-Σχόλιο στην απόφαση ΣΤΕ Α’ 1471/2008-
(σχετικές οι αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. : Cavlelli and Giglio v. Italy [2002]
και Dodov v. Bulgaria [2008] )
Μέρος Ι
Α.Εισαγωγή
Χαρακτηριστικό του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου είναι η αποκαταστατική λειτουργία του : όταν μια ζημιογόνος δραστηριότητα του δημοσίου δεν είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου, παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου και γεννά υποχρέωση του κράτους να επανορθώσει την προκληθείσα ζημία του ιδιώτη, προκειμένου ν’αποκατασταθεί η αρχή της νομιμότητας.[1]
Τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων 105-6 ΕισΝΑΚ στις οποίες θετικά θεμελιώνεται η αστική ευθύνη του Δημοσίου εξετάζουμε στην παρούσα εισήγηση, ενόψει της απόφασης 1471/2008 του Α’ τμήματος του Σ.τ.Ε.
περιστατικά τους και σχολιάζονται δύο αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις οποίες οι αιτούντες επικαλούνται την παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (αρ. 2 της Σύμβασης) και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (αρ. 6). Ενόψει αυτών θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε ποιος είναι «θύμα παραβίασης» για την ΕΣΔΑ και αν η ιδιότητα αυτή μπορεί να απωλεσθεί, καθώς και τη δικονομική όψη του δικαιώματος στη ζωή που σε συνδυασμό με το αρ.6 καθιερώνει μια αμερόληπτη και όχι αδικαιολόγητα χρονοβόρα διαδικασία ανεύρεσης του υπευθύνου σε περιπτώσεις παραβίασης του δικαιώματος στη ζωή.
Β. Η απόφαση 1471/2008 ( Α’ )του Συμβουλίου της Επικρατείας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) δικάζει τη διαφορά μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης εκ μέρους του Νοσοκομείου (Ν.Π.Δ.Δ.) «Αγία Σοφία» κατά της απόφασης 523/2005 του ΔεφΑθ, απόφαση με την οποία επιβεβαιώθηκε η πρωτόδικη απόφαση υπ’ αριθμ. 14386/2003, με τις οποίες καταδικάστηκε τελικά το Νοσοκομείο να καταβάλει αποζημίωση συνολικού ύψους περίπου 235.045 ευρώ στους αναιρεσίβλητους -γονείς και αδέρφια του θανόντος- λόγω ψυχικής οδύνης.
Τα δικαστήρια ουσίας αντιμετώπισαν με τις προμνημονευόμενες αποφάσεις περίπτωση πολυμεταγγιζόμενου ασθενούς, που ο πλημμελής ή ανύπαρκτος έλεγχος των προς μετάγγιση ποσοτήτων αίματος, είχε ως αποτέλεσμα ο ασθενής να προσβληθεί από τον ιό του Συνδρόμου της Ανοσολογικής Ανεπάρκειας (ΗIV).
i. Πραγματικά Περιστατικά
Από το έτος 1978 ο θανών διακομιζόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα στη Μονάδα Αιμολυτικών Αναιμιών του αναιρεσείοντος νοσοκομείου προκειμένου κάθε φορά να υποβάλλεται σε μετάγγιση αίματος, καθότι έπασχε από μεσογειακή αναιμία. Τον Οκτώβριο του 1989, όταν ήταν σε ηλικία 12 ετών, οι θεράποντες ιατροί του ενημέρωσαν γονείς του ότι είχε προσβληθεί από τον ιό του A.I.D.S., οπότε και άρχισε να του χορηγείται σχετική θεραπευτική αγωγή. Ακολούθησε σταδιακή επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του και στις 4-3-1994 απεβίωσε εξαιτίας της εν λόγω ασθένειας.
Ούτε η πρωτόδικη ούτε η εφετειακή απόφαση δέχονται τον εμμέσως αποδεικνυόμενο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος νοσοκομείου ότι η μόλυνση του ασθενούς έλαβε χώρα πριν τον Σεπτέμβριο του 1985, δηλαδή σε διάστημα κατά το οποίο ήταν αδύνατος ο έλεγχος αυτός, γιατί δεν υπήρχε η αντίστοιχη τεχνογνωσία και τα κατάλληλα αντιδραστήρια. Λίγο πριν το χρονικό αυτό σημείο, άλλωστε, είχε καταστεί υποχρεωτικός ο έλεγχος όλων των μονάδων αίματος για τον ιό του AIDS, με σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιούλιος 1985).Κατά τη νομολογία(εφ πειρ.1994)[2]., από αυτό το χρονικό σημείο κι επειτα δεν δικαιολογέιται αμέλεια.
ii. Κρίσιμα νομικά ζητήματα
a. Η διάταξη του αρ.105 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ. (στο εξής ΕισΝ.Α.Κ.) ορίζει ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών “και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: “Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίουαπό πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία του”.
Περαιτέρω, τα άρθρα 13 και 24 του Α.Ν. 1565/1939 "Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος" ορίζουν ότι
άρθρο 13 : «Ο Ιατρός οφείλει να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το Ιατρικόν επάγγελμα.» το δε άρθρο 24 του ιδίου Α.Ν. προβλέπει ότι: «Ο Ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της Ιατρικής επιστήμης, και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγειών.»
b. Ας εξετάσουμε στο σημείο αυτό τις ειδικότερες προϋποθέσεις εφαρμογής των περί της αστικής ευθύνης του Δημοσίου διατάξεων . Όπως έχουν αυτές αποκρυσταλλωθεί, αυτές, επιγραμματικά, είναι οι εξής:
1.πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια
2.από όργανο του Δημοσίου
3.στο πλαίσιο της άσκησης δημόσιας εξουσίας
4.ύπαρξη παρανομίας
5. να μην παραβιάζονται διατάξεις χάριν του γενικού συμφέροντος
6.ζημία
7.αιτιώδης σύνδεσμος μετά του στ.1 και του στ.6
Σε σχέση με τη σχολιαζόμενη απόφαση, την ΣτΕ (Α’), 1471/2008, σημασία εμφανίζουν και εξετάζονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα:
– πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια:
Κατά τη νομολογία, και ειδικότερα με την ΑΕΔ 5/1995 (που, ως γνωστόν, εκδίδει πράξεις εξοπλισμένες με erga omnes δεδικασμένο) όχι μόνο οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και οι συντελούμενες παραλείψεις οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, αλλά και η παράλειψη υλικής ενέργειας βάλλεται παραδεκτώς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
– άσκηση δημόσιας εξουσίας
Η πράξη παράλειψη ή υλική ενέργεια θα πρέπει να εντάσσεται στον κύκλο της δραστηριότητας του οργάνου. Η γαλλική νομολογία, κατά το μέρος που ταυτίζει κατά περιεχόμενο την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας με τη δημόσια εξουσία, έχει επηρεάσει και τη νομολογία του ΑΕΔ που υπολαμβάνει ότι η προυπόθεση αυτή συντρέχει όταν δεν συνδέονται οι πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες με τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του(ΑΕΔ 5/1995 βλ. και Σ.τ.Ε. 4607/1997 ).
-ύπαρξη παρανομίας
Το βασικότερο στοιχείο για την ενεργοποίηση του θεσμού της αστικής ευθύνης του δημοσίου είναι η ύπαρξη παρανομίας. Ως γνωστόν, η 105 ΕισΝΑΚ αποτελεί ένα «λευκό κανόνα» δικαίου, πράγμα που σημαίνει ότι το παράνομο μπορεί να εντοπιστεί σε οποιαδήποτε διάταξη της έννομης τάξης. Προκειται για μια διάταξη-παραπομπή .
Έτσι για την Α.Π.(Β’), 1081/1993, «[…] συνάγεται ότι το Δημόσιο ευθύνεται σε αποζημίωση για τις ζημίες από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, αν η πράξη ή παράλειψη είναι παράνομη, αν δηλαδή με αυτήν παραβιάζεται ορισμένη διάταξη νόμου που προστατεύει ιδιωτικό δικαίωμα ή απλώς συμφέρον του ιδιώτη […]»
Κατ’ άλλη νομολογιακή διατύπωση[3], «[…] συνάγεται η του διοικητικού δικαίου αρχή, επέχουσα θέσιν κανόνος ουσιαστικού δικαίου, καθ’ ήν η Διοίκησις χρεωστεί να ασκεί τα καθήκοντά της μετά χρηστότητος, πάσα δε πράξις ή παράλειψις αυτής εξερχόμενη των ορίων της χρηστής διοικήσεως συνιστά παρανομίαν και το Δημόσιο υποχρεούται εις αποζημίωσιν κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.»
Στην περίπτωση που μας απασχολεί, το παράνομο ανεβρίσκεται στις διατάξεις των άρθρων 13 και 24 του Α.Ν. 1365/1939, των οποίων το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το νομοθέτη με αόριστες αξιολογικές νομικές έννοιες, όπως είναι η συμπεριφορά του οργάνου «κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το Ιατρικόν επάγγελμα» ή έννοιες με έντονα ηθικό περιεχόμενο «μετά ζήλου ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως» , που δεν είναι απαλλαγμένες από ένα μεγάλο βαθμό αοριστίας[4].
Ο πιο πάνω προβληματισμός θυμίζει και τη συζήτηση που είχαμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε κατά τη διάρκεια προηγούμενου μαθήματος σε σχέση με τη φύση του ιατρικού επαγγέλματος. Ο νόμος τελικά μήπως καθιερώνει ένα λειτούργημα με ηθικό περιεχόμενο[5];
-αιτιώδης σύνδεσμος
Κρίσιμο υπήρξε για την εξεταζόμενη απόφαση, επίσης, το χρονικό σημείο τέλεσης της αδικοπραξίας, το οποίο θα μπορούσε να άρει εν προκειμένω ή να μην ιδρύσει καν ευθύνη, αμφισβητώντας τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράλειψης υλικών ενεργειών και του θανάτου.
Στη σχολιαζόμεη απόφαση, η ευθύνη του νοσοκομείου να αποκαταστήσει τη βλάβη (ψυχική οδύνη) την οποία υπέστησαν οι γονείς και οι αδελφοί ασθενούς που απεβίωσε ανακύπτει συνεπεία παραλείψεων οφειλομένων νομίμων ενεργειών-έλεγχος αίματος- που απορρέουν από την οργάνωση και τη λειτουργία του.
Γ. Σχολιασμός
Από τα θέματα που εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το πρώτο έχει να κάνει με τη φύση του θεσμού: ο επανορθωτικός μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, δεν υπάρχει ρητά στο Σύνταγμά μας, αλλά γίνεται δεκτό ότι η υποχρέωση του Κράτους να αποκαταστήσει τη βλάβη που υπέστη ο διοικούμενος για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τουlato sensu Δημοσίου πηγάζει από την αρχή του Κράτους Δικαίου[6].
Ειδικότερη έκφανση αυτού, στο πεδίο της διοικητικής δράσης αποτελεί η αρχή της νομιμότητας, συστατικό στοιχείο της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας της Διοίκησης.
Γι’ αυτό, η «παρανομία» διαφοροποιείται ποιοτικά και εν μέρει από το ιδιωτικό δίκαιο αφού όχι μόνο το παραβατικό παράνομο θεμελιώνει ευθύνη, αλλά και η έλλειψη νόμιμου ερείσματος αυτής. Καθιερώνεται, δηλαδή, αντικειμενική αστική ευθύνη εις βάρος του Δημοσίου.
Δεύτερο σημείο, που συζητήθηκε εκτενώς και προφορικά, στο βαθμό που ο δικαστής καλείται να εξειδικεύσει και να εφαρμόσει διατάξεις με αόριστο αξιολογικό χαρακτήρα, καθίσταται προφανές το δυσχερές του έργου του και το αναγκαίο της ερμηνευτικής παρέμβασης του δικαστή, αφού χρειάζεται για τη διαμόρφωση της κρίσης του να συνεκτιμηθούν ειδικές επιστημονικές γνώσεις και πορίσματα. Όπως, παρατηρείται, άλλωστε, δεν υπάρχουν θεσμοθετημένα κριτήρια ποιοτικού ελέγχου της ιατρικής πράξης[7].
Και τίθεται εδώ το ερώτημα: μήπως οι απαιτήσεις του σύγχρονου κράτους δικαίου (Σ.τ.Ε. 2463/1998), η χρηστότητα της διοικητικής δράσης και οι περί ιατρών ευθύνη του Α.Ν., χαράσσουν ένα πλαίσιο ηθικού περιεχομένου όταν έχουμε να κάνουμε με αστική ευθύνη του δημοσίου όταν τα όργανα-Ν.Π.Δ.Δ.- υπηρεσιών υγείας; Θα μπορούσε το περιεχόμενο της έννοιας της παρανομίας, κατά περίπτωση, να είναι τόσο ευρύ που, υπό μία έννοια, να προσλαμβάνει περιεχόμενο ακόμα και ηθικό;
[1] Παυλόπουλος Π., Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τους κανόνες του Δημοσίου Δικαίου, σε Διοικητικό Δίκαιο (συλλογικό), επιμ.: Γιαννακόπουλου Κ., εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2004, σελ. 323
[2] Βλ. Δίκαιο της υγείας,τόμος β’, επιμ.: Κρεμαλή Κ., σελ. 1505.
[3] Βλ. Α.Π. (Γ’), 1170/1980, ενόψει επιδότησης παραγωγής (τοματοπολτού).
[4] Εμμανουηλίδης Δ.-Παπαγιάννης Ιω., Αστική Ευθύνη από παράνομες ιατρικές πράξεις ή παραλείψεις δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ΕΔΔΔΔ 2000, σελ.503
[5] Για την αστική ιατρική ευθύνη ως επαγγελματική ευθύνη, βλ. ειδικότερα Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωησης του ασθενούς, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1993, σελ. 44
[6] Παυλόπουλος Π., οπ.π. σελ. 321
[7] Σκυλλάκου Ε., αστική και ποινική ευθύνη από την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, Συνήγορος, σελ. 401