγου αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, προκύπτει ότι με το δεύτερο με αρ. 423/25-10-2007 πρακτικό του ΔΣ της εγκαλούσας εταιρείας, που καταχωρήθηκε στο οικείο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, το ΔΣ της εταιρείας αυτής, ανασυγκροτηθέν εκ νέου σε σώμα, μετά την εκλογή νέου Διευθύνοντος Συμβούλου, αποφάσισε μεν ομόφωνα ότι από 30-10-2007, καταργούνται όλες οι προηγούμενες αποφάσεις του ΔΣ που αναφέρονται στη δέσμευση και την εκπροσώπηση της εταιρείας έναντι τρίτων και όρισε τα πρόσωπα που στο εξής θα την δεσμεύουν με την υπογραφή τους και θα την εκπροσωπούν, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και ο ανωτέρω υποβαλών στις 30-11-2007 την έγκληση Κ. Δ., αλλά με το ίδιο αυτό πρακτικό ορίζεται ταυτόχρονα ότι επικυρώνονται ρητά τα προηγούμενα πρακτικά του ΔΣ, μεταξύ των οποίων είναι και το κρινόμενο με αρ. 422/10-10-2007 πρακτικό του ΔΣ, που εξουσιοδοτούσε τον Κ. Δ. να υποβάλει την ένδικη έγκληση κατά των κατηγορουμένων – εκπροσώπων της εταιρείας “Λ. ΑΕ”, για έκδοση ακάλυπτων επιταγών που σφραγίστηκαν σε διαταγή της εταιρείας “Μ. ΑΕ”, η τυπική δε αυτή επικύρωση των προηγούμενων πρακτικών, αναφέρεται κάθε φορά σε όλα τα προηγούμενα πρακτικά ΔΣ, όπως και στα προσκομιζόμενα και αναγνωσθέντα με αρ. 419, 420, 421/2007. Ενόψει δε των παραπάνω και του ότι η υποβολή της εγκλήσεως, δεν είναι κατ’ ουσίαν πράξη εκπροσωπήσεως, παρέπεται ότι η παρασχεθείσα με το πρώτο με αρ. 422/10-10-2007 επικυρωθέν πρακτικό ΔΣ στον Κ. Δ. εξουσιοδότηση να υποβάλει την ένδικη έγκληση, δεν καταργήθηκε με το άνω νεότερο με αρ. 423/25-10-2007 πρακτικό ΔΣ και παρήγαγεν έννομα αποτελέσματα και δε συνάγεται βούληση των μελών του ΔΣ να ανακαλέσουν το εν λόγω κρίσιμο πρώτο πρακτικό, αν ήθελαν δε τούτο θα εκφράζονταν ρητά, εντεύθεν η υποβολή της συγκεκριμένης εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου, για έκδοση ακάλυπτων επιταγών, από το ανωτέρω εξουσιοδοτημένο όργανο της εγκαλούσας εταιρείας, στις 30-11-2007, έγινε νομότυπα, από νομιμοποιούμενο τυπικά και εξουσιοδοτημένο πρόσωπο της εγκαλούσας παθούσας εταιρείας και ορθά το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου και ο προβαλλόμενος συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος». (areiospagos.gr)