Το δίλημμα του φυλακισμένου είναι το πιο διάσημο πρόβλημα της θεωρίας παιγνίων (της οποίας θεωρητικός είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης) του κλάδου των μαθηματικών που εξετάζει τις στρατηγικές επιλογές λογικά σκεπτόμενων παικτών οι οποίοι εμπλέκονται σε ανταγωνιστικές καταστάσεις και δείχνει πως δυο απόλυτα «λογικά» άτομα μπορούν να μην συνεργαστούν, ακόμη και όταν έχουν μεγαλύτερο συμφέρον να το κάνουν.
Το δίλημμα του φυλακισμένου επινοήθηκε και αναλύθηκε από τους Merill Flood και Melvin Dresher, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, στην Καλιφόρνια του 1950, όταν δούλευαν για λογαριασμό της Rand Corporation ( του ερευνητικού κέντρου που ήθελε μελέτες στη θεωρία των παιγνίων για να τις χρησιμοποιήσει σε ενδεχόμενο πυρηνικό πόλεμο). Οι δυο μαθηματικοί ανακάλυψαν ένα απλό μαθηματικό μοντέλο σε μορφή παιγνίου στο οποίο οι παίκτες μπορούν είτε να συνεργαστούν μεταξύ τους, είτε να προδώσουν ο ένας τον άλλον.
Ο τίτλος και η εκδοχή με τις καταδικαστικές αποφάσεις φυλάκισης οφείλονται στον μαθηματικό Albert William Tucker, καθηγητή του νομπελίστα John Nash, που ήθελε να κάνει τις ιδέες του προσιτές σε ψυχολόγους του Stanford.
Η δομή του «Διλήμματος του Φυλακισμένου» αναδεικνύει την ισορροπία μεταξύ συνεργασίας και ανταγωνισμού και αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την στρατηγική λήψης των αποφάσεων.
Μπορεί ακόμη να εφαρμοστεί σε διάφορους τομείς: από τις επιχειρήσεις, την οικονομία, τα δημοσιονομικά και τις πολιτικές επιστήμες έως τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, τη βιολογία και την κοινωνιολογία.
Οι βάσεις του διλήμματος του φυλακισμένου
Το σενάριο του διλήμματος του φυλακισμένου έχει ως εξής:
Δυο ύποπτοι (Α και Β) έχουν συλληφθεί ως μέλη μιας συμμορίας για ένα έγκλημα και κρατούνται σε χωριστά δωμάτια σε ένα αστυνομικό τμήμα, χωρίς να έχουν δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους. Οι μηνυτές έχουν έλλειψη επαρκών αποδείξεων για να τους καταδικάσουν με τη βασική κατηγορία. Ταυτόχρονα ο ανακριτής προσφέρει στους φυλακισμένους μια συμφωνία, έχοντας πει στον καθένα τα ακόλουθα:
Εάν ομολογήσεις και συμφωνήσεις να καταθέσεις εναντίον του άλλου υπόπτου, ότι διέπραξε έγκλημα, οι κατηγορίες εναντίον σου θα αποσυρθούν και θα αφεθείς ελεύθερος ατιμώρητος.
Εάν δεν ομολογήσεις και το κάνει ο άλλος ύποπτος, θα καταδικαστείς με τη μέγιστη ποινή των 12 ετών.
Εάν ομολογήσετε και οι δυο, θα καταδικαστείτε με 4 χρόνια κάθειρξη καθένας.
Εάν κανείς από τους δυο δεν ομολογήσει και οι δυο θα κατηγορηθείτε για πταίσμα και θα καταδικαστείτε με 1 χρόνο φυλακή.
Η ουσία του διλήμματος του φυλακισμένου είναι τι θα κάνουν οι ύποπτοι και η θεωρία παιγνίων ρωτά ποια είναι η αναμενόμενη ορθολογικά «βέλτιστη» στάση του καθενός από τους φυλακισμένους.
Το «δίλημμα του φυλακισμένου» εξετάζει τις στρατηγικές επιλογές λογικά σκεπτόμενων παικτών που εμπλέκονται σε ανταγωνιστικές καταστάσεις.
Ποια είναι η αναμενόμενη ορθολογικά «βέλτιστη» στάση του καθενός απ’ τους κρατούμενους; ρωτάει η θεωρία παιγνίων.
Θυμίζουμε ότι «ορθολογισμός» για τους ειδικούς αυτού του μοντέλου είναι να κοιτάει ο καθένας το συμφέρον του, δηλαδή είτε το μέγιστο όφελος είτε την μικρότερη ζημιά του, λαμβάνοντας υπόψη του ότι και ο άλλος (ο «αντίπαλος»…) θα κάνει το ίδιο. Σύμφωνα λοιπόν με την θεωρία, ο κάθε κρατούμενους, ας πούμε ο Α και ο Β, έχει τις πιο κάτω επιλογές:
Με δεδομένο ότι οι κανόνες είναι κοινοί και για τους δύο θεωρούμε ότι και οι δύο κάνουν τις ίδιες λογικές σκέψεις.
Σκέψη του Α:
“Εάν ο Β με καρφώσει τότε τι πρέπει να κάνω; Στην περίπτωση που δεν τον καρφώσω τότε εμπίπτω στον 1ο κανόνα από αυτούς που μας έθεσαν, όντας ο ένοχος και θα φυλακιστώ για 12 χρόνια, ενώ αν τον καρφώσω εμπίπτουμε και οι δύο στον 3ο κανόνα και θα φυλακιστώ για 4. Με συμφέρει λοιπόν να τον καρφώσω.”
” Εάν ο Β δεν με καρφώσει τότε τι πρέπει να κάνω; Στην περίπτωση που τον καρφώσω τότε εμπίπτω στον 1ο κανόνα και θα ελευθερωθώ όντας ο αθώος που συνεργάστηκε, ενώ αν δεν τον καρφώσω εμπίπτουμε και οι δύο στον δεύτερο κανόνα και θα φυλακιστούμε και οι δυο 1 χρόνο. Πάλι με συμφέρει να τον καρφώσω.”
Με αυτές τι λογικές σκέψεις του ο Α ως homo economicus, που ενδιαφέρεται πάντα για το μεγαλύτερο για αυτόν όφελος (σε αντίθεση με τον homo reciprocans, που κίνητρο του αποτελεί το κοινό όφελος με το περιβάλλον του), αποφασίζει να καρφώσει τον Β διότι τον συμφέρει και στις δύο περιπτώσεις.
Ωστόσο και για τον Β ισχύουν οι ίδιοι κανόνες με συνέπεια να καρφώσει και αυτός τον Α.
Προβλέπουμε λοιπόν ότι από αυτή τη διαδικασία και οι δύο ορθολογικοί άνθρωποι που θέλουν το άμεσο ατομικό τους συμφέρον θα τιμωρηθούν με 4 χρόνια. Αν συνυπολόγιζαν και το όφελος του συγκατηγορουμένου τους ως δικό τους όφελος τότε θα έβγαζαν το συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο όφελος πρέπει να λογίζεται ως συνολικό και είναι τα 2 χρόνια φυλάκισης (1 ο καθένας), σε σχέση με τα 12 χρόνια (12 ο ένας και 0 ο άλλος) αλλά και τα 8 χρόνια (από 4 ο καθένας). Με αυτό στο μυαλό εάν και οι δύο ήταν homo reciprocans, τότε η στρατηγική συνεργασίας τους θα ήταν να μην καρφώσει ο ένας τον άλλο και να λάβουν ποινή από 1 χρόνο ο καθένας. Μέρος ευθύνης της αστοχίας ορισμένων βραβευμένων κατά τ’ άλλα οικονομικών θεωριών, οφείλεται στο ότι θεωρείται ως rational individual (λογικός άνθρωπος) ο homo economicus και οι θεωρίες αυτές μόνο σε αυτή τη βάση αναπτύσσονται. Από την παραπάνω θεώρηση αποδεικνύεται ότι η συνεργασία με τις αμοιβαία επωφελείς στρατηγικές είναι πολλές φορές πιο δόκιμη από την επιδίωξη για άμεσο ατομικό όφελος (1 χρόνος ποινή αντί 4 χρόνια).
Πρέπει να πούμε ότι σε αυτό το παράδειγμα, όπως και σε κάθε κατάσταση (παίγνιο]) της θεωρίας παιγνίων (Game Theory), υποθέτουμε ότι οι εμπλεκόμενοι (οι παίκτες) είναι απόλυτα λογικοί και έχουν ως αποκλειστικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους ή την ελαχιστοποίηση του κόστους (όπως σε αυτή την περίπτωση). Θα περίμενε ίσως κάποιος ότι δύο λογικοί άνθρωποι θα επέλεγαν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα που θα συνέφερε και τους δύο περισσότερο από αυτό που τελικά κατάφεραν, δηλαδή, να κρατήσουν και οι δύο τη σιωπή τους και να πάνε στη φυλακή με μια ποινή μόνο ενός έτους. Πώς κατέληξαν λοιπόν εδώ τα πράγματα; Η απάντηση βρίσκεται στην εμπιστοσύνη που δείχνει ο ένας στην απόφαση του άλλου. Με άλλα λόγια, με δεδομένη κάθε επιλογή του αντίπαλου παίκτη, το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού επικρατεί έναντι του αποτελέσματος της συνεργασίας.
Το δίλημμα του φυλακισμένου γνωστό παράδειγμα της θεωρίας των παιγνίων. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο σε πολλές καταστάσεις του πραγματικού κόσμου που αφορούν συμπεριφορές συνεργασίας. Μπορεί να εφαρμοστεί σε καταστάσεις που δεν ταιριάζουν απόλυτα τα κριτήρια των κλασικών ή επαναληπτικών παιχνιδιών. Για παράδειγμα σε αυτά που θα μπορούσαν και οι δύο οντότητες να κερδίσουν σημαντικά οφέλη από τη συνεργασία ή να υποστούν την αποτυχία αν το πράξουν, αλλά θεωρούν αδύνατο ή δαπανηρό να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους για την επίτευξη της συνεργασίας.
Το παραπάνω παράδειγμα καταδεικνύει ότι το «κοινό συμφέρον» δεν είναι πάντα η επιλογή απόλυτα λογικά σκεπτόμενων ατόμων και πολλές φορές απόλυτα λογικά επιλογές μπορούν να οδηγήσουν σε ζημία για όλους τους εμπλεκόμενους. Η κατάσταση αλλάζει αν το παιχνίδι επαναλαμβάνεται, οπότε κάθε παίκτης έχει τη δυνατότητα να «τιμωρήσει» μέσω της επιλογής του τον άλλο παίκτη για την προηγούμενη παρασπονδία του. Σε αυτή την περίπτωση, όταν οι επαναλήψεις του παιγνίου τείνουν στο άπειρο, η επιλογή της συνεργασίας (να κρατήσουν και οι δύο τη σιωπή τους) τείνει στο να επικρατήσει. Η εμπειρία της πραγματικότητας ενισχύει την επικράτηση της μαθηματικής λογικής, οδηγώντας σε βέλτιστα αποτελέσματα για το συλλογικό συμφέρον.
Αν όμως οι δύο ύποπτοι, μπορούσαν να επικοινωνήσουν, θα έβλεπαν ότι η καλύτερη λύση είναι η μη ομολογία. Αλλά όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω δεν αποκλείεται η πιθανότητα της προδοσίας. Όμως αν οι δύο ύποπτοι έχουν ξαναέρθει αντιμέτωποι με το συγκεκριμένο πρόβλημα , έχουν συνεννοηθεί και δεν υπάρχει περίπτωση προδοσίας, τότε δε θα μιλήσουν. Αυτή η ισορροπία λέγεται “υπό-παιγνιακή τέλεια ισορροπία Nash”.
Η βέλτιστη στρατηγική για κάποιον παίχτη είναι να κρατήσει το στόμα του κλειστό στον πρώτο γύρο και στην συνέχεια να επαναλαμβάνει αυτό που έκανε ο άλλος παίχτης στον προηγούμενο γύρο. Η στρατηγική αυτή επικράτησε ώς καλύτερη, σε round-robin διαγωνισμό, επινοήθηκε απο τον Ανατόλ Ράποπορτ, αποκαλείται TIT FOR TAT και αποδεικνύεται με γενετικούς αλγόριθμους.
Συνέπειες του διλήμματος του φυλακισμένου
Το δίλημμα του φυλακισμένου δείχνει ότι όταν ένα άτομο επιδιώκει το δικό του προσωπικό συμφέρον, η έκβαση είναι χειρότερη από ότι εάν είχαν συνεργαστεί και οι δυο. Στο ανωτέρω παράδειγμα, η συνεργασία -όπου Α και Β μένουν και οι δυο σιωπηλοί και δεν ομολογούν-μπορεί να επιφέρει στους δυο ύποπτους ποινή φυλάκισης 1 χρόνο.
Εάν και οι δυο επιλέξουν να καταθέσουν εναντίον του άλλου υπόπτου, θεωρώντας δεδομένο ότι ο άλλος δεν θα το κάνει, αντί να αφεθούν ελεύθεροι, όπως ο καθένας ελπίζει, θα πάνε 2 χρόνια φυλακή.
Στο παράδειγμα του φυλακισμένου, το να συνεργαστείς με τον άλλον ύποπτο, προκαλεί μια αναπόφευκτη ποινή 1 έτους, όταν το να ομολογήσεις έχει σαν αποτέλεσμα να αφεθείς ελεύθερος ή στη χειρότερη περίπτωση επιφέρει μια ποινή 2 ετών.
Αλλά αν δεν ομολογήσεις κουβαλάς το ρίσκο να σου επιβληθεί η μέγιστη ποινή των 3 χρόνων, εάν η εμπιστοσύνη του Α πως ο Β θα παραμείνει επίσης σιωπηλός, αποδεχτεί λανθασμένη και ο Β ομολογήσει (και αντίστροφα).
Το δίλημμα, όπου το κίνητρο να μην συνεργαστείς είναι τόσο ισχυρό, ακόμη και αν η συνεργασία μπορεί να αποφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα, μπορεί να τεθεί με πολλούς τρόπους στις επιχειρήσεις και την οικονομία.
Το παζλ εξηγεί μια σύγκρουση μεταξύ της προσωπικής λογικής και της λογικής της ομάδας. Μια ομάδα της οποίας τα μέλη επιδιώκουν τη λογική του προσωπικού συμφέροντος μπορεί να καταλήξει χειρότερα από μια ομάδα της οποίας τα μέλη κινούνται και δρουν εναντίον της λογικής του προσωπικού συμφέροντος.
Το δίλημμα του φυλακισμένου αποδεικνύει πως είναι δύσκολο ιδιοτελή, εγωιστικά πρόσωπα να συνεργαστούν για το κοινό καλό.
Στην ουσία πρόκειται για μια επιλογή ανάμεσα σε μια εγωιστική συμπεριφορά και έναν κοινωνικά επιθυμητό αλτρουισμό.
Η θεωρία των παιγνίων αναφέρει πως σε μια τέτοια αντιπαράθεση η προδοσία είναι η κυρίαρχη στρατηγική, δεδομένου πως προσφέρει την ελαφρώς υψηλότερη πληρωμή σε ένα ταυτόχρονο παιχνίδι. Οι οικονομολόγοι αναφέρονται σε αυτό ως «Ισορροπία Nash» μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον John Nash και τη βραβευμένη με Όσκαρ βιογραφική ταινία «A Beautiful Mind».
Φιλοσοφικά-ηθικά διλήμματα
Σε κάθε πρόβλημα της Θεωρίας Παιγνίων υποθέτουμε πως οι εμπλεκόμενοι παίκτες είναι απόλυτα λογικοί.
Οι οικονομολόγοι στους δυο φυλακισμένους βλέπουν τον homo economicus, τον άνθρωπο που η συμπεριφορά του έχει ως κίνητρο την μεγιστοποίηση του κέρδους και την ελαχιστοποίηση του κόστους.
Πως όμως καθορίζεται ως «ορθολογική» η επιλογή του να κοιτάζει ο καθένας το καθαρά προσωπικό του συμφέρον, ανεξάρτητα από αρχές και αξίες που επιτάσσουν τη σιωπή και το «μη δόσιμο» του συνενόχου; Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι ήρθαν αντιμέτωποι με τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν.
Η λογική του παιχνιδιού υποδεικνύει πως «αν προδώσεις τον άλλον θα κερδίσεις» ωφελούμενος από την χωρίς ανταπόδοση πιθανή αλτρουιστική συμπεριφορά του άλλου.
Περισσότερο κερδισμένος είναι αυτός που θα προδώσει τον συνένοχό του, αφού προηγουμένως έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του, ώστε αυτός να μην τον προδώσει. Αν εμπιστευτείς και δεν προδώσεις τον συνένοχο σου, ενώ αυτός σε προδώσει το αποτέλεσμα είναι να σου επιβληθεί η μεγαλύτερη ποινή.
Στο δίλημμα του φυλακισμένου αν και οι δυο επιλέξουν να προδώσουν χάνουν τα ίδια.
Φυσικά υπάρχει πάντα η εκδοχή του αμοιβαίου αλτρουισμού, όπου και οι δυο συμμετέχοντες επιλέγουν την εμπιστοσύνη και την πληρωμή ενός τιμήματος για αμοιβαίο όφελος. Παρότι σπάνια, η εκδοχή αυτή συμφέρει και τους δυο.
Βραχυπρόθεσμα κερδίζει εκείνος που θα προδώσει πρώτος, αλλά μακροπρόθεσμα η έλλειψη ηθικών αναστολών θα μπλοκάρει μελλοντικές συνεργασίες με το ίδιο ή άλλα άτομα. Συνεργασία σημαίνει αμοιβαίο όφελος, προδοσία, αμοιβαία απώλεια.
Επαναλαμβανόμενο παιχνίδι
Οι βέλτιστοι τρόποι συμπεριφοράς, και ειδικότερα οι μακράς διάρκειας, έχουν γίνει γνωστές ως “Εξελικτικά Σταθερές Στρατηγικές”, μια έννοια που εισήγαγε πρώτος ο John Maynard Smith για τις στρατηγικές που αν υιοθετηθούν από τα περισσότερα μέλη ενός πληθυσμού δεν μπορούν να υπερνικηθούν από κάποια εναλλακτική στρατηγική.
Ένας από τους επιστήμονες που εντυπωσιάστηκαν από την θεωρία των παιγνίων και το “Δίλημμα του Φυλακισμένου” στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήταν ο μαθηματικός και πολιτικός επιστήμονας Robert Axelrod. Ο Axelrod βρήκε στο Δίλημμα του Φυλακισμένου μία πιθανή απάντηση στο ερώτημα που τον απασχολούσε: υπό ποιες συνθήκες δύο θεμελιωδώς εγωιστικά όντα μπορούν να επιλέξουν να συνεργαστούν;
Για να απαντήσει στο ερώτημα δημιούργησε το “Επαναλαμβανόμενο Δίλημμα του Φυλακισμένου”, όπου το παίγνιο δεν παίζεται μια φορά αλλά πολλές. Σε αυτή την παραλλαγή οι παίκτες έχουν τη δυνατότητα να μάθουν από τα λάθη τους και να επανορθώσουν, ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο στην αμοιβαία συνεργασία. Το 1979 κάλεσε τους σημαντικότερους θεωρητικούς των παιγνίων να υποβάλλουν στρατηγικές, υπό τη μορφή προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Υποβλήθηκαν 14 στρατηγικές από ψυχολόγους, μαθηματικούς, κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες.
O Axelrod έβαλε τις διάφορες στρατηγικές να αναμετρηθούν μεταξύ τους. Νικητής του διαγωνισμού αναδείχθηκε ο μαθηματικός και ψυχολόγος Anatol Rapoport με τη στρατηγική “Tit for Tat” ή αλλιώς “Μία Σου και Μία Μου”. Η στρατηγική αυτή είναι πολύ απλή: Ο παίκτης ξεκινά συνεργαζόμενος με τον αντίπαλο και κατόπιν πράττει ότι έπραξε και ο αντίπαλος στον προηγούμενο γύρο. Συνεργάστηκε, θα συνεργαστεί. Πρόδωσε, θα τον προδώσει κι εκείνος στον επόμενο γύρο.
Το 1981 ο Axelrod μαζί με τον εξελικτικό βιολόγο William Hamilton δημοσίευσαν ένα άρθρο στο περιοδικό Science για την εξέλιξη της συνεργασίας. Σε αυτό απέδειξαν ότι η συνεργασία είναι μια εξελικτικά σταθερή στρατηγική, δηλαδή μια συμπεριφορά που επιτρέπει να διαχυθούν τα χαρακτηριστικά που κάνουν ένα είδος να επικρατήσει και να επιβιώσει. Οι ζωντανοί οργανισμοί που συνεργάζονται μεταξύ τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπαραχθούν και επομένως να περάσουν τα γονίδιά τους στην επόμενη γενιά.
Εφαρμογή σε αληθινούς κρατούμενους
Το παιχνίδι έχει παιχτεί πολλές φορές και η θεωρία είναι σωστή: Η προδοσία είναι το κυρίαρχο αποτέλεσμα. Αλλά όχι απαραίτητα κι όχι πάντα. Δυο οικονομικά πανεπιστήμια του Αμβούργου διεξήγαγαν μια μελέτη με σκοπό να αναλύσουν τις διάφορες συμπεριφορές μεταξύ δυο ομάδων. Μια ομάδα κρατουμένων στις γυναικείες φυλακές της Κάτω Σαξωνίας στη Γερμανία επιλέχτηκε να παίξει το ίδιο παιχνίδι με ομάδα φοιτητών, στους οποίους προσφέρονταν χρήματα, ενώ στις κρατούμενες καφές και τσιγάρα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν, πως μόνο το 37% των φοιτητών συνεργάστηκαν, ενώ οι κρατούμενες συνεργάστηκαν σε ποσοστό 56%. Με βάση τα ζευγάρια, μόνο το 13% των φοιτητών κατάφερε να πάρει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και τη συνεργασία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των κρατουμένων ήταν 30%.
Η μελέτη διέψευσε όσους υπέθεταν πως οι κρατούμενες ζώντας σε ένα δυσμενές περιβάλλον θα ομολογούσαν περισσότερο από τους μαθητές, αποδεικνύοντας δεν είναι αναξιόπιστες και καιροσκόποι, σύμφωνα με το στερεότυπο.
Και πάλι το καθοριστικό στοιχείο είναι η ατομική και κοινωνική εμπειρία και γνώση των συνεπειών της προδοσίας, που προκαλεί την αποφυγή της ως συνέπεια φόβου, για να γίνει κτήμα των ανθρώπων ως γενικώς παραδεδεγμένη αξία.
Μοντέλο για πολλές καταστάσεις
Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το δίλημμα του φυλακισμένου καθημερινά σε όλα τα επίπεδα (άτομα, οργανισμοί, χώρες).
Το δίλημμα του φυλακισμένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο για πολλές καταστάσεις του πραγματικού κόσμου, όπου εμπλέκεται η συμπεριφορά της συνεργασίας πχ εκεί όπου δυο οντότητες θα μπορούσαν να κερδίσουν σημαντικά οφέλη από τη συνεργασία, αλλά θεωρούν δύσκολο ή ακριβό να συντονίσουν τις στρατηγικές τους, ώστε να την πετύχουν.
Ας υποθέσουμε πως λογική επιδίωξη των κυβερνήσεων δυο γειτονικών χωρών (Α και Β), θα έπρεπε να ήταν η ευημερία των πολιτών με δαπάνες για το σύστημα υγείας, για σχολεία, για δρόμους κλπ, ώστε και οι δυο να επωφελούνται. Αν όμως η χώρα Α εξοπλίζεται στρατιωτικά, ενώ η Β επενδύει στην ειρήνη, τότε αν η Α επιτεθεί στη Β, τότε αυτή θα χάσει τα πάντα, αφού θα είναι εντελώς απροετοίμαστη. Πρόκειται δηλαδή για το γνωστό δίλημμα. Αν επενδύσουν και οι δυο στην ειρήνη κερδίζουν και οι δυο. Αν όμως είναι γνωστό πως η Α ακολουθεί επιθετική πολιτική, τότε και Β πρέπει να εξοπλίζεται. Η χειρότερη περίπτωση είναι να ακολουθούν και οι επιθετική πολιτική.
Τέλος, ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος ως υπουργός Οικονομικών κινήθηκε με τους όρους των Παιγνίων εφάρμοσε κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης τη λογική πως «ο κάθε παίκτης προσπαθεί να εμποδίσει τον αντίπαλο του να αποκτήσει πλεονεκτήματα, που θα περιορίσουν τα κέρδη του», υποθέτοντας πως «η κάθε πλευρά (μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ) σε πρώτη κίνηση προσπαθεί να δημιουργήσει συμμαχίες, ενώ στον επόμενο γύρο η κάθε πλευρά υιοθετεί την αμέσως προηγούμενη στάση του αντιπάλου της».
Με την οπτική του παιγνίου, ο αρθρογράφος του Bloomberg Μαρκ Μπιουκάναν έγραφε για τις διαπραγματεύσεις:
«Στην επιφάνεια φαίνεται σαν ένα κλασικό παιχνίδι ποιος θα δειλιάσει πρώτος. Κάθε πλευρά δείχνει αποφασισμένη να δει τον άλλον καταρρέει. Οι πιστωτές επιμένουν ότι δεν μπορούν να παράσχουν οποιαδήποτε περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους ή να χαλαρώσουν τους όρους λιτότητας. Από τη μεριά της η Ελλάδα πιέζει για περισσότερα, γεγονός που υποδηλώνει πως είναι πρόθυμη να χρεοκοπήσει, πιθανότατα προκαλώντας μεγαλύτερα προβλήματα στη νομισματική ένωση. Και οι δυο πλευρές θα μπορούσαν να πετύχουν πολλά αν συνεργάζονταν, αλλά δεν μπορούν να το κάνουν γιατί ο ένας δεν εμπιστεύεται τον άλλον».
Και το αποτέλεσμα υπήρξε χείριστο και για τις δύο πλευρές, πρώτα απ’ όλα για την Ελλάδα, που ήδη ζει στο πετσί της την προδοσία της συλλογικότητας και την άκρατη δεσποτεία των ισχυρών.
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άλμα πάνω↑ «A Course in Game Theory». MIT Press
Συντάκτης: Αγγελική Μπομπούλα
Με προσθήκες από Βικιπαίδεια και δικές μου