ΑΠ 236/2015 (πολ.): Οι ελλείψεις της υπεύθυνης δήλωσης του αιτούντος την υπαγωγή στο νόμο των υπερχρεωμένων δεν δημιουργεί απαράδεκτο της αίτησης. «…Kατά το άρθρο 4 παρ. 2β του ν. 3869/2010 “ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων”, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης (για ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή) ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των
καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου (κατάσταση περιουσίας και των εισοδημάτων αυτού και της συζύγου του και κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεών τους) και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία.
καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου (κατάσταση περιουσίας και των εισοδημάτων αυτού και της συζύγου του και κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεών τους) και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία.
Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 ν. 4161/2013, που ισχύει από 14-6-2013, σύμφωνα με την οποία η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου, προς διευκόλυνση του προδικαστικού συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο παραδεκτού, συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία. Με τη διάταξη αυτή, σε σχέση με την προηγούμενη, προστέθηκε και ότι η προκειμένη αίτηση συνοδεύεται με την ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση προς διευκόλυνση μόνο του προδικαστικού συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο του (ουσιαστικού) παραδεκτού της αιτήσεως. Δηλαδή από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι αποκλείεται το απαράδεκτο της αιτήσεως, έστω και επί τυχόν ελλείψεων της υπεύθυνης δήλωσης και ότι το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα της αιτήσεως.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 4161/2013, κατά την οποία για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του παρόντος, αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 3869/2010, που ρυθμίζει την προδικασία και όχι σε εκείνη του άρθρου 4 παρ. 2β του ίδιου νόμου. Πέραν αυτού, η παράλειψη ή ατέλεια της υπευθύνου δηλώσεως δεν δημιουργεί οριστικό απαράδεκτο που να οδηγεί σε έκδοση απορριπτικής της αιτήσεως αποφάσεως. Περαιτέρω, ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, μπορεί να συντελεσθεί και με την εφαρμογή διατάξεων που δεν έπρεπε να εφαρμοσθούν και τη μη εφαρμογή διατάξεων που έπρεπε να εφαρμοσθούν. Το ουσιαστικό δε απαράδεκτο ελέγχεται αναιρετικά με το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας, ως Εφετείο, την από 2-9-2013 έφεση των αναιρεσειόντων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3 ν. 3869/2010) και στη δικάσιμο της 17-3-2014, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτους τις υπό κρίση από 2-6-2011 και 7-6-2011 αιτήσεις αυτών, με τις οποίες ζητούσαν τη ρύθμιση των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους προς τις πιστώτριες αναιρεσίβλητες τράπεζες, με την αιτιολογία ότι οι από 24-1-2011 και 15-3-2011 υπεύθυνες δηλώσεις τους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 2β του ν. 3869/2010, όπως το περιεχόμενό του ίσχυε κατά τη δημοσίευση της πρωτοβάθμιας απόφασης, ήτοι δεν διαλαμβάνουν μνεία τυχόν μεταβιβάσεων των ακινήτων τους κατά την κρίσιμη τριετία πριν την υποβολή των αιτήσεων και ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από 25-1-2011 έως 3-6-2011 η πρώτη και από 16-3-2011 έως 14-6-2011 η δεύτερη. Έτσι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, εφαρμόζοντας την ανωτέρω διάταξη, όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως και όχι τη διάταξη άρθρου 4 παρ. 2β του ν. 3869/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 12 παρ. 1 του ν. 4161/2013, το οποίο όφειλε να εφαρμόσει, κατά το ανακριτικό σύστημα στην παρούσα ειδική διαδικασία, και που αποκλείει το απαράδεκτο των αιτήσεων, παραβίασε ευθέως την ουσιαστική αυτή διάταξη και άρα είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως ως προς το πρώτο σκέλος του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Αφού έτσι ακυρώνεται στο σύνολό της η απόφαση παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων τις υπό κρίση αναιρέσεως. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο διότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν και προτάσεις (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους αναιρεσείοντες (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ ΚΠολΔ)» (areiospagos.gr)