Απόφαση 79/2016 Αρείου Πάγου (πολ.): Έμμισθοι δικηγόροι- Αντικείμενο δικηγορικών υπηρεσιών: Το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι οι υπηρεσίες της αναιρεσείουσας δικηγόρου, μολονότι προϋποθέτουν έγκυρη και επαρκή γνώση της επιστήμης και της πρακτικής του δικαίου, δεν συνιστούν ούτε έργο αντιπροσωπεύσεως ή υπερασπίσεως του αντισυμβαλλομένου της αναιρεσιβλήτου ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής ή υπηρεσίας, ούτε επιμέλεια διοικητικών εν γένει υποθέσεων του τελευταίου, αλλά ούτε και παροχή προς
αυτό νομικών συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων για την διαφύλαξη ή την προστασία των συμφερόντων στο πλαίσιο των συναλλαγών του με τους τρίτους και ότι η εξώδικη αυτή απασχόληση της αναιρεσείουσας, η οποία δεν απαγορεύεται από το νόμο. μπορεί δε να εκτελεσθεί και από νομικό που δεν είναι απαραίτητο να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, δεν στηρίζει αξίωση για λήψη αποζημιώσεως, λόγω καταγγελίας σύμβασης έμμισθης εντολής, αμοιβής ως ποινής λόγω καθυστέρησης καταβολής της αποζημιώσεως αυτής και επιδόματα εορτών και άδειας δεν παραβίασε, τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων.
“Kατά τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 4 στοιχ. α` του Κώδικα των δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), “κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται εις τον δικηγόρον α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αμοιβή παροχή καθαρώς νομικών υπηρεσειών είτε ως δικαστικού ή νομικού συμβούλου, είτε ως δικηγόρου”. Εξάλλου, το μεν άρθρο 1 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος (δημόσιος λειτουργός, κατά το άρθρο 38), που διορίζεται με προεδρικό διάταγμα, υπόκειται σε πειθαρχική εξουσία και ασκεί τα καθήκοντα του αφότου δώσει τον όρκο της υπηρεσίας του ενώπιον δικαστηρίου και εγγραφεί στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου, το δε άρθρο 39 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του νόμου 1366/1983, ορίζει ότι “έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής και επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας, καθώς και των πειθαρχικών συμβουλίων, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία πράξη γι` αυτό, καθώς και να παρέχει στον εντολέα του νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις. Η άσκηση του έργου αυτού ανήκει αποκλειστικά στο δικηγόρο. Επίσης είναι αποκλειστικό έργο του δικηγόρου η νομική επιμέλεια φορολογικών, δασμολογικών και διοικητικών γενικά υποθέσεων, καθώς και η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας”.
Ειδικότερα έργα νομικού παραστάτη αναθέτουν αποκλειστικά στο δικηγόρο και οι διατάξεις των άρθρων 41 και 42 του Κώδικα των δικηγόρων (έρευνα βιβλίων υποθηκών κλπ και παράσταση κατά τη σύνταξη ορισμένων συμβολαίων.). Τέλος, κατά το άρθρο 166 του ανωτέρω κώδικα, “πάσα άλλη εργασία δικηγόρου εξώδικος, μη απαγορευμένη υπό του νόμου και δυναμένη να εκτελεσθή και παρ’ οιουδήποτε άλλου εντολοδόχου, αμείβεται κατά τας διατάξεις του κοινού δικαίου, εκτός εάν υπάρχει συμφωνία περί αμοιβής, εγγράφως αποδεικνυόμενη. Δια την πληρωμήν των τοιούτων αμοιβών δι` εξωδίκους ενεργείας, εφ’ όσον δεν είναι συναφείς προς την άσκησιν του επαγγέλματος του δικηγόρου, αποκλείεται η δια πίνακος εκκαθάρισις κλπ”.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, εκτός αν υπάρχει διαφορετική έγγραφη συμφωνία, η πάγια περιοδική αμοιβή, η οποία προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 63 παρ. 4α` του Κώδικα των δικηγόρων και προσδιορίζεται κατά κατώτατο όριο, με παραπομπή στο μισθολόγιο των τακτικών δημόσιων υπαλλήλων, από το άρθρο 92 Α` του ίδιου Κώδικα (που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1816/1988), οφείλεται στο δικηγόρο όχι για την εκτέλεση οποιαδήποτε, έστω και καθαρώς νομικής φύσεως εργασίας, αλλά μόνο για τις νομικές εκείνες υπηρεσίες που παρέχει υπό την ιδιότητα δικαστικού ή νομικού συμβούλου ή δικηγόρου για την διαφύλαξη ή την προστασία των συμφερόντων του εντολέα του στο πλαίσιο των συναλλαγών του με τους τρίτους, τέτοιες δε υπηρεσίες είναι μόνο όσες παρέχει ασκώντας, ως δημόσιος λειτουργός, τα καθήκοντα που του αναθέτουν οι ως άνω δημοσίου δικαίου διατάξεις των άρθρων 39 παρ. 1, 41, και 42 του Κώδικα των δικηγόρων (ολ ΑΠ 29/1995, ΑΠ 956/2003)…
Με βάση τις παραδοχές αυτές έκρινε το Εφετείο ότι οι συμβουλευτικές υπηρεσίες της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας προς τον Πρόεδρο του εναγόμενου και ήδη αναιρεσιβλήτου, τις οποίες κατά το χρονικό διάστημα από 19.7.1995 έως 31.3.2000 αυτή παρέσχε παράλληλα προς το εναγόμενο και την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία “…”, η οποία αποτελούσε τη δομή εκπαίδευσης του εναγόμενου και από 28.2.2001 έως 30.4.2011 αποκλειστικά στο εναγόμενο δεν συνιστούσαν έργο αντιπροσώπευσης ή υπεράσπισης του εναγόμενου ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής, ούτε συνιστούσαν επιμέλεια διοικητικών υποθέσεων του τελευταίου ή παροχή προς αυτό νομικών συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων για τη διαφύλαξη ή την προστασία των συμφερόντων του κατά τις συναλλαγές με τους τρίτους.
Έκρινε ειδικότερα το Εφετείο ότι καμία από τις παραπάνω εργασίες της ενάγουσας δεν αφορούσε επιμέλεια δικαστικών υποθέσεων και εκπροσώπηση του εναγόμενου στα δικαστήρια ή ενώπιον αρχών και επιτροπών ειδικής δικαιοδοσίας, για την επιμέλεια των οποίων άλλωστε το εναγόμενο έχει συνάψει συμβάσεις εντολής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία με δύο δικηγόρους, που είναι επιφορτισμένοι με τις ανωτέρω εργασίες όπως αυτές καθορίζονται και οριοθετούνται από τα άρθρα 39, 41 και 42 του κώδικα περί δικηγόρων. Έκρινε επίσης ότι οι παραπάνω εξώδικες ενέργειες της ενάγουσας, που πάντως δεν απαγορεύονται από το νόμο σε όσους έχουν την ιδιότητα δικηγόρου, δεν είναι συναφείς προς την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και μπορούν να εκτελεστούν από οποιοδήποτε άλλο εντολοδόχο.
Ειδικότερα στις περιπτώσεις της εκπροσώπησης του εναγόμενου σε συλλογικά όργανα και επιτροπές, κατόπιν διορισμού της στα όργανα αυτά με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις ως τακτικού εκπροσώπου αυτού, δέχθηκε ότι ενεργούσε ως όργανο εκπροσώπησης του εναγόμενου νομικού προσώπου εκφράζοντας πρωτογενώς τη βούλησή του, η δε ως άνω εξουσία μπορούσε να παρασχεθεί σε οποιονδήποτε τρίτο που δεν έφερε την ιδιότητα του δικηγόρου. Και τούτο διότι η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του ΔΣ του εναγόμενου που προβλέπεται από το καταστατικό του (άρθρ. 17) δεν αποτελεί πληρεξουσιότητα ή εντολή που προβλέπεται και ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 216 επ και 713 επ. του Α.Κ, εφόσον τόσο ο πληρεξούσιος όσο και ο εντολέας δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι πράξεις που αποφασίζει το Δ.Σ ή το υποκατάστατο όργανο. Για την παραπάνω συμμετοχή της και την πρόσθετη αυτή απασχόλησή της η ενάγουσα δεν λάμβανε αμοιβή από το εναγόμενο αλλά της καταβάλλονταν αποζημίωση από τους παραπάνω φορείς.
Έκρινε επίσης το Εφετείο, ότι μη νομικό αντικείμενο έχουν η συγγραφή άρθρων, η συμμετοχή της σε εκδηλώσεις άλλων φορέων, τα ενημερωτικά σημειώματα προς το Πρόεδρο του εναγόμενου για την προώθηση θέσεων εκ μέρους αυτού ως συλλογικού φορέα σε θέματα εργασιακής και κοινωνικής πολιτικής που δρομολογούνται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι δε γνωμοδοτήσεις επί σχεδίων νόμων και εφαρμοσμένου δικαίου, παρέχονταν από την ενάγουσα υπό την ιδιότητα της επιστημονικής συνεργάτου με εξειδικευμένες νομικές γνώσεις και με σκοπό τη νομική θεμελίωση της χάραξης της πολιτικής στρατηγικής του εναγόμενου κατά τη συμμετοχή του ως κοινωνικού εταίρου στα θεσμικά όργανα της πολιτείας, για τη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας και όχι υπό την ιδιότητα της ως δικηγόρου δημόσιου λειτουργού, στα πλαίσια των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τις δημοσίου διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων.
Έκρινε τέλος το δικαστήριο της ουσίας, ότι η συμμετοχή της ενάγουσας σε ομάδες συζήτησης και επεξεργασίας νομικών ζητημάτων που αφορούσαν συλλογικά όργανα, όπως ο ΟΜΕΔ και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές δεν περιλαμβάνονται στις εξώδικες ενέργειες που σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων αποτελούν έργο αποκλειστικά του δικηγόρου και ότι εφόσον η προεκτεθείσα εξώδικη απασχόληση της ενάγουσας, η οποία δεν απαγορεύεται από το νόμο (άρθρ. 63 παρ. 1 και 3 Κ.Δ) μπορεί να εκτελεστεί και από νομικό που δεν είναι απαραίτητο να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου και γίνονταν στα πλαίσια των προαναφερομένων συμβάσεων παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, αυτή έληξε αυτοδικαίως και αζημίως για το εναγόμενο με την επέλευση του συμβατικού χρόνου διάρκειάς της…”