ΑΠ 756/2015 (πολ.) Διάκριση δικαιοπρακτικών και τραπεζικών επιτοκίων. Εάν συμφωνήθηκε επιτόκιο σε στεγαστικό δάνειο που υπερβαίνει το δικαιοπρακτικό, η συμφωνία δεν είναι μόνο από το λόγο αυτό αθέμιτη. “Tα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική
εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμωμένων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων (ΑΠ 2037/2014).
Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωση τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1219/2001). Συνακόλουθα και συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος περί χορήγησης στεγαστικού δανείου από το τελευταίο, με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες και ιδίως των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους, καθορίζεται το ελεύθερα διαπραγματεύσιμο τραπεζικό επιτόκιο σε σταθερό ονομαστικό ποσοστό και ειδικότερα σε ποσοστό μικρότερο ή ίσο εκείνου, που ισχύει για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια, κατά το χρόνο κατάρτισης της, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι μετά την κατάρτισή της μειωθούν τα εξωτραπεζικά επιτόκια, με αποτέλεσμα το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του σταθερού τραπεζικού επιτοκίου να υπερβαίνει πλέον τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τούτο διότι η συμφωνία περί καθορισμού σταθερού ονομαστικού τραπεζικού επιτοκίου στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα σε περίπτωση μεταβολής τους θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξηση του.
Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος σταθερού τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν, σε σταθερό ονομαστικό ποσοστό, τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς πλέον τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια…
Δυνάμει της από 28-8-1997 σύμβασης, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και της αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας, η τελευταία χορήγησε σ’ αυτόν το ποσό των 14.900.000 δραχμών (ή 43.727 €) για στεγαστικό δάνειο, δεκαπενταετούς διάρκειας, αντί συμφωνημένου, κατά τον υπ’ αριθ. 7 όρο της σύμβασης, επιτοκίου 10,50% ετησίως, ότι ενώ, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, το άνω επιτόκιο ήταν εύλογο και δίκαιο και σύμφωνο με τις συνθήκες οικονομικής πολιτικής, όπως προσδιορίζονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις διεθνείς οικονομικές συνθήκες, σε μεταγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα από το τέλος του έτους 1998 άρχισε η αποκλιμάκωση των επιτοκίων, με αποτέλεσμα τα επιτόκια στεγαστικών δανείων του ίδιου χαρακτήρα της αναιρεσείουσας να μειωθούν για τους νέους πελάτες της σταδιακά και να προσδιορισθούν μέχρι και τα τέλη Μαΐου 2001 σε ποσοστό 6,75%, ότι συνεπεία της γενικότερης οικονομικής συγκυρίας μειώθηκαν και τα ανώτατα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια σε ποσοστά κατώτερα του άνω τραπεζικού επιτοκίου, με αποτέλεσμα από 31-8-2001 μέχρι το χρόνο που υπογράφηκε νέα σύμβαση μεταξύ τους, δηλαδή την 20-12-2002 η αναιρεσίβλητη να χρεώνει τον τηρούμενο τραπεζικό λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου με τραπεζικό επιτόκιο ανώτερο από το ισχύον, κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο, δικαιοπρακτικό (εξωτραπεζικό) και συγκεκριμένα με τραπεζικό επιτόκιο 10,50 ετησίως αντί του ισχύοντος δικαιοπρακτικού 9,25 ετησίως, και συνολική αθέμιτη επιβάρυνσή του 315,95 ευρώ, ότι η συμφωνία με την οποία η αναιρεσίβλητη εισέπραξε το άνω ποσοστό επιτοκίου των 10,50 %, είναι άκυρη ως προς το επιπλέον ποσοστό του δικαιοπρακτικού επιτοκίου, ήτοι κατά ποσοστό 1,25 % και ζήτησε, (πέραν άλλων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της δίκης στο Εφετείο), να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των καθ’ υπέρβαση του ανώτατου δικαιοπρακτικού τόκου χρεώσεων τραπεζικών τόκων, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Το Εφετείο, όπως προκύπτει, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, δέχθηκε ότι η αγωγή, έχοντας το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα, ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και στο άρθρο 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτών” και στη συνέχεια την έκανε δεκτή και ως βάσιμη κατ’ ουσία, δεχόμενο ειδικότερα ότι ο υπ’ αριθ. 7 όρος της ένδικης από 28-8-1997 σύμβασης, με τον οποίο συμφωνήθηκε το χορηγηθέν από την αναιρεσείουσα στον αναιρεσίβλητο στεγαστικό δάνειο, ύψους 14.900.000 δραχμών, δεκαπενταετούς διάρκειας, να είναι έντοκο με ονομαστικό σταθερό επιτόκιο 10,50% ετησίως για τα πρώτα πέντε έτη λειτουργίας της σύμβασης, πλέον εισφοράς του ν. 128/1975, ύψους 1% ετησίως και αναλογούντος ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών 4%, επί του τόκου και της εισφοράς, είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος, ως αντικείμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, διότι επέτρεπε στην αναιρεσείουσα να καθορίζει μονομερώς και ελεύθερα το ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο ακόμα και καθ’ υπέρβαση των ισχυόντων ανωτάτων ορίων των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, χωρίς κανένα κριτήριο. Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και κατά το παραπάνω αίτημά της ως μη νόμιμη, και την έκανε δεκτή, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα των καθ’ υπέρβαση του ισχύοντος ανωτάτου δικαιοπρακτικού (εξωτραπεζικού) επιτοκίου, ποσοστού 9,25%, χρεώσεων τόκων, με βάση το συμφωνηθέν σταθερό τραπεζικό επιτόκιο, ποσοστού 10,50%, σε βάρος του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 9-11-2001 έως 5-12-2002. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 2 του ν. 2251/1994 που εφάρμοσε, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 1266/1982, της υπ’ αριθ. 1087/1987 ΠΔ/ΤΕ και της υπ’ αριθ. 1955/1991 ΠΔ/ΤΕ, που δεν εφάρμοσε, δεδομένου ότι ο αναιρεσίβλητος κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή του, επιχειρεί τη θεμελίωσή της επί των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 2 του Ν. 2251/1994 επικαλούμενος την ακυρότητα του υπ’ αριθ. 7 όρου της μεταξύ αυτού και της αναιρεσείουσας δανειακής σύμβασης στεγαστικού δανείου, σχετικά με τον καθορισμό σταθερού ονομαστικού επιτοκίου για τα πρώτα πέντε έτη της διάρκειας της σε ποσοστό 10, 50%, αποκλειστικά και μόνο από την, μετά τη συνομολόγηση του, υπέρβασή του, και μάλιστα για το επίδικο χρονικό διάστημα σε ποσοστό 1,25%, από το δικαιοπρακτικό (εξωτραπεζικό) επιτόκιο, συνεπεία μείωσης του τελευταίου, στο ποσοστό 9,25%, χωρίς την επίκληση οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου, που θα καθιστούσε εύλογα καταχρηστική κατά την έννοια των διατάξεων των αρθ.281 ΑΚ και 2 του Ν. 2251/1994, την εμμονή της αναιρεσείουσας Τράπεζας στο συμφωνηθέν σταθερό τραπεζικό επιτόκιο ορισμένου χρόνου για δέκα έξι μήνες που ήταν το επίδικο διάστημα…” (areiospagos.gr)