Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες των οποίων οι εξαγωγές είναι συγκεντρωμένες, κατά κύριο λόγο, σε μεμονωμένα προϊόντα ή σε έναν κλάδο, δεν αύξησε τις εξαγωγές της στη διάρκεια της κρίσης και δεν πέτυχε, έτσι, να ανακάμψει μέσω των εξαγωγών.
Είχε, εν ολίγοις, την τύχη όσων χωρών έχουν συγκεντρωμένες τις εξαγωγές τους σε έναν τομέα ή σε ένα προϊόν, και οι οποίες δεν αυξάνουν τις εξαγωγές τους στη διάρκεια μιας κρίσης και δεν κατορθώνουν να ανακάμψουν μέσω των εξαγωγών. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει σχετική έρευνα που εκπόνησε ομάδα ερευνητών για λογαριασμό της ΕΚΤ, που επισημαίνει ότι οι ελληνικές εξαγωγές υπηρεσιών είναι συγκεντρωμένες κατά 44% στον τομέα του τουρισμού και των μεταφορών, ενώ το 40% των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων αφορά υποπροϊόντα πετρελαίου.
Σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΚΤ, όπως και σε άλλες χώρες με συγκεντρωμένες τις εξαγωγές τους σε
έναν τομέα, οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις δεν επηρεάστηκαν από την πτώση της εγχώριας ζήτησης. Το αποτέλεσμα ήταν να μην επιδείξουν ζήλο για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, καθώς ήσαν, έτσι κι αλλιώς, επικεντρωμένες στις εξαγωγές.
Ως παρεμφερή περίπτωση αναφέρει η εν λόγω έρευνα της ΕΚΤ το Λουξεμβούργο, του οποίου οι εξαγωγές επικεντρώνονται κατά περισσότερο από 60% στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οπως επισημαίνει η ΕΚΤ, οι εξαγωγές καθορίζονται συνήθως από την εξωτερική ζήτηση και την ανταγωνιστικότητα των τιμών. Στη διάρκεια της κρίσης στην Ευρώπη, όμως, κατεγράφη μία ακόμη καθοριστική παράμετρος, που δεν είναι άλλη από την προσπάθεια των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, προκειμένου να εξισορροπήσουν τη μείωση των πωλήσεών τους, την οποία έχει προκαλέσει η κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης.
Επειτα από τη σχετική έρευνα, οι ερευνητές κατέγραψαν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στις διάφορες χώρες σε ό,τι αφορά σε ποιο βαθμό αύξησαν τις εξαγωγές τους στη διάρκεια της κρίσης και μετά την πτώση της εγχώριας ζήτησης. Οι αποκλίσεις αυτές συνεπάγονται ανάλογες διαφορές ως προς τον βαθμό στον οποίο επιτυγχάνουν να ανακάμψουν οι χώρες αυτές μέσω των εξαγωγών τους.
Οπως τονίζει η έρευνα της ΕΚΤ, σε χώρες των οποίων οι εξαγωγές είναι συγκεντρωμένες σε ένα προϊόν ή σε έναν τομέα, οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την εξωτερική ζήτηση. Ετσι, όταν καταρρέει η εγχώρια ζήτηση, δεν ευαισθητοποιούνται στην αρνητική εξέλιξη και δεν καταβάλλουν τις απαιτούμενες προσπάθειες για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Σημαντική συγκέντρωση στον ίδιο τομέα εξαγωγών παρουσιάζει επίσης η Ιρλανδία, με το 45%των εξαγωγών της να αφορά χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα και το 20% ηλεκτρονικούς υπολογιστές και πληροφορική. Υψηλό δείκτη συγκέντρωσης στις εξαγωγές προϊόντων παρουσιάζει, επίσης, η Φινλανδία, αλλά με τάση αλλαγής μετά την κατάρρευση του τομέα των τηλεπικοινωνιών.
Είχε, εν ολίγοις, την τύχη όσων χωρών έχουν συγκεντρωμένες τις εξαγωγές τους σε έναν τομέα ή σε ένα προϊόν, και οι οποίες δεν αυξάνουν τις εξαγωγές τους στη διάρκεια μιας κρίσης και δεν κατορθώνουν να ανακάμψουν μέσω των εξαγωγών. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει σχετική έρευνα που εκπόνησε ομάδα ερευνητών για λογαριασμό της ΕΚΤ, που επισημαίνει ότι οι ελληνικές εξαγωγές υπηρεσιών είναι συγκεντρωμένες κατά 44% στον τομέα του τουρισμού και των μεταφορών, ενώ το 40% των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων αφορά υποπροϊόντα πετρελαίου.
Σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΚΤ, όπως και σε άλλες χώρες με συγκεντρωμένες τις εξαγωγές τους σε
έναν τομέα, οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις δεν επηρεάστηκαν από την πτώση της εγχώριας ζήτησης. Το αποτέλεσμα ήταν να μην επιδείξουν ζήλο για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, καθώς ήσαν, έτσι κι αλλιώς, επικεντρωμένες στις εξαγωγές.
Ως παρεμφερή περίπτωση αναφέρει η εν λόγω έρευνα της ΕΚΤ το Λουξεμβούργο, του οποίου οι εξαγωγές επικεντρώνονται κατά περισσότερο από 60% στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οπως επισημαίνει η ΕΚΤ, οι εξαγωγές καθορίζονται συνήθως από την εξωτερική ζήτηση και την ανταγωνιστικότητα των τιμών. Στη διάρκεια της κρίσης στην Ευρώπη, όμως, κατεγράφη μία ακόμη καθοριστική παράμετρος, που δεν είναι άλλη από την προσπάθεια των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, προκειμένου να εξισορροπήσουν τη μείωση των πωλήσεών τους, την οποία έχει προκαλέσει η κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης.
Επειτα από τη σχετική έρευνα, οι ερευνητές κατέγραψαν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στις διάφορες χώρες σε ό,τι αφορά σε ποιο βαθμό αύξησαν τις εξαγωγές τους στη διάρκεια της κρίσης και μετά την πτώση της εγχώριας ζήτησης. Οι αποκλίσεις αυτές συνεπάγονται ανάλογες διαφορές ως προς τον βαθμό στον οποίο επιτυγχάνουν να ανακάμψουν οι χώρες αυτές μέσω των εξαγωγών τους.
Οπως τονίζει η έρευνα της ΕΚΤ, σε χώρες των οποίων οι εξαγωγές είναι συγκεντρωμένες σε ένα προϊόν ή σε έναν τομέα, οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την εξωτερική ζήτηση. Ετσι, όταν καταρρέει η εγχώρια ζήτηση, δεν ευαισθητοποιούνται στην αρνητική εξέλιξη και δεν καταβάλλουν τις απαιτούμενες προσπάθειες για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Σημαντική συγκέντρωση στον ίδιο τομέα εξαγωγών παρουσιάζει επίσης η Ιρλανδία, με το 45%των εξαγωγών της να αφορά χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα και το 20% ηλεκτρονικούς υπολογιστές και πληροφορική. Υψηλό δείκτη συγκέντρωσης στις εξαγωγές προϊόντων παρουσιάζει, επίσης, η Φινλανδία, αλλά με τάση αλλαγής μετά την κατάρρευση του τομέα των τηλεπικοινωνιών.
Έντυπη