Τα απόλυτα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα μειώνονται με τον χρόνο, αν και αυξάνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ, υποδηλώνοντας την αδυναμία άντλησης πρόσθετων φόρων σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης. Αυτό αναφέρει μελέτη της PwC (World Tax Summaries – Η φορολογία στην Ελλάδα), με την οποία επισημαίνεται πως οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα σε όλες τις κατηγορίες (νομικών και φυσικών προσώπων, ακινήτων) είναι από τους υψηλότερους, αλλά η συγκομιδή φόρων παραμένει στον μέσο όρο των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών ή και υπολείπεται αυτού. Ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις, προκύπτει πως η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος επιχειρήσεων, με αύξηση του συντελεστή κατά 45% μέσα σε πέντε χρόνια!
Αναλυτικά, η έκθεση της PwC δίνει έμφαση στο γεγονός η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές σε συνδυασμό με συστηματικά χαμηλή
εισπραξιμότητα φόρων. Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα είναι “παραμετροποιημένο” κατά τέτοιο τρόπο που δεν διευκολύνει τη συλλογή φόρων, με αποτέλεσμα να τιμωρεί τα μεσαία εισοδήματα και έτσι να διογκώνει τα αδήλωτα εισοδήματα. Υπερφορολόγηση καταγράφεται στους έμμεσους φόρους και στους φόρους περιουσίας ενώ οι φορολογικοί συντελεστές σ’ όλες τις κατηγορίες είναι από τους υψηλότερους.
Στο σκέλος της Φορολογίας Επιχειρήσεων, αποδεικνύεται πως η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση των χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος για επιχειρήσεις. Η Ελλάδα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών βρίσκεται πλέον πίσω μόνον από τη Γαλλία (συντελεστής 33,3%), τη Γερμανία (31,5%), την Ιταλία (31,4%) και το Λουξεμβούργο (29,2%).
Είναι χαρακτηριστικό πως την τελευταία πενταετία, ο φορολογικός συντελεστής εισοδήματος των νομικών προσώπων στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 45%, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2006, προ δεκαετίας. Από το 2006 είχε ξεκινήσει η αποκλιμάκωσή τους, με την περίοδο 2011-2012 να υποχωρεί στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, στο 20%. Το 2013 εκτοξεύθηκε εκ νέου στο 26% και πέρυσι στο 29%.
Ωστόσο, εάν ληφθεί υπ’ όψιν πως η προκαταβολή φόρου εισοδήματος για νομικά πρόσωπα έχει πλέον αυξηθεί σημαντικά, η συνολική επιβάρυνση είναι εξαιρετικά μεγαλύτερη. Με την τελευταία τροποποίηση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπεται ότι με βάση τη δήλωση που υποβάλλει το νομικό πρόσωπο βεβαιώνεται ποσό προκαταβολής φόρου ίσο με 100% του φόρου που προκύπτει για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυομένου φορολογικού έτους.
Σε ότι αφορά στη φορολογία φυσικών προσώπων, η έκθεση της Pwc αναφέρει πως ο Έλληνας φορολογούμενος υφίσταται την μεγαλύτερη έκτακτη επιβάρυνση από όλες τις άλλες χώρες. Όμως, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σχετικά με το αφορολόγητο (ή πιστώσεις φόρου), στην Ελλάδα το αφορολόγητο είναι ιδιαίτερα υψηλό όχι ως απόλυτο μέγεθος, αλλά ως προς το όριο φτώχειας, που υπολογίζεται ως το 60% του διάμεσου εισοδήματος.
Σημαντικό στοιχείο της μελέτης είναι επίσης πως σε Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία, η υψηλή φορολογία των φυσικών προσώπων (>45%) συνοδεύεται από φορολογικά έσοδα της τάξης μόλις του 6%-8% του ΑΕΠ, ενώ οι Έλληνες ενδέχεται να καταβάλλουν σε έμμεσους φόρους αναλογικά περισσότερα από ότι οι φορολογούμενοι σε άλλες χώρες.
“Φωτιά” στα ακίνητα
Εκεί όπου η εικόνα διαφοροποιείται σημαντικά είναι στα ακίνητα. Η PwC τονίζει πως οι φόροι ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 5-6 φορές, σε 2,5 με 3 δισ. ευρώ από το 2010 ως το 2015, ενισχύοντας την αποεπένδυση σε κατοικίες και συμβάλλοντας στην πτώση των τιμών τους. Τα κατά κεφαλή φορολογικά έσοδα από περιουσία στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμά πως τα φορολογικά της χώρας στηρίζονται κατά μέγιστο λόγο (94%) στους φόρους κατανάλωσης (ΦΠΑ, έμμεσοι) και στους φόρους προσώπων (εισόδημα, περιουσία), με φορολογικούς συντελεστές σ’ όλες τις κατηγορίες να είναι από τους υψηλότερους στις Ευρώπη.