Χορηγούσαν άδειες παραμονής ακόμη και σε καταδικασμένους για μεταφορά λαθρομεταναστών ή σε άτομα που τους είχε απαγορευθεί η είσοδος στη χώρα λόγω διοικητικής απέλασης και είχαν καταχωρήθει ως ανεπιθύμητοι (SCHENGEN)!
Οι αρεοπαγίτες επικύρωσαν τις ποινές φυλάκισης από 8 μήνες έως 39 μήνες, με 3ετή αναστολή, που είχαν επιβληθεί σε τρεις υπαλλήλους που υπηρετούσαν στην Κεντρική Μακεδονία οι οποίοι χορήγησαν παράνομα τουλάχιστον 30 άδειες παραμονής σε αλλοδαπούς (Αλβανούς υπηκόους) οι οποίοι δεν πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις και δεν είχαν τα αναγκαία έγγραφα ή τα έγγραφα ήταν πλαστά. Δεν δίσταζαν να χορηγήσουν παράνομα άδειες παραμονής σε άτομα που τους είχε απαγορευθεί η είσοδος στη χώρα λόγω διοικητικής απέλασης και είχαν καταχωρήθει ως ανεπιθύμητοι (SCHENGEN) ή ακόμα είχαν καταδικαστεί από την Ελληνική Δικαιοσύνη για μεταφοράς αλλοδαπών λαθρομεταναστών στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την νομοθεσία (ν. 3386/2005) για την έκδοση απόφασης χορήγησης άδειας παραμονής ή ανανέωσης άδειας υπηκόου τρίτης χώρας, πρέπει ο ενδιαφερόμενος αλλοδαπός να υποβάλλει σχετική αίτηση στον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο του τόπου κατοικίας του (Τμήμα Αλλοδαπών) και ταυτόχρονα να καταθέσει και όλα τα απαιτούμενα από το νόμο δικαιολογητικά.
Ο αρμόδιος υπάλληλος κάθε Δήμου, διαβιβάζει όλο το φάκελο στο αρμόδιο Τμήμα Αδειών του Τμήματος Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας (συγκεκριμένα της Κεντρικής Μακεδονίας, οπότε ο εντεταλμένος υπάλληλος της τελευταίας υπηρεσίας προβαίνει στην καταχώρηση της αιτήσεως στο πρωτόκολλο και στη συνέχεια παραδινόταν ο φάκελος στον εισηγητή για τη διερεύνησή του, ο οποίος κατάρτιζε την απόφαση χορήγησης της αιτούμενης άδειας, την οποία μαζί με όλο το φάκελο, τα διαβιβάζει στον προϊστάμενο της υπηρεσίας, ο οποίος ελέγχει τον φάκελο και υπογράφει την άδεια παραμονής ή ανανέωσης της.
Οι επίμαχοι τρεις υπάλληλοι, ενέκριναν περίπου 30 αιτήσεις για ανανέωση αδειών διαμονής αλλοδαπών (Αλβανικής καταγωγής) που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις, που προβλέπονται από τη νομοθεσία.
Συγκεκριμένα, ενέκριναν αιτήσεις αλλοδαπών που είχαν διαβιβαστεί από τον Δήμο και στην συνέχεια εξέδιδαν στο όνομά τους άδειες διαμονής ή ανανέωσης άδεια παραμονή, μολονότι οι αιτήσεις δεν συνοδεύονταν από τα αναγκαία δικαιολογητικά.
Ενδεικτικά, δεν είχε υποβληθεί βιβλιάριο υγείας, τα αντίγραφα του διαβατηρίου δεν έφεραν επικύρωση σε όλες τις σελίδες, δεν υπήρχε υπεύθυνη δήλωση μεταβολής τόπου κατοικίας από το νομό, δεν προσκομιζόταν επικυρωμένο αντίγραφο έγκυρου βιβλιαρίου υγείας ασφαλιστικού φορέα και βεβαίωση του Ο.Γ.Α. ότι έχει εκπληρώσει τις ασφαλιστικές του υποχρεώσεις, προσκόμιζαν πλαστό βιβλιάριο ασθενείας, πλαστές υπεύθυνες δηλώσεις εργοδοτών ότι είχαν εργαστεί σε αυτούς, πλαστό αντίγραφο σύμβασης εργασίας, προσκόμιζαν πλαστή προηγούμενη άδεια διαμονής, κ.λπ.
Μάλιστα έφτασαν στο σημείο να χορηγούν άδειες παραμονής σε αλλοδαπούς σε βάρος των οποίων είχαν εκδοθεί από τις κατά τόπους Αστυνομικές Διευθύνσεις απαγορεύσεις εισόδου στη χώρα λόγω διοικητικής απέλασης και είχαν καταχωρήθει οι αλλοδαποί αυτοί ως ανεπιθύμητοι στο έδαφος SCHENGEN.
Ακόμη, χορήγησαν άδεια παραμονής σε αλλοδαπό ο οποίος είχε καταδικαστεί στη χώρα μας σε φυλάκιση 19 μηνών και χρηματική ποινή 645 ευρώ για το αδίκημα της διευκόλυνσης μεταφοράς αλλοδαπών λαθρομεταναστών, οι οποίοι εισήλθαν παράνομα στη χώρα, καθώς και για το αδίκημα της οδήγησης οχήματος χωρίς άδεια ικανότητας οδήγησης.
Παρ΄ όλα αυτά οι εν λόγω τρεις υπάλληλοι, βεβαίωναν ψευδώς ότι από τον έλεγχο των δικαιολογητικών προέκυπτε ότι στο πρόσωπο των υπηκόων τρίτης χώρας αλλοδαπών πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση ή την ανανέωση της άδειας διαμονής τους.
Όπως επισημαίνεται στην δικαστική απόφαση οι τρεις υπάλληλοι ενεργούσαν με σκοπό να ωφελήσουν τους αλλοδαπούς και να διευκολύνουν την παράνομη παραμονή τους στη χώρα μας, κάτι που συνιστά «εξακολούθηση του αδικήματος της ψευδούς βεβαίωσης με την ιδιότητα του υπαλλήλου, προσώπου δηλαδή στο οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας και στου οποίου στα καθήκοντα ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη δημοσίων εγγράφων».
Οι τρεις υπάλληλοι, όπως αναφέρεται στην δικαστική απόφαση «στο πλαίσιο των ανατεθέντων σ’ αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και την άσκηση υπηρεσιακής τους δραστηριότητας, κατά τη διαδικασία έκδοσης απόφασης χορήγησης άδειας παραμονής ή ανανέωσης υφισταμένης, χορηγηθείσας δηλαδή ήδη προηγουμένως, άδειας υπηκόου τρίτης χώρας, από τις υπηρεσίες της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, παρέβησαν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλους παράνομο όφελος, αλλά και βεβαίωσαν ψευδώς κατά την έκδοση και σύνταξη απ’ αυτούς δημοσίων εγγράφων περιστατικά».
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης κήρυξε ενόχους,
-τον πρώτο για το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης από υπάλληλο κατ’ εξακολούθηση (με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 8 μηνών, με 3ετή αναστολή.
-την δεύτερη για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση και της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως 3 έτη και 3 μήνες με 3ετή αναστολή, αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και
-τον τρίτο για το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης από υπάλληλο κατ’ εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 18 μηνών με 3ετή αναστολή, αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
Η μια εκ των καταδικασθέντων ήταν αναπληρώτρια προϊσταμένη του Τμήματος Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, ο δεύτερος ήταν αναπληρωτής προϊστάμενος του Τμήματος Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της ίδιας Περιφέρειας και ο τρίτος υπάλληλος Δήμου.
Και οι τρεις ζήτησαν από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου να αναιρεθέι η καταδικαστική γι΄ αυτούς απόφαση του Εφετείου, αλλά η αίτησή τους απορρίφθηκε.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι η Εφετειακή απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και την ποινική νομοθεσία ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.