Η λειτουργία των τοκογλυφικών ναυαρχίδων, καθώς επίσης μία από τις αιτίες, για τις οποίες οδηγεί το ελληνικό πειραματόζωο ο κ. Σόιμπλε στην παγίδα του παράλληλου νομίσματος – όπου μάλλον δεν εννοεί τη δραχμή, αλλά το ευρώ
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
«Αν ποτέ ο Αμερικανικός λαός επιτρέψει τις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγξουν την έκδοση του νομίσματος του (κάτι που ήδη συμβαίνει, αφού η Fed είναι ιδιωτική), πρώτα με τον πληθωρισμό και ύστερα με τον αποπληθωρισμό οι τράπεζες και οι εταιρείες που θα αναπτυχθούν, θα αποστερήσουν από το λαό την περιουσία του – έως ότου μια μέρα τα παιδιά του θα ξυπνήσουν άστεγα στη χώρα που κατέκτησαν οι πατεράδες τους«. (T. Jefferson).
.
Ανάλυση
Με το κείμενο μας «η συνωμοσία των τοκογλύφων» έχουμε αναφερθεί ήδη στις αιτίες, για τις οποίες προωθείται η κατάργηση των μετρητών χρημάτων, με πρώτα τα μεγάλα χαρτονομίσματα – τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται για την εκτός των τραπεζών αποταμίευση. Υπάρχει όμως ακόμη μία πλευρά του θέματος, σύμφωνα με την οποία η απόσυρση των 500ευρων από την κυκλοφορία, θα ήταν ζημιογόνα για τη νομισματική ένωση: η απώλεια των εκδοτικών κερδών του συστήματος της Ευρωζώνης, η οποία δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Αναλυτικότερα, τα κεντρικά τραπεζικά χρήματα δημιουργούνται όταν η κεντρική τράπεζα αγοράζει αξιόγραφα ή
έντοκες απαιτήσεις των εμπορικών τραπεζών. Επειδή όμως για τα συγκεκριμένα χρήματα η κεντρική τράπεζα δεν πληρώνει τόκους, αφού η ίδια τα δημιουργεί από το πουθενά, απολαμβάνει κέρδη από τη χρήση τους– τα οποία στην Ευρωζώνη συσσωρεύονται και στη συνέχεια μοιράζονται στις εκάστοτε εθνικές κεντρικές τράπεζες, ανάλογα με το μερίδιο τους στην ΕΚΤ.
Εάν λοιπόν εκδίδονται λιγότερα, τότε τα κέρδη της ΕΚΤ θα είναι χαμηλότερα, οπότε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα εισπράττουν λιγότερα – με αποτέλεσμα να συνεισφέρουν μικρότερα ποσά στους εκάστοτε κρατικούς προϋπολογισμούς, εις βάρος των φορολογουμένων. Εκτός αυτού, υπάρχει μια ακόμη αιτία, λόγω της οποίας η κατάργηση των 500ευρων θα ήταν ζημιογόνα – θα την αναφέρουμε όμως στον επίλογο του κειμένου, αφού προηγουμένως αναλύσουμε τη λειτουργία των κεντρικών τραπεζών.
.
Η λογιστική λειτουργία των κεντρικών τραπεζών
Εν πρώτοις, οι κεντρικές τράπεζες θεωρούνται ως «οικονομικά υποκείμενα» ειδικής φύσεως (sui generis) – επειδή δεν συγκρίνονται με τίποτα άλλο. Μεταξύ αρκετών ιδιαιτεροτήτων, χαρακτηρίζονται από έναν ιδιόρρυθμο Ισολογισμό (γράφημα της Fed) – αφού στην πλευρά του παθητικού τους (δεξιά), εκεί δηλαδή που στις άλλες κανονικές τράπεζες ή στις επιχειρήσεις καταχωρούνται οι υποχρεώσεις τους, στις κεντρικές τράπεζες εγγράφεται αυτό που οι ίδιες δημιουργούν: τα χρήματα.
.
FED – μια απλοποιημένη μορφή του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, σε δις δολάρια, 2002 (Assets = Ενεργητικό, Liabilities = Παθητικό).
.
Τα χρήματα αυτά θεωρούνται τυπικά ως υποχρεώσεις της κεντρικής τράπεζας – τις οποίες εξυπηρετεί ξανά και ξανά με εκείνον τον τρόπο, με τον οποίο πάντοτε εξοφλούνται οι υποχρεώσεις: με χρήματα. Τα συγκεκριμένα όμως χρήματα τα δημιουργεί η ίδια – όταν καμία άλλη τράπεζα ή επιχείρηση δεν μπορεί να δημιουργήσει μόνη της εκείνα τα μέσα, με τα οποία θα μπορεί να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της. Πρόκειται λοιπόν για τη γνωστή «όρνιθα με τα χρυσά αυγά» – με την κυριολεκτική έννοια της φράσης.
Στην πλευρά τώρα του ενεργητικού της κεντρικής τράπεζας (αριστερά), εκεί δηλαδή που οι εμπορικές τράπεζες ή οι υπόλοιπες επιχειρήσεις έχουν τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, ταμείο, εμπορεύματα κλπ.), η κεντρική τράπεζα καταχωρεί τα «χαρτιά», τα οποία αγοράζει από τις εμπορικές τράπεζες ή από το δημόσιο στις Η.Π.Α. – με τα χρήματα που δημιουργεί από το πουθενά.
Για παράδειγμα, το συνάλλαγμα ή τα έντοκα χρεόγραφα (ομόλογα του δημοσίου άλλων κρατών κοκ.), τα οποία συνήθως αγοράζει με τα συναλλαγματικά της έσοδα. Εν προκειμένω, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες ενός άλλου νομίσματος, με στόχο να το στηρίξουν (ανατιμήσουν) μέσω της αυξημένης ζήτησης – έτσι ώστε να αδυνατίσουν (υποτιμήσουν) το δικό τους νόμισμα ή να το προστατεύσουν από την ανατίμηση του.
Αυτό ακριβώς έκανε η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, για να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία του φράγκου με το ευρώ στο 1,20:1. Αγόραζε δηλαδή ευρώ, επειδή πολλοί επενδυτές άλλαζαν τα ευρώ τους με φράγκα,θεωρώντας το φράγκο περισσότερο ασφαλές.
Περαιτέρω προκαλείται συχνά η εντύπωση ότι, αυτού του είδους οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών είναι πολύ ακριβές – οπότε το σταμάτημα τους, αργά ή γρήγορα, είναι αναγκαίο, υποχρεωτικό. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν είναι αληθές, επειδή οι αγορές μίας κεντρικής τράπεζας διενεργούνται με χρήματα που δημιουργεί η ίδια από το πουθενά – που τα τυπώνει, όπως θα έλεγε κανείς στην καθομιλουμένη.
Τα χρήματα αυτά τα τοποθετεί σε ξένα αξιόγραφα, όπως η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας σε κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης ή η κεντρική τράπεζα της Κίνας σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, αποκομίζοντας κέρδη – από το πουθενά φυσικά, αφού τα κεφάλαια που επενδύει δεν κοστίζουν τόκους και τα δημιουργεί η ίδια. Εάν λοιπόν μία κεντρική τράπεζα θέλει να κερδίσει πολλά χρήματα, τότε θα πρέπει να αγοράσει πολλά αξιόγραφα, με τα χρήματα που η ίδια τυπώνει, χωρίς κανένα κόστος και από το πουθενά.
Σύμφωνα τώρα με τη γερμανική κεντρική τράπεζα, σε μία αναφορά της από το Μάρτιο του 2015 (πηγή), «Όταν η ΕΚΤ αγοράζει από μία εμπορική τράπεζα αξιόγραφα ή άλλου είδους πάγια, τότε εγγράφει στο λογαριασμό της εμπορικής τράπεζας που διατηρείται στην ίδια ένα αντίστοιχο ποσόν, με τη μορφή μίας κατάθεσης όψεως: έτσι δημιουργούνται κεντρικά χρήματα, τα οποία είναι στη διάθεση των εμπορικών τραπεζών επίσης ως μετρητά«.
Στην προκειμένη περίπτωση το κόστος της κεντρικής τράπεζας είναι σχεδόν μηδενικό – όπως επίσης το ρίσκο της. Φυσικά η κεντρική τράπεζα μπορεί να έχει λογιστικές ζημίες από αυτά τα αξιόγραφα, τα οποία διατηρεί στον Ισολογισμό της – όπως από την πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που είχε αγοράσει η ΕΚΤ από τις εμπορικές τράπεζες, πριν χρεοκοπήσει η Ελλάδα. Το χειρότερο δε που μπορεί να της συμβεί είναι να χάσουν εντελώς την αξία τους αυτά τα ομόλογα – όπως συμβαίνει όταν ένα κράτος αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του.
Με ένα άλλο παράδειγμα, υποθετικά η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας διαθέτει κυρίως χρεόγραφα σε ευρώ, ενώ το ευρώ υποτιμάται, σε σχέση με το φράγκο – όπως συνέβη στις αρχές του 2015. Σε αυτήν την περίπτωση, στο ενεργητικό της σε ευρώ δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Όμως, εάν ο υπολογισμός γίνει σε φράγκα, τότε τα αξιόγραφα μετά την υποτίμηση του ευρώ έχουν μικρότερη αξία – οπότε εγγράφει ζημίες.