ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προσκλήθηκε από αυτή.
Αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί υπάρξεως δεδικασμένου που προβλέπεται από το προαναφερόμενο άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΠΔ και χρήζει σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στην προκείμενη περίπτωση, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ο κατηγορούμενος πρόβαλε την ένσταση του δεδικασμένου επικαλούμενος ότι τα ποσά στα οποία αφορούσε το επίδικο αδίκημα για μη απόδοση ΦΠΑ, είχαν συμπεριληφθεί στον υπ’ αριθμ. 25/2009 πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ Χανίων για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης της προθεσμίας καταβολής ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία είχε καταδικασθεί αμετακλήτως με την υπ’ αριθμ. 1803/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων.
Το Εφετείο Κρήτης με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως. Ήδη, ο αναιρεσείων, με τον μοναδικό πρόσθετο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των διατάξεων περί δεδικασμένου. Από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τον έλεγχο της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου, προκύπτουν τα επόμενα. Με την υπ’ αριθμό 1803/22-6-2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων η οποία, κατά την επ’ αυτής από 2-10-2012 υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα έχει καταστεί αμετάκλητη, ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων καταδικάσθηκε για το αδίκημα της παραβίασης της προθεσμίας καταβολής των αναφερομένων στον υπ’ αριθμό 25/2009 πίνακα χρεών προς το δημόσιο κατ’ εξακολούθηση συνολικού ύψους 4.588214, που αφορούν το χρονικό διάστημα από 31-1-2005 έως 30-11-2007 και προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1γ Ν. 1882/1990 όπως συμπληρώθηκε με την παρ.8 του άρθρου 20 του Ν. 2298/1995 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 2523/1997 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3220/2004.
Εξάλλου με την προσβαλλομένη απόφαση κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για το αδίκημα της μη απόδοσης ΦΠΑ προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση συνολικού ύψους 674568,82 το οποίο αφορά τα οικονομικά έτη 2000 και 2003 και προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 περ β’ και γ’ του Ν 2523/1997. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν υφίσταται ταυτότητα μεταξύ της πράξεως για την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε με την προσβαλλομένη και αυτής για την οποία καταδικάσθηκε με την 1803/2012 απόφαση καθόσον με την τελευταία καταδικάσθηκε: α) για χρέη που αφορούν χρονικό διάστημα μεταγενέστερο αυτού το οποίο αφορά η προσβαλλομένη, β) τα χρέη που αναφέρονται στην προσβαλλομένη δεν περιλαμβάνονται στην τελευταία (1803/2012) απόφαση. “Πέραν δε των ανωτέρω με τη θέσπιση και τιμωρία των αδικημάτων της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο (Ν. 1882/1990) και της φοροδιαφυγής (Ν. 2523/1997), όπως ισχύουν, επιδιώκεται η προστασία διαφορετικών εννόμων αγαθών που πλήττονται με την τέλεση των προειρημμένων εγκλημάτων και ειδικότερα αφενός μεν των δημοσίων εσόδων, με την είσπραξη των πάσης φύσεως και ανεξαρτήτου αιτίας βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων οφειλών προς το δημόσιο και αφετέρου της εμπέδωσης και διασφάλισης φορολογικής συνείδησης και ισονομίας, με την εκπλήρωση από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα των αναλογούντων σ’ αυτά φορολογικών υποχρεώσεων, με την αποφυγή των οποίων επιβαρύνονται δυσανάλογα οι υπόλοιποι από τους προς τούτο υπόχρεους.
Άλλωστε η παραδοχή αυτή καταδεικνύεται και από τη διαφορετική ποινική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους δράστες των αξιοποίνων αυτών πράξεων, καθόσον τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του Ν. 1882/1990 αδικήματα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο τιμωρούνται πάντοτε σε βαθμό πλημμελήματος ενώ αυτά της φοροδιαφυγής, τα οποία τυποποιούνται με τις διατάξεις του Ν. 2523/1997, τιμωρούνται σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και σε βαθμό κακουργήματος”. Επομένως, ο προβαλλόμενος, μοναδικός πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ ΣΤ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, βάσει των ως άνω παραδοχών του Εφετείου, δεν συντρέχουν τα στοιχεία του δεδικασμένου και ειδικότερα η ταυτότητα της πράξεως». (areiospagos.gr)
ΑΠ 791/2014 (ποιν) Απορρίπτεται λόγος αναίρεσης για παραβίαση δεδικασμένου καθώς δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της πράξης της μη απόδοσης ΦΠΑ (άρ. 18 Ν. 2523/1997), για την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και της πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρ. 25 παρ. 1 Ν. 1882/1990), για την οποία ο ίδιος είχε ήδη καταδικασθεί με προγενέστερη απόφαση. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν, κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει