ΟΙ “ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΕΣ” ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ [1]
Μνήμη Βασίλειου Φόρη, του Διαφωτιστή
Οι καθοδηγητικές ερωτήσεις είναι σαν τις βωμολοχίες: ‘Ολοι τις εκστομίζουμε πού και πού. κανείς δεν ασχολείται υπεύθυνα μαζί τους [2]. Έρχονται, ωστόσο, στιγμές που η άγνοιά μας γύρω από την έννοια κι απ’ τα θεμιτά όρια των καθοδηγητικών ερωτήσεων αναστατώνει την αρτηριακή μας πίεση, τόσο δαιμονισμένα όσο και το αναθεματισμένο το άλας το μαγειρικόν. Αν η Ιατρική γνώριζε τι μας στοιχίζει αυτή η άγνοια, ασφαλώς και θα την είχε αφορίσει.
“Καθοδηγητικές” λέμε τις ερωτήσεις που υποβάλλουν στο μάρτυρα έτοιμη την απάντηση. Στα ελληνικά δικαστήρια οι ερωτήσεις αυτές, όταν δεν περνάν απαρατήρητες, προξενούν αμηχανία που συνήθως καταλήγει σε ρωμέϊκη διαμάχη στην οποία, μάλιστα, συμμετέχουν όλοι μαζί οι παράγοντες της δίκης … Αιτία το γεγονός πως οι γνώσεις αδυνατούν να υποστηρίξουν την αγανάχτηση του θιγομένου, τη στιγμή που το επαγγελματικό του ένστιχτο ειδοποιεί πως, ορισμένως, “κάτι δεν πάει καλά εδώ”.
Η κατάσταση δεν έχει αλλάξει από το 1914 λ.χ., τότε που δικαζόταν κατηγορούμενος για εισαγωγή καινών δαιμονίων στην εκπαίδευση ο μεγάλος μας παιδαγωγός, ο Αλέκος Δελμούζος. Στο Πενταμελές Εφετείο του Ναυπλίου ο εισαγγελέας εξέταζε το μάρτυρα κατηγορίας Γκλαβάνη, εργοστασιάρχη, για τον τρόπο που δίδασκε ο κατηγορούμενος στο παρθεναγωγείο του Βόλου. Τα πρακτικά [3] διατήρησαν ερωταποκρίσεις και στιχομυθίες:
“ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Εμάθατε εάν η διδασκαλία εγένετο κατά τρόπον τοιούτον ώστε να χαλαρώται το θρησκευτικόν αίσθημα των κορασίων; [4]
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ: Μάλιστα. Έχω μία εξαδέλφη Δοξάκη που μου έλεγε ότι μόλις εφοίτησε το κορίτσι της εις το σχολείον εδείκνυε ασέβειαν στα θεία και δεν υπάκουε τους γονείς της.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Μητέρα τα έλεγε αυτά;
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ: Αυτή ήταν μητρυιά.
ΝΑΚΟΣ [συνήγορος]: Τι περίμενε το παιδί από μητρυιά;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: ‘Ωστε είχον τοιούτον φανατισμόν και απέκρυπτον τα του σχολείου; [4]
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ: Μάλιστα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Πού το αποδίδετε αυτό;
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ: Εις τον τρόπον της διδασκαλίας.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Μήπως και εις την άκρατον ελευθερίαν; [4]
ΝΑΚΟΣ: Τι ερωτήσεις είναι αυταί;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: ‘Εχετε την διαβεβαίωσιν εκ μέρους μου, ότι δεν θα σας ενοχλήσω όταν θα κάμνετε το καθήκον σας.
ΝΑΚΟΣ: Είμαι αναγκασμένος να παρακαλέσω το Δικαστήριον να εκτιμήση δεόντως τον τρόπον κατά τον οποίον ο κ. Εισαγγελεύς εξετάζει τους μάρτυρας. Νομίζω ότι δεν είναι δυνατόν να γίνωνται αι ερωτήσεις κατ’ αυτόν τον τρόπον, διότι όταν ο κ. Εισαγγελεύς ερωτά τον μάρτυρα από του ύψους της θέσεώς του, υπό μορφήν συμπεράσματος, εάν ο μάρτυς έχη την ιδίαν γνώμην μετά του κ. Εισαγγελέως, εγώ δύναμαι να στοιχηματίσω ότι θα απαντήση 100 τοις 100 “ναι”. Δύναται, βεβαίως, να επικαλεσθή την κρίσιν του μάρτυρος, ουδέποτε όμως να υποβάλη εις αυτόν την ιδίαν κρίσιν του και το συμπέρασμά του, και να ζητή επ’ αυτού απάντησιν. Παρακαλώ να επιστήσετε την προσοχήν Σας επ’ αυτού, διότι εάν τοιαύτην οδόν ακολουθήσωμεν εις την έρευναν της υποθέσεως, να είσθε βέβαιοι ότι θα έχετε τα πορίσματα του κ. Εισαγγελέως, και ουχί του μάρτυρος.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Πρέπει να συνεννοηθώμεν’ είμαι εντός των ορίων του νόμου. ‘Εχω παν δικαίωμα εκ του νόμου να κάμω τας ερωτήσεις μου.
ΝΑΚΟΣ: Το δικαίωμα αυτό δεν σας το αμφισβητεί κανείς. Αλλά να μην κάνετε παραπειστικάς ερωτήσεις, και να μην υποβάλλετε τας απαντήσεις.”
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ: Μάλιστα. Έχω μία εξαδέλφη Δοξάκη που μου έλεγε ότι μόλις εφοίτησε το κορίτσι της εις το σχολείον εδείκνυε ασέβειαν στα θεία και δεν υπάκουε τους γονείς της.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Μητέρα τα έλεγε αυτά;
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ: Αυτή ήταν μητρυιά.
ΝΑΚΟΣ [συνήγορος]: Τι περίμενε το παιδί από μητρυιά;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: ‘Ωστε είχον τοιούτον φανατισμόν και απέκρυπτον τα του σχολείου; [4]
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ: Μάλιστα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Πού το αποδίδετε αυτό;
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ: Εις τον τρόπον της διδασκαλίας.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Μήπως και εις την άκρατον ελευθερίαν; [4]
ΝΑΚΟΣ: Τι ερωτήσεις είναι αυταί;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: ‘Εχετε την διαβεβαίωσιν εκ μέρους μου, ότι δεν θα σας ενοχλήσω όταν θα κάμνετε το καθήκον σας.
ΝΑΚΟΣ: Είμαι αναγκασμένος να παρακαλέσω το Δικαστήριον να εκτιμήση δεόντως τον τρόπον κατά τον οποίον ο κ. Εισαγγελεύς εξετάζει τους μάρτυρας. Νομίζω ότι δεν είναι δυνατόν να γίνωνται αι ερωτήσεις κατ’ αυτόν τον τρόπον, διότι όταν ο κ. Εισαγγελεύς ερωτά τον μάρτυρα από του ύψους της θέσεώς του, υπό μορφήν συμπεράσματος, εάν ο μάρτυς έχη την ιδίαν γνώμην μετά του κ. Εισαγγελέως, εγώ δύναμαι να στοιχηματίσω ότι θα απαντήση 100 τοις 100 “ναι”. Δύναται, βεβαίως, να επικαλεσθή την κρίσιν του μάρτυρος, ουδέποτε όμως να υποβάλη εις αυτόν την ιδίαν κρίσιν του και το συμπέρασμά του, και να ζητή επ’ αυτού απάντησιν. Παρακαλώ να επιστήσετε την προσοχήν Σας επ’ αυτού, διότι εάν τοιαύτην οδόν ακολουθήσωμεν εις την έρευναν της υποθέσεως, να είσθε βέβαιοι ότι θα έχετε τα πορίσματα του κ. Εισαγγελέως, και ουχί του μάρτυρος.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Πρέπει να συνεννοηθώμεν’ είμαι εντός των ορίων του νόμου. ‘Εχω παν δικαίωμα εκ του νόμου να κάμω τας ερωτήσεις μου.
ΝΑΚΟΣ: Το δικαίωμα αυτό δεν σας το αμφισβητεί κανείς. Αλλά να μην κάνετε παραπειστικάς ερωτήσεις, και να μην υποβάλλετε τας απαντήσεις.”
Μέσα στην ολιγόστιχη παρέκβαση ένας ανώτερος δικαστικός κι ένας εκλεκτός ποινικολόγος πέρασαν ολόκληρο τον προβληματισμό και την αδιέξοδη αμηχανία που καταλαμβάνει τον νεο-έλληνα νομικό σαν έρχεται αντιμέτωπος με τον πονοκέφαλο των καθοδηγητικών ερωτήσεων. Ο συνήγορος εξεγέρθηκε ακούγοντας τον εισαγγελέα να οδηγεί το μάρτυρά του από το χέρι ως τα αποδειχτικά πορίσματα που του χρειάζονταν για να στηρίξει την κατηγορία. Ο εισαγγελέας τον απέκρουσε ειρωνικά και, όπως άπειροι δικηγόροι και συνάδελφοί του συνηθίζουν αείποτε, υποβίβασε τη διένεξη στο επίπεδο των κανόνων της “καλής συμπεριφοράς”. Θαρρείς και τα όρια των δικανικών ερωτήσεων διαγράφονται όχι από το νόμο παρά από τα βιβλιαράκια του σαβουάρ βιβρ. λες και η ανίχνευση της Αλήθειας είναι ζήτημα συναλλαγής ανάμεσα σε μπεσαλήδες μονομάχους. Το Προεδρείο κατά τα φαινόμενα έμεινε τελείως αμέτοχο στη διαμάχη, δηλαδή ουσιαστικά άφησε ανυπεράσπιστο τον υπερασπιστή. Αυτός, πάλι, αγωνίστηκε, πιεζόμενος από το χρόνο, από τον τόπο, από την ατμόσφαιρα του ακροατηρίου -γνωστά μας αυτά!- αλλά κι από την Ιστορία της πατρίδας του, να εφεύρει στα γρήγορα τη φρασεολογία εκείνη που θα τον στήριζε νομικά. Αδυνατώντας να χαρακτηρίσει καθαρά και εκφραστικά τις ενοχλητικές ερωτήσεις -ο όρος “καθοδηγητικές” ήταν εκείνος που θα τον εξυπηρετούσε κάλλιστα- έψαχνε αγορεύοντας να φέρει στην επιφάνεια και να ξεδιαλύνει τον επιλήψιμο πυρήνα τους με μοναδικό βοηθό την ευφυία και την ευθυκρισία του. Στο τέλος-τέλος, βέβαια, κατάφερε ν’ αποδώσει επιστημονικά τον ορισμό των καθοδηγητικών ερωτήσεων [“αλλά … να μην υποβάλλετε τας απαντήσεις”]. Από έλλειψη όμως ορατού νομοθετικού στηρίγματος και νομικής θεωρητικής επεξεργασίας σύγχυσε τις καθοδηγητικές με τις “παραπειστικές” ερωτήσεις, παρόλη την αναμετάξυ τους εννοιολογική διαφορά. Και, στο σημείο αυτό, οι μιμητές του υπήρξαν κι εξακολουθούν να είναι άπειροι και ατελεύτητοι.
Ο αναγνώστης μου θα σπεύσει ίσως να αντιλέξει: Παραπειστική, όμως, είν’ η ερώτηση που απευθύνει ο δικηγόρος του ενάγοντα στο μάρτυρα του αντιδίκου του ρωτώντας τον: “Ο εναγόμενος ήταν εκείνος που οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο;” Ε, λοιπόν, όχι! Μια τέτοια ερώτηση δεν είναι άλλο από καθοδηγητική. Ας δούμε τη διαφορά της από τις παραπειστικές.
Πρώτα-πρώτα, ενώ καθοδηγητικές ερωτήσεις απευθύνουμε είτε στο μάρτυρα του αντιδίκου είτε και στο δικό μας το μάρτυρα, παραπειστικές μονάχα κατά λάθος μπορεί να κάνουμε στο μάρτυρά μας. Επί πλέον, οι παραπειστικές ερωτήσεις τείνουν να παραπλανήσουνε το μάρτυρα, ώστε να παραδεχτεί κάτι που δεν εγκρίνει, ενώ οι καθοδηγητικές, όταν απευθύνονται στο μάρτυρα εκείνου που ρωτάει, τείνουν να τον καθοδηγήσουν τι ν’ απαντήσει, όταν όμως απευθύνονται στο μάρτυρα του αντιδίκου τον προκαλούν να διαψεύσει την απάντηση που του προτείνουν [τείνουν να τον εξαναγκάσουν ν’ ασχοληθεί με κάποια πτυχή που δεν είναι πρόθυμος να φωτίσει]. Από τις τρεις αυτές μεθοδεύσεις οι δύο πρώτες και βέβαια είν’ επικίνδυνες. Αποβλέπουν να καταστήσουν το μάρτυρα φερέφωνο του εξεταστή του. Ακόμα κι όταν η συγκεκριμένη παραπειστική ερώτηση [στο μάρτυρα του αντιδίκου] ή η καθοδηγητική [στο μάρτυρα του εξεταστή] αποβλέπει στην αποκάλυψη της αλήθειας, πάλι ως μεθόδευση είναι κακόπιστη, αφού κατά βάθος την απάντηση δεν τη δίνει ο μάρτυρας παρά ο εξεταστής.
“Παραπειστικές” θα πούμε τις ερωτήσεις εκείνες που υπονοώντας ως αναμφισβήτητα κάποια εριστά περιστατικά, εξασφαλίζουν, εφόσον λάβουν απάντηση, την έμμεση κατάφαση των περιστατικών αυτών από το μάρτυρα χωρίς όμως αυτός να το αντιληφθεί, επειδή τεχνηέντως έχουν στρέψει αλλού την προσοχή του. [ “Τι απάντησε ο εναγόμενος όταν ο ενάγοντας τον μάλλωσε για την κακή του οδήγηση;” – ‘Ομως, ο μάρτυρας δεν έχει καταθέσει πως ο εναγόμενος οδηγούσε άσχημα ούτε πως ο ενάγοντας τον επέπληξε!] Το άρθρο 223$5 ΚΠοινΔ απαγορεύει ν’ απευθύνονταιπαραπειστικές ερωτήσεις στους μάρτυρες. Ο ΚΠολΔ σιωπά, όμως η κοινή γνώμη των νομικών τις θεωρεί ανεπίτρεπτες και στην πολιτική δίκη. Γι’ αυτό, άλλωστε, στην αμηχανία τους επάνω, χαρακτηρίζουν “παραπειστικές” και τις καθοδηγητικές εκείνες ερωτήσεις που τους εξοργίζουν.
Το ερώτημα που τίθεται μοιραία από τον νομικό της πράξης είναι απλό: Κατά τον ΚΠολΔ, οι καθοδηγητικές ερωτήσεις είναι θεμιτές; Ρητή διάταξη για το θέμα δεν υπάρχει. Ούτε, ασφαλώς, και δικαιούμαστε και να νομοθετούμε, οι απλοί ερμηνευτές κι εφαρμοστές του υπαρκτού δικαίου [δικαστές ή δικηγόροι, αδιάφορο]. ‘Ομως, αν συλλάβουμε την έκταση του προβλήματος και την υφή του, ίσως να μπορέσουμε να το υπαγάγουμε σε κάποιο ευρύτερο πρόβλημα που τη λύση του την έχει δώσει ο ΚΠολΔ. Και θα μας βοηθήσει στην έρευνά μας η σοφία εκείνων που καταπιάστηκαν με τις ερωτήσεις αυτές. Οι ‘Αγγλοι, λοιπόν, παρατήρησαν πρώτοι πόσο επικίνδυνες για τον εντοπισμό της Αλήθειας είναι οι καθοδηγητικές ερωτήσεις όταν τις απευθύνει ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΑ ο πληρεξούσιος του διαδίκου [ο “εξεταστής”]. Αλλά παραδέχτηκαν ταυτόχρονα πόσο χρήσιμες για την αποκάλυψη της Αλήθειας μπορεί ν’ αποδειχτούν οι, κατά τα άλλα ανώδυνες, καθοδηγητικές ερωτήσεις που, με τη σειρά του, απευθύνει ΣΤΟ ΜΑΡΤΥΡΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΔΙΚΟΥ ΤΟΥ πια ο ίδιος πληρεξούσιος [ως “αντεξεταστής”] Οι παρατηρήσεις στηρίζονται στην ψυχολογία μαρτύρων και εξεταστών. Ο μάρτυρας που δέχεται την καθοδηγητική ερώτηση του φίλιου δικηγόρου, εμπιστεύεται τον εξεταστή και, αν δεν είναι αδάμας ηθικής και ευφυίας, τείνει να εγκολπωθεί την απάντηση που του υποβάλλει εκείνος. [“Για να με ρωτάει έτσι, έτσι και θα πρέπει ν’ απαντήσω.”] Ο ίδιος μάρτυρας όμως, όταν πια τον αντεξετάζει ο εχθρικός δικηγόρος, δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να ασπαστεί τις απόψεις του, δεν κινδυνεύει να ρυμουλκηθεί. Θα στριφογυρίσει στο μυαλό του την καθοδηγητική ερώτηση και θα την “περιποιηθεί” καταλλήλως αν μπορεί. Μόνο που θα εξαναγκαστεί να αντιμετωπίσει το θέμα της, θέλει δε θέλει, κι αυτό βοηθάει να βγει στη μέση η Αλήθεια.
Δογμάτισαν, λοιπόν, οι ‘Αγγλοι: Οι καθοδηγητικές ερωτήσεις απαγορεύονται, αλλά μόνο όταν απευθύνονται στο μάρτυρα εκείνου που ρωτάει. [5] Σοφόν και σαφές!
Ας επιστρέψουμε τώρα στα καθ’ ημάς. Τι λογής συμπεριφορά δείχνει ο διάδικος εκείνος που υποβάλλει πονηρά τη συφερτική απάντηση στο μάρτυρά του; Κακόπιστη, ασφαλώς. Ο ΚΠολΔ τι επιφυλάσσει για τους κακόπιστους διαδίκους [και τους πληρεξουσίους τους]; Μα, ολάκερο άρθρο-φορέα θεμελιακής δικονομικής αρχής. το άρθρο 116: “Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, ν’ αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις”.
Ποιος θα ‘βγει τώρα να υποστηρίξει πως ο δικηγόρος που κάνει παραπειστική ερώτηση στο μάρτυρα του αντιδίκου του ή καθοδηγητική στο δικό του το μάρτυρα δεν βρίσκει αντιμέτωπο το άρθρο 116 ΚΠολΔ; Και ποιος συνετός ερμηνευτής θ’ αμφισβητήσει πως απευθύνοντας καθοδηγητικές ερωτήσεις στο μάρτυρα του αντιδίκου του ο δικηγόρος τον “στριμώχνει” μεν, θεμιτά όμως και μέσα στα όρια του δικανικού παιχνιδιού, της επικής εκείνης μάχης που οι ‘Αγγλοι απαθανάτισαν με το θρυλικό όρο “cross – examination” [“αντεξέταση”];
Δεν απομένει, προς το παρόν, παρά μια σύνοψη, για βιαστικούς ναυτιλλομένους: Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεμελιακή αρχή του άρθρου 116 ΚΠολΔ [πρβ. 223§5 ΚΠοινΔ], δεν επιτρέπεται ν’ απευθύνονται στους μάρτυρες παραπειστικές ερωτήσεις ούτε και στους μάρτυρες εκείνου που ρωτά ερωτήσεις καθοδηγητικές.
ΝΙΚΟΣ Δ. ΜΠΑΡΜΠΑΤΣΗΣ
Δικηγόρος Α.Π.
Δικηγόρος Α.Π.
————————————————————-
ΣΗΜΕΙΩΣΟΥΛΕΣ
[1].- Όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε στην Δίκη τ. 1999, σ. 282.
[2].- Μιλάμε, βέβαια, πάντα για την Ελλάδα. Στις χώρες της Κοινοπολιτείας τόσο το δίκαιο των αποδείξεων όσο και η Τέχνη της Δικηγορίας -ιδίως αυτή- τις κανακεύουν εξαντλητικά. Από ‘κεί, άλλωστε, δανειστήκαμε και τον όρο “καθοδηγητικές” ερωτήσεις [“leading” questions].
[3].- Βλ. Η Δίκη του Ναυπλίου, στενογραφημένα Πρακτικά, εκδ. Διόνυσος, Αθήναι 1976, σελ. 31-32. Ο Δάσκαλος τελικά αθωώθηκε από το Εφετείο.
[4].- Καθοδηγητική ερώτηση.
[5].- Βλ. πρόχειρα Cross on Evidence, Australian edition by J. Gobbo, Butterworths 1970, p. 235, 265.