ΔΕφΠατρών 714/2014:Απαγορεύεται η άσκηση από το αυτό πρόσωπο για δεύτερη φορά του ίδιου ένδικου μέσου, επομένως και εφέσεως, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο είχε απορριφθεί το πρώτο, δηλαδή ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία τούτο είχε απορριφθεί για τυπικό λόγο.
“Με την κρινόμενη έφεση, η εκκαλούσα επιδιώκει την εξαφάνιση της οριστικής αποφάσεως 270/2009 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών (Μεταβατική Έδρα Αιγίου)…
Στην υποκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου η εκκαλούσα είχε ασκήσει προηγουμένως, στις 16/9/2009, και άλλη έφεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση 97/8.3.2013 αυτού, επειδή η εκκαλούσα δεν νομιμοποίησε με κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 30 παρ. 2 και 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας τρόπους την υπογράφουσα το οικείο δικόγραφο και φερόμενη ως δικαστική πληρεξούσιά της, δικηγόρο Καλαβρύτων Α. Κ.
Με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι δικαιούται να επανασκήσει έφεση, προκειμένου να επανέλθει η υπόθεση προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει της απορρίψεως της πρώτης εφέσεώς της για τυπικό λόγο, επικαλείται δε σχετικώς τόσο το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, όσο και το άρθρο 70 παρ. 1 του ανωτέρω Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε από το άρθρο 83 του ν. 4139/2013, προβάλλοντας ότι κατ’ ανάλογη εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως επιτρέπεται η εκ νέου άσκηση ένδικου μέσου, εφόσον το πρώτο απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, χωρίς δηλαδή το δικαστήριο να χωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον έρχεται σε αντίθεση με τη ρητή και σαφή διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 85 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία απαγορεύει την άσκηση από το αυτό πρόσωπο για δεύτερη φορά του ίδιου ένδικου μέσου, επομένως και εφέσεως, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο είχε απορριφθεί το πρώτο, δηλαδή ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία τούτο είχε απορριφθεί για τυπικό λόγο (πρβλ. ΣτΕ 2122/2013, 340/2012), όπως είναι η μη νομιμοποίηση του δικηγόρου (πρβλ.ΣτΕ 2549/1998).
Ενόψει της ρυθμίσεως αυτής δεν καταλείπεται νομοθετικό κενό, ώστε να τίθεται θέμα πληρώσεώς του με την αναλογική εφαρμογή της επικαλούμενης διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ως άνω Κώδικα, η οποία, όπως προκύπτει από το σαφές γράμμα της, αφορά αποκλειστικώς και μόνο στο ένδικο βοήθημα της προσφυγής. Εξάλλου, η ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 85 δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού δεν αποκλείει την πρόσβαση στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, όπως γίνεται παγίως δεκτό (βλ. ενδεικτικώς τις Ολομ. ΣτΕ 3470/2007,647/2004, ΣτΕ 3351/ 2012, 1468/2011,3742/2008), η ύπαρξη του βαθμού αυτού δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς, διότι η ανωτέρω συνταγματική διάταξη θεσπίζει και διασφαλίζει την προσφυγή του πολίτη ενώπιον του δικαστηρίου, όχι όμως και κατά του δικαστηρίου, ούτε στο άρθρο 6 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κατοχυρώνει την παροχή δικαστικής προστασίας (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), αφού στο συγκεκριμένο ζήτημα η τελευταία δεν έχει ευρύτερη έννοια από το Σύνταγμα”. (δημοσίευση απόφασης : Αχαϊκή Διοικητική Νομολογία, Μάιος 2016, Δ.Σ.Πατρών)
Παρατηρήσεις: Το άρθρο 85 παρ.1 ΚΔΔ δεν διακρίνει κατά την απαγόρευση άσκησης δεύτερου ενδίκου μέσου, το αν αυτό είχε απορριφθεί για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους. Κατά την κρατούσα άποψη, που ακολουθεί και η παραπάνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, η απαγόρευση επανάσκησης καλύπτει κάθε απόρριψη, ακόμα και για τυπικούς λόγους, επικαλούμενη το επιχείρημα ότι η εξαίρεση που προβλέπει (για την απόρριψη για τυπικούς λόγους) το άρθρο 70 παρ.1 του ΚΔΔ αφορά αποκλειστικά και μόνο την προσφυγή. Ωστόσο η διαφοροποίηση αυτή ανάμεσα στο ένδικο βοήθημα της προσφυγής και στα ένδικα μέσα δεν βρίσκει δικαιολογητικό έρεισμα και οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα καθώς παρεμποδίζεται το δικαίωμα πρόσβασης στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας όταν έχει προηγηθεί μια τυπική παράλειψη. Στο ίδιο πνεύμα ο νομοθέτης αποφεύγοντας τη διάκριση προσφυγής και ενδίκων μέσων, είχε προβλέψει στο νόμο 3226/2004 ότι «ένδικα βοηθήματα ή μέσα που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα από το Συμβούλιο τις Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια μετά την 1.1.2000 για μη καταβολή ή ελλιπή καταβολή παραβόλου, μπορούν να ασκηθούν εκ νέου μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού», διάταξη ωστόσο που αμφισβητήθηκε ως προς τη συνταγματικότητά της (βλ.ενδ.ΣτΕ 1927/2009). Κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, η δυνατότητα επανάσκησης του ενδίκου μέσου σε περίπτωση απόρριψης του πρώτου για τυπικούς λόγους θα πρέπει να γίνεται δεκτή κατ’ αναλογία με τους όρους που ισχύουν για την προσφυγή (άρθρο 70 ΚΔΔ), δηλαδή εκτός από την περίπτωση της απόρριψης αυτής ως εκπρόθεσμης καθώς και όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είχε κληθεί από το δικαστήριο ή τον δικαστή να καλύψει τις τυπικές παραλείψεις ή την έλλειψη παραβόλου που οδήγησαν στην απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου. (Γιώργος Καζολέας, Δικηγόρος LL.M.)