(Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 819/2004)
Περίληψη: Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα – Παραίτηση δικαιούχου.Η αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύτεται και είναι άκυρη. Κατ εξαίρεση είναι ισχυρή η αντίθετη συμφωνία πριν από τη γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, όταν αυτή περιεχόμενο έχει ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ενόψει συναινετικού διαζυγίου, οπότε τελεί από την αναβλητική αίρεση της εκ του λόγου τούτου διαζυγίου λύσεως του γάμου.
[…] 1. Η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα
συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων (ΑΠ 1387/99, 87/1998). Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 178, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει το χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύτεται και είναι άκυρη. Κατ εξαίρεση είναι ισχυρή η αντίθετη προς τον κανόνα του άρθρου 1400 ΑΚ συμφωνία πριν από τη γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, όταν αυτή περιεχόμενο έχει ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ενόψει συναινετικού διαζυγίου (αρθρ. 1441 ΑΚ), οπότε τελεί από την αναβλητική αίρεση της εκ του λόγου τούτου διαζυγίου λύσεως του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για το δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξιώσεως για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δηλώσεως βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ (ΑΠ 668/2001). Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο, δικάζοντας την εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αγωγή της αναιρεσείουσας για τη συμμετοχή της στα αποκτήματα του αναιρεσιβλήτου, δεχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Αθήνα, στις 7-5-1970. Η έγγαμη συμβίωση αυτών διακόπηκε στα τέλη του 1984. Ακολούθως και ενώ τελούσαν σε διάσταση οι διάδικοι αποφάσισαν να λύσουν το γάμο τους με συναινετικό διαζύγιο και να ρυθμίσουν ενόψει αυτού τις περιουσιακές τους σχέσεις.
Έτσι στις 30-5-1985 υπέγραψαν το υπό την αυτή ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, με βάση το οποίο ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος κατέβαλε αυθημερόν στην αντίδικο του και τότε σύζυγό του το ποσό των 4.000.000 δραχμών, με το οποίο καλυπτόταν πλήρως και ολοσχερώς κάθε απαίτησή της για περιουσιακά στοιχεία (κινητά ή ακίνητα) που αποκτήθηκαν από τον αναιρεσίβλητο στη διάρκεια του γάμου τους ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία. Με το ίδιο συμφωνητικό ο αναιρεσίβλητος συμφώνησε να παραχωρήσει στην αντίδικό του και την κυριότητα του ΟΝ-* ΙΧΕ αυτοκινήτου του, κατόπιν δε αυτού η τελευταία δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά ότι ικανοποιήθηκαν πλήρως οι απαιτήσεις της, που πηγάζουν τόσο από την ύπαρξη του γάμου τους, σύμφωνα με τα ισχύοντα του ΑΚ, όσο και από οποιαδήποτε άλλη αιτία σε σχέση με το σύζυγό της και παραιτήθηκε ρητά από οποιαδήποτε απαίτηση που μπορούσε να έχει εναντίον του. Περαιτέρω δέχεται το Εφετείο ότι ο γάμος των διαδίκων λύθηκε τελικά, όχι με συναινετικό διαζύγιο, αλλά με λόγο διαζυγίου την τετραετή διάσταση, ήτοι κατ αντιδικία, δυνάμει της 8966/2001 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επικυρώθηκε με την 6688/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, και τέλος ότι το επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μετά τη διάσταση των διαδίκων και τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως αυτών, δεν έγινε με σκοπό να διευκολυνθεί η λύση του γάμου τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές έκρινε στη συνέχεια το Εφετείο ότι η αναιρεσείουσα, με τη συμφωνία διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων, που περιέχεται στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, εγκύρως παραιτήθηκε από την αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα του συζύγου της και ως εκ τούτου είναι βάσιμη η επί της παραιτήσεως αυτής στηριζόμενη καταλυτική της ένδικης αγωγής ένσταση, που είχε προτείνει ο αναιρεσίβλητος. Έκρινε δηλαδή το Εφετείο ότι η παραίτηση της αναιρεσείουσας από την αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα του συζύγου της, πριν η αξίωση αυτή γεννηθεί, ήταν έγκυρη, καίτοι είχε ματαιωθεί η αναβλητική αίρεση από την οποία είχε καταρτισθεί η συμφωνία που περιείχε την εν λόγω παραίτηση και συνίστατο στη λύση του γάμου όχι για οποιοδήποτε λόγο (ΑΚ 1439, 1440) αλλά μόνον συναινετικώς (ΑΚ 1441). Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3, 174, 1400 και 871 ΑΚ και ως εκ τούτου οι πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι της αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η σχετική από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ πλημμέλεια πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι. Πρέπει, συνεπώς, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί την 6659/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500) ευρώ.
πηγή: dsanet.gr – Ισοκράτης