Με το νόμο 4356/2015 (ΦΕΚ Α 181/24-12-2015) «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις» επέρχονται τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα. Ειδικότερα τροποποιούνται τα άρθρα 56 ΠΚ (τρόπος εκτέλεσης ποινών και μέτρων ασφαλείας), 81Α ΠΚ (ρατσιστικό έγκλημα), 110Α ΠΚ (απόλυση υπό όρο), 126 ΠΚ (ανήλικοι ποινικώς ανεύθυνοι), 127 ΠΚ (ανήλικοι ποινικώς υπεύθυνοι), 292 ΠΚ (παρακώλυση συγκοινωνιών), 298 ΠΚ (γενική διάταξη για την παρακώλυση συγκοινωνιών). Επίσης προστίθεται νέο άρθρο 361Β ΠΚ (ρατσιστική συμπεριφορά
σε δημόσια προσφορά αγαθών) και καταργούνται: η περίπτωση θ΄ της παρ. 3 του άρθρου 100 ΠΚ (αναστολή σε ποινές άνω των τριών ετών) και η παρ. 3α του άρθρου 124 ΠΚ (μεταβολή ή άρση αναμορφωτικών μέτρων). Οι τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα που προβλέπονται στα άρθρα 20 έως 29 του νόμου 4356/2015 έχουν ως εξής:
Άρθρο 20
Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 56 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίστανται, ως εξής: «2. Εκείνος που έχει υπερβεί το εβδομηκοστό πέμπτο (75ο) έτος της ηλικίας του εκτίει την ποινή ή το υπόλοιπο ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης έως δέκα (10) έτη που του επιβλήθηκε στην κατοικία του, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κριθεί ότι η έκτισή της σε κατάστημα κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί από την τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων. Τα παραπάνω ισχύουν και για καταδικασθείσα μητέρα που έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου της μέχρι αυτό να συμπληρώσει την ηλικία των 8 ετών. Στην τελευταία περίπτωση, λαμβάνεται ιδίως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου. Εάν οι προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου υπάρχουν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αποφασίζει το δικαστήριο που επιβάλλει την ποινή. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αποφασίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών μετά από αίτηση του καταδικασμένου.
3. Οι εκτίοντες ποινή στην κατοικία τους δύνανται να λαμβάνουν άδεια εξόδου από αυτήν από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης για λόγους εκπαίδευσης, εργασίας ή νοσηλείας. Οι ίδιοι υποχρεούνται να εμφανίζονται το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας τους. Αν παραλείψουν την υποχρέωσή τους αυτή, ο εισαγγελέας έκτισης της ποινής, εκτιμώντας τη συχνότητα των παραλείψεων και τους λόγους στους οποίους οφείλονται, μπορεί: α) να προβαίνει σε συστάσεις, β) να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής τους που δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα στο κατάστημα κράτησης ή γ) να διατάξει την έκτιση της ποινής τους στο κατάστημα κράτησης. Η διάταξη του άρθρου 105 έχει και εδώ ανάλογη εφαρμογή.»
Άρθρο 21
Το άρθρο 81Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 81Α Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής: α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, το κατώτερο όριο της ποινής αυξάνεται στους έξι (6) μήνες και το ανώτερο όριο αυτής στα δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά ένα (1) έτος. β) Στην περίπτωση κακουργήματος, που το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής ορίζεται σε πέντε (5) έως δέκα (10) έτη, το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις κακουργημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά τρία (3) έτη. γ) Στην περίπτωση εγκλήματος, που τιμωρείται με χρηματική ποινή, το κατώτερο όριο αυτής διπλασιάζεται. Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί κατά τα παραπάνω, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του προβλεπόμενου ποσού μετατροπής.»
Άρθρο 22
Η περίπτωση θ΄ της παρ. 3 του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα καταργείται.
Άρθρο 23
Η παρ. 4 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «4. Η διακρίβωση των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το συμβούλιο πλημμελειοδικών ή, στην περίπτωση κρατούμενου που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, από το συμβούλιο εφετών. Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α. υποβάλλεται από τον εισαγγελέα στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση. Οι λεπτομέρειες σχετικά με την ως άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας. Η ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α. υποχρεωτικά προσδιορίζουν εάν η αναπηρία είναι μόνιμη ή πρόσκαιρη και αναφέρουν στην περίπτωση της πρόσκαιρης αναπηρίας τον χρόνο διάρκειάς της και το ποσοστό της. Εάν πρόκειται για πρόσκαιρη αναπηρία ο αρμόδιος εισαγγελέας υποβάλλει ένα (1) μήνα πριν τη λήξη του προσδιοριζόμενου χρόνου αναπηρίας στο αρμόδιο συμβούλιο την πρότασή του για την επανεξέταση της, χορηγηθείσας απόλυσης υπό όρο. Για τον λόγο αυτό δύο (2) μήνες πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της προσδιορισθείσας αναπηρίας διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη είτε παραπομπή στο αρμόδιο ΚΕ.Π.Α. για την εκ νέου διακρίβωση των προϋποθέσεων για την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων πααγράφων διατάσσεται η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος που μεσολάβησε από την απόλυση υπό όρο λογίζεται ως πραγματικός χρόνος έκτισης της ποινής. Η επανεξέταση της αναπηρίας και η διακρίβωση των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού περατώνεται στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109.
Άρθρο 24
Η παρ. 3α του άρθρου 124 του Ποινικού Κώδικα καταργείται.
Άρθρο 25
Η παρ. 3 του άρθρου 126 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «3. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, εκτός αν κρίνεται αναγκαίο να επιβληθεί ποινικός σωφρονισμός κατά το επόμενο άρθρο. Ειδικά το αναμορφωτικό μέτρο του άρθρου 122 παράγραφος 1 περίπτωση ιβ΄ επιβάλλεται μόνο για πράξη, την οποία αν τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα.»
Άρθρο 26
Το άρθρο 127 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 127 1. Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα απειλούμενο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η ίδια ποινή δύναται να επιβληθεί και για τις πράξεις του άρθρου 336, εφόσον τελούνται σε βάρος προσώπου νεότερου από δεκαπέντε (15) ετών. Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων μπορεί να επιβληθεί και σε ανήλικο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του και του έχει επιβληθεί το αναμορφωτικό μέτρο της περίπτωσης ιβ΄της παραγράφου 1 του άρθρου 122, εάν μετά την εισαγωγή του στο ίδρυμα αγωγής τελέσει έγκλημα που αν το τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. Η απόφαση πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από την οποία να προκύπτει γιατί τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή, λαμβανομένων κατά περίπτωση υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου. 2. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται επακριβώς ο χρόνος παραμονής του ανηλίκου στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων σύμφωνα με το άρθρο 54.»
Άρθρο 27
Το άρθρο 292 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 292 1. Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη λειτουργία κοινόχρηστης εγκατάστασης που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία και ιδίως αυτοκινητοδρόμου, σιδηροδρόμου, αεροπλάνου, λεωφορείου, ταχυδρομείου ή τηλεγράφου που προορίζονται για κοινή χρήση τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος. 2. Αν η πράξη της παραγράφου 1 είχε σημαντική διάρκεια επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη.
Άρθρο 28
Στο άρθρο 298 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο β΄ ως εξής: «Το δικαστήριο, όσον αφορά τα πλημμελήματα του άρθρου 292 ή την πράξη του άρθρου 431, δύναται να απαλλάξει το δράστη από την ποινή, εφόσον η παρεμπόδιση είχε ασήμαντη διάρκεια ή ο δράστης τέλεσε την πράξη για την προάσπιση ευρύτερου κοινωνικού συμφέροντος.»
Άρθρο 29
Μετά το άρθρο 361Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 361Β ως εξής: «Άρθρο 361Β 1. Όποιος προμηθεύει αγαθά ή προσφέρει υπηρεσίες ή αναγγέλλει με δημόσια πρόσκληση την παροχή ή προμήθεια αυτών αποκλείοντας από καταφρόνηση πρόσωπα λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. 2. Εάν στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου συμμετείχαν δύο (2) ή περισσότεροι επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.»
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ των Τροποποιήσεων του Ποινικού Κώδικα (ν.4356/2015)
(Άρθρο 20 ΣχΝ) Με την προσθήκη νέας παραγράφου (υπ’ αριθ. 4) στο άρθρο 56 του Ποινικού Κώδικα παρέχεται η δυνατότητα στην κρατούµενη µητέρα ανήλικου τέκνου, µέχρι πέντε ετών, να παραµείνει κοντά του, κατά τα κρίσιµα πρώτα χρόνια της ζωής του, εκτίοντας την ποινή της ή µέρος της µε τη µορφή του κατ’ οίκον περιορισµού. Προϋποθέσεις για την παροχή της δυνατότητας αυτής είναι από τη µία το όχι µεγάλης βαρύτητας αδίκηµα (επιβολή ποινής φυλάκισης) και από την άλλη η µη ύπαρξη ανάγκης να εκτιθεί η ποινή στο κατάστηµα κράτησης, προκειµένου να αποτραπεί η γυναίκα κρατούµενη από την τέλεση αντίστοιχης βαρύτητας εγκληµάτων στο µέλλον. Επίσης, αναγνωρίζεται η ίδια δυνατότητα και στην µητέρα κρατούµενη που η ποινή της είναι κάθειρξη ως δέκα έτη, εφόσον το τέκνο της αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί λόγω υποκείµενης νόσου ή αναπηρίας. Με την παροχή της δυνατότητας αυτής, λαµβανοµένου ιδίως υπόψη του βέλτιστου συµφέροντος του ανηλίκου, ενισχύεται η εναρµόνιση της σχετικής νοµοθεσίας µας τόσο µε τη διάταξη του άρθρου 21 του Συντάγµατος 1975/1986/2001, που ορίζει ότι η προστασία της οικογένειας, της µητρότητας και της παιδικής ηλικίας τελούν υπό την προστασία του κράτους όσο και µε σχετικά κείµενα του Συµβουλίου της Ευρώπης, που συνιστούν την επιβολή ποινών εκτελούµενων στην κοινότητα, όταν πρόκειται για µητέρες κρατούµενες, κατά τρόπον ώστε αυτές να παραµένουν δίπλα στα παιδιά τους, ειδικά όταν η βαρύτητα του αδικήµατός τους, σε συνάρτηση µε το συµφέρον του ανηλίκου, το επιτρέπει.
Η διάταξη του άρθρου 21 του παρόντος σχεδίου νόµου διαµορφώνεται κατάλληλα, ώστε να µην υπάγονται σε αυτήν αποκλειστικά δράστες που ενεργούν µε κίνητρο το µίσος, αλλά και όταν µε οποιοδήποτε άλλο κίνητρο επιλέγουν το θύµα εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, είτε επειδή το θεωρούν κοινωνικά ευάλωτο, είτε επειδή από προκατάληψη θεωρούν ότι φέρει κάποιες ιδιαίτερες κοινωνικές ιδιότητες. Η νοµοτεχνική διατύπωση του εγκλήµατος µε ρατσιστικά χαρακτηριστικά έφερε ως κεντρικό ειδοποιό στοιχείο την διαθετική έννοια του «µίσους», έννοια που παρέπεµπε στην εσωτερική- ψυχική κατάσταση του θύµατος και ως εκ τούτου δεν ήταν εµπειρικά αισθητή. Το γεγονός αυτό δηµιουργούσε αποδεικτικές δυσχέρειες και προφανώς συνέβαλλε στην σπανιότητα εφαρµογής. Με την παρούσα διάταξη επιχειρείται µια νοµοτεχνική διατύπωση που εστιάζει στο αντικειµενικό και αντιληπτό γεγονός της επιλογής-στοχοποίησης του θύµατος εξαιτίας των ειδικότερων χαρακτηριστικών του, όπως αυτά απαριθµούνται περιοριστικά στη διάταξη, είτε τα φέρει πράγµατι το θύµα, είτε νοµίζει ο δράστης ότι τα φέρει.
Η ρύθµιση του άρθρου 22 αφορά την κατάργηση της περίπτωσης θ΄ της παρ. 3 του άρθρου 100 του Π.Κ. Η επιλογή αυτή στηρίζεται στην κρίση ότι η αναστολή υπό επιτήρηση σε ποινές µεγαλύτερες από 3 έτη δεν επιτρέπεται να µπορεί να εξαρτάται από όρους, όπως η προηγούµενη καταβολή ποσών που εκ πλαγίου θα προσέδιδαν σε αυτή δυσµενή αποτελέσµατα ανάλογα µε τη µετατροπή της ποινής ή θα την εµφάνιζαν να έχει τη βαρύτητα χρηµατικής ποινής.
Με το άρθρο 23 του σχεδίου νόµου επιχειρείται η ρύθµιση των ειδικών περιπτώσεων κατά τις οποίες η υφ’ όρον απόλυση κατ’ άρθρο 110Α Π.Κ. δεν στηρίζεται σε µόνιµη αναπηρία, αλλά σε προσωρινή. Διαµορφώνεται για το σκοπό αυτό ένα ειδικότερο διαδικαστικό πλαίσιο, µε το οποίο: α) αφενός εξυπηρετούνται οι ανάγκες και τα δικαιώµατα του κρατουµένου, ιδίως ως προς τα στοιχεία της θεώρησης του χρόνου που µεσολαβεί από την απόλυση υφ’ όρον ως πραγµατικού χρόνου έκτισης της ποινής και ως προς τη λήξη της διαδικασίας επανεξετάσεων της αναπηρίας και διακρίβωσης των σχετικών προϋποθέσεων µε την περάτωση του χρονικού διαστήµατος του άρθρου 109 Π.Κ. και, παραλλήλως, β) τίθενται όροι διασφάλισης ότι η δικαστική κρίση θα µπορεί να παρακολουθεί την πορεία της υγείας του αιτούντος και υφ’ όρον απολυθέντος (µέσα από τις επανεξετάσεις του) και να διατηρείται σε συνεχή αντιστοιχία µε αυτή στοιχείο που αναβαθµίζει νοµοθετικά το ρόλο του δικαστή σε αυτές τις περιπτώσεις.
Με το άρθρο 24 του σχεδίου νόµου καταργείται η παράγραφος 3α του άρθρου 124 του Ποινικού Κώδικα. Η κλιµάκωση της αυστηρότητας στην αντιµετώπιση του ανηλίκου ενόψει της ανυπακοής του που εκδηλωνόταν µε την επανειληµµένη διαφυγή του από το Ίδρυµα Αγωγής δεν ήταν συµβατή µε την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege (άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγµατος) και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1δ του Συντάγµατος). Κι αυτό γιατί µια πειθαρχικού χαρακτήρα παράβαση, που από µόνη της δεν συνιστούσε έγκληµα, επαρκούσε για να ερευνηθεί η ανάγκη ποινικού σωφρονισµού του ανηλίκου. Περαιτέρω, η ίδια η χρήση του όρου «επανειληµµένη διαφυγή» επέτρεπε συµπεριφορές µε πολύ διαφορετικό απαξιολογικό περιεχόµενο (λ.χ. ως προς τον αριθµό των επαναλήψεων, τη χρονική έκταση και τους λόγους της διαφυγής) να συνδέονται µε τις ίδιες έννοµες συνέπειες. Άλλωστε, η περίπτωση β΄ της καταργηθείσας διάταξης, ερχόταν σε αντίθεση µε την αρχή της ενοχής (άρθρο 2 παρ. 1 του Συνντάγµατος, άρθρο 14 παρ. 1Π.Κ. ). Ειδικότερα, η νέα πράξη που τελούνταν από τον ανήλικο, ενώ η ίδια δεν µπορούσε να επισύρει κατ’ άρθρο 127 παρ. 1 του Π.Κ. ποινικό σωφρονισµό, έδινε τη δυνατότητα στο δικαστήριο να επιβάλλει τη σχετική ποινική κύρωση ως προς την προγενέστερη πράξη, υπό τη µορφή της αντικατάστασης του αναµορφωτικού µέτρου του άρθρου 122 παρ. 1 περ. ιβ΄ Π.Κ. που είχε επιβληθεί. Έτσι, όµως, η νεότερη συµπεριφορά του ανηλίκου δράστη επιβάρυνε αναδροµικά την ποινική αντιµετώπισή του για προηγούµενες συµπεριφορές του.
Με την προτεινόµενη ρύθµιση του άρθρου 25 του σχεδίου νόµου η επιβολή του ιδρυµατικού αναµορφωτικού µέτρου της τοποθέτησης σε Ίδρυµα Αγωγής, κατ’ άρθρο 122 παρ. 1 περίπτωση ιβ΄Π.Κ., περιορίζεται µόνο στις περιπτώσεις των πράξεων που αν τις τελούσε ενήλικος θα ήταν κακουργήµατα. Η επιλογή αυτή συνάδει αφενός µε την αρχή της χρήσης του ποινικού δικαίου ως ultimum refugium και αφετέρου µε τις κατευθύνσεις και επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 37 περίπτωση β΄ του ν. 2101/1992, µε τον οποίο κυρώθηκε η Σύµβαση για τα Δικαιώµατα του Παιδιού.
Σύµφωνα µε τη ρύθµιση του άρθρου 26, υπό την επιφύλαξη ότι θα κριθεί αυτό αναγκαίο, το δικαστήριο µπορεί να επιβάλλει την ποινή του περιορισµού σε ειδικό κατάστηµα κράτησης νέων σε ανήλικο µεγαλύτερο από 15 έτη που, έχοντας τελέσει αξιόποινη πράξη, τοποθετήθηκε σε ίδρυµα αγωγής και µετά την εισαγωγή του σε αυτό τελεί νέο έγκληµα που αν το τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργηµα. Με τον τρόπο αυτόν αντικαθίσταται το σχήµα που προβλεπόταν από το καταργηθέν άρθρο 126 παράγραφος 3α Π.Κ., όπου η απλή επανειληµµένη διαφυγή από το ίδρυµα αγωγής µπορούσε να επιτείνει την ποινική αντιµετώπιση του ανηλίκου και η τέλεση νέου κακουργήµατος οδηγούσε σε αντικατάσταση του επιβληθέντος αναµορφωτικού µέτρου της τοποθέτησης σε ίδρυµα αγωγής µε ποινικό σωφρονισµό, δηµιουργώντας προβλήµατα τήρησης της αρχής της ενοχής (βλ. παραπάνω αιτιολογική έκθεση υπό άρθρο 24επ.ΣχΝ). Με τη νέα ρύθµιση επιδιώκεται, άλλωστε, η καλύτερη διαφύλαξη της υποχρέωσης της πολιτείας να επιβάλλει ποινή σε ανήλικο µόνο ως έσχατο µέτρο (άρθρο 37 παρ. β του ν. 2101/1992), δηλαδή αφού έχει προηγηθεί τοποθέτηση σε ίδρυµα αγωγής για αυξηµένης βαρύτητας πράξη και παρόλα αυτά εκδηλώνεται επανάληψη εγκληµατικότητας αυξηµένης βαρύτητας.
Με τη διάταξη του άρθρου 27 σχεδίου νόµου επιχειρείται η διαβάθµιση των ποινών που επιφυλάσσει το άρθρο 292 του Ποινικού Κώδικα, µε κριτήριο την ένταση της πα- ρεµπόδισης λειτουργίας κοινόχρηστης εγκατάστασης. Ειδικότερα, στην πρώτη παράγραφο προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως ενός έτους για τη βασική µορφή τέλεσης του εγκλήµατος, ενώ ταυτόχρονα τυποποιούνται, διακεκριµένη και προνοµιούχα µορφή του εγκλήµατος, στις παραγράφους 2 και 3 αντίστοιχα. Παράλληλα αποποινικοποιείται η τέλεση του εγκλήµατος από αµέλεια. Τέλος, στο πεδίο προστασίας της διάταξης εντάσσονται ρητά και οι αυτοκινητόδροµοι.
Με το άρθρο 28, δίνεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αφήσει την ποινή στην περίπτωση που διαπιστώσει ότι τα στοιχεία του εγκλήµατος το εµφανίζουν ως ελάχιστης απαξίας, ιδίως ενόψει των σκοπών της ποινής και µιας τελικής εκτίµησης επιείκειας η οποία συνδέεται µε την επιδίωξη υπεράσπισης από το δράστη ενός ευρύτερου κοινωνικού συµφέροντος (ιδίως συνταγµατικής περιωπής). Η έννοµη τάξη της χώρας µας τιµωρεί ήδη τη διακριτική µεταχείριση κατά τη συναλλακτική διάθεση υπηρεσιών και αγαθών µε τις διατάξεις του ν. 3304/2005.
Με τη διάταξη του άρθρου 29 του σχεδίου νόµου, επεκτείνεται η ποινική προστασία του ατόµου απέναντι σε φαινόµενα καταφρονητικής του µεταχείρισης µέσω του αποκλεισµού του από παροχές αγαθών και υπηρεσιών, λόγω χαρακτηριστικών φυλής, χρώµατος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισµού ή ταυτότητας φύλου. Η επέκταση της ποινικής προστασίας στο πεδίο της εθελοντικής- ανθρωπιστικής προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών κρίνεται αναγκαία, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καταφρονητικού χαρακτήρα αποκλεισµός δεν αποµειώνει απλώς την κοινωνική παράσταση του θύµατος αλλά υποδηλώνει την άρνηση της ίδιας της ανθρώπινής του ιδιότητας, ταπεινώνοντας έτσι το θύµα αλλά και προπαγανδίζοντας στο κοινωνικό σύνολο την αντίληψη ότι υπάρχουν ζωές απογυµνωµένες από την ιδιότητα του προσώπου, ζωές δηλαδή ανάξιες για τροφή ή για θεραπεία. Τη διάταξη αφορά µόνο ο αποκλεισµός από παροχές υπηρεσιών και αγαθών, ο οποίος εµφανίζεται αντικειµενικά ως έµπρακτη καταφρόνηση του θύµατος. Το στοιχείο της καταφρόνησης, συνεπώς, δεν αρκεί να ενυπάρχει ως ενδιάθετη κατάσταση , στις υποκειµενικές προθέσεις και τα κίνητρα του δράστη, αλλά πρέπει να χαρακτηρίζει το αντικειµενικό νόηµα της πράξης του αποκλεισµού. Να συνάγεται δηλαδή από τις περιστάσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης η έµπρακτη ταπείνωση του θύµατος.