Μάθημα επιλογής στο Γυμνάσιο η διδασκαλία των Αρχαίων από το πρωτότυπο; Να μειωθούν οι ώρες διδασκαλίας τους; Οι γυμνασιόπαιδες να μη μάθουν στο πρωτότυπο κείμενα Ξενοφώντα, Πλάτωνα, Πρωταγόρα, Ισοκράτη; Είναι από τις ερωτήσεις που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν τους λόγιους και ενισχύουν στον μέσο πολίτη τις εικόνες με ατελείωτες, παθιασμένες συζητήσεις σε λογοτεχνικά σαλόνια – στη σύγχρονή τους μορφή, ίσως, σε κάποιο μοντέρνο βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας. Η σχετική πρόταση, που συνυπογράφουν πάνω από 50 Ελληνες πανεπιστημιακοί, πυροδότησε τις οξύτατες αντιδράσεις της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων. Στο πλαίσιο των «χαρακωμάτων» που ορθώνονται, οι φιλόλογοι διακρίνονται σε συντηρητικούς και μη, κάποιοι μιλάνε για ώριμες συνθήκες μιας νέας μεταρρύθμισης, ενθυμούμενοι τον Παπανούτσο και τον Ράλλη, κάποιοι άλλοι διατυπώνουν απόψεις για κρυφές πολιτικές σκοπιμότητες.
Ειδικότερα, με κείμενό τους τρεις πανεπιστημιακοί –ο Μιχάλης Μπακογιάννης από το ΑΠΘ, η Αγγελική Σακελλαρίου από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και ο Βασίλης Τσάφος από το Πανεπιστήμιο Αθηνών– χαρακτήρισαν «αποθαρρυντικά για τη γλώσσα και την εκπαίδευση γενικότερα των παιδιών μας» τα αποτελέσματα του προγράμματος για την Αρχαία και Νέα Ελληνική Γλώσσα στο Γυμνάσιο. Σήμερα, η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα από το πρωτότυπο διδάσκεται 3 ώρες εβδομαδιαίως ανά τάξη (ανθολόγιο κειμένων) και 2 ώρες από μετάφραση (Ομηρος – Ιλιάδα, Οδύσσεια, Ηρόδοτος, Ευριπίδης – Ελένη, Φιλοσοφικά Κείμενα), ενώ η Νέα Ελληνική Γλώσσα (μαζί με την παραγωγή κειμένων) μόνο 2 ώρες.
«Δεν καλλιεργείται επαρκώς η Νέα Ελληνική Γλώσσα με το ισχύον ωρολόγιο πρόγραμμα, ενώ παράλληλα νοθεύεται το γλωσσικό αίσθημα των παιδιών που κάνουν διαρκώς αυθαίρετες αναγωγές και συγκρίσεις με την αρχαία και μάλιστα με την αττική γλώσσα, που είναι τόσο απομακρυσμένη από τη σύγχρονη γλώσσα. Αυτό πλήττει ακόμη περισσότερο τους πολλούς αλλόγλωσσους μαθητές που φοιτούν στο ελληνικό σχολείο και δεν έχουν γλωσσικό αίσθημα όσον αφορά τη νεοελληνική, αλλά και μαθητές που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Oπως είναι γνωστό, η γλώσσα μαθαίνεται με τη χρήση της και όχι με τη γνώση της ιστορίας της και της ετυμολογίας των λέξεων. Και η συστηματική χρήση και η μελέτη της νεοελληνικής περιορίστηκε δραματικά στο σημερινό σχολείο, όταν πλέον είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η καλή γνώση και χρήση της γλώσσας συμβάλλει στην καλλιέργεια όλων των γνωστικών αντικειμένων», λέει το κείμενο που έχει συγκεντρώσει έως τώρα τις 56 υπογραφές πανεπιστημιακών.
«Πρόκειται για πρωτοφανή εξωθεσμική πρωτοβουλία, η οποία παρακάμπτει τα εκλεγμένα επιστημονικά όργανα των φιλολόγων και θέτει ένα σοβαρό εκπαιδευτικό ζήτημα στην πρόχειρη κρίση μιας συχνά τυχαίας υπογραφής», απαντά η Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων. «Λυπούμαστε διπλά που η κίνηση αυτή γίνεται σε μια εποχή κατά την οποία τα ανθρωπιστικά μαθήματα δέχονται ολόπλευρη επίθεση από το υπουργείο Παιδείας (κατάργηση της διδασκαλίας του “Επιταφίου” στο Λύκειο, μείωση των ωρών διδασκαλίας της Λογοτεχνίας, αφαίρεση της διδασκαλίας της Τοπικής Ιστορίας από τους καθ’ ύλην αρμόδιους φιλολόγους)», προσθέτει η ΠΕΦ, κατηγορώντας τους πανεπιστημιακούς για αντιεπιστημονικά επιχειρήματα και ζητώντας από τους φιλολόγους και όλο τον εκπαιδευτικό κόσμο «να αγνοήσουν επιδεικτικά την απαράδεκτη πρωτοβουλία».
Μάλιστα, διερευνάται εάν η πρόταση των 3 που έγιναν 56 είναι υποβολιμαία από το υπουργείο Παιδείας, ώστε η συζήτηση να αποπροσανατολισθεί από τα ουσιαστικά προβλήματα της εκπαίδευσης, ενώ κάποιοι μιλάνε για πολιτικές ιδεοληψίες. Ωστόσο, παρόμοιες θέσεις με των 56 είχαν υιοθετηθεί και στις μεταρρυθμίσεις του 1965 επί Ευάγγελου Παπανούτσου, και του 1976 επί υπουργίας Γεωργίου Ράλλη (την καθιέρωση της δημοτικής), δίνοντας στην πρωτοβουλία-κείμενο των 56 ένα επιπλέον επιχείρημα.
Ειδικότερα, με κείμενό τους τρεις πανεπιστημιακοί –ο Μιχάλης Μπακογιάννης από το ΑΠΘ, η Αγγελική Σακελλαρίου από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και ο Βασίλης Τσάφος από το Πανεπιστήμιο Αθηνών– χαρακτήρισαν «αποθαρρυντικά για τη γλώσσα και την εκπαίδευση γενικότερα των παιδιών μας» τα αποτελέσματα του προγράμματος για την Αρχαία και Νέα Ελληνική Γλώσσα στο Γυμνάσιο. Σήμερα, η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα από το πρωτότυπο διδάσκεται 3 ώρες εβδομαδιαίως ανά τάξη (ανθολόγιο κειμένων) και 2 ώρες από μετάφραση (Ομηρος – Ιλιάδα, Οδύσσεια, Ηρόδοτος, Ευριπίδης – Ελένη, Φιλοσοφικά Κείμενα), ενώ η Νέα Ελληνική Γλώσσα (μαζί με την παραγωγή κειμένων) μόνο 2 ώρες.
«Δεν καλλιεργείται επαρκώς η Νέα Ελληνική Γλώσσα με το ισχύον ωρολόγιο πρόγραμμα, ενώ παράλληλα νοθεύεται το γλωσσικό αίσθημα των παιδιών που κάνουν διαρκώς αυθαίρετες αναγωγές και συγκρίσεις με την αρχαία και μάλιστα με την αττική γλώσσα, που είναι τόσο απομακρυσμένη από τη σύγχρονη γλώσσα. Αυτό πλήττει ακόμη περισσότερο τους πολλούς αλλόγλωσσους μαθητές που φοιτούν στο ελληνικό σχολείο και δεν έχουν γλωσσικό αίσθημα όσον αφορά τη νεοελληνική, αλλά και μαθητές που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Oπως είναι γνωστό, η γλώσσα μαθαίνεται με τη χρήση της και όχι με τη γνώση της ιστορίας της και της ετυμολογίας των λέξεων. Και η συστηματική χρήση και η μελέτη της νεοελληνικής περιορίστηκε δραματικά στο σημερινό σχολείο, όταν πλέον είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η καλή γνώση και χρήση της γλώσσας συμβάλλει στην καλλιέργεια όλων των γνωστικών αντικειμένων», λέει το κείμενο που έχει συγκεντρώσει έως τώρα τις 56 υπογραφές πανεπιστημιακών.
«Πρόκειται για πρωτοφανή εξωθεσμική πρωτοβουλία, η οποία παρακάμπτει τα εκλεγμένα επιστημονικά όργανα των φιλολόγων και θέτει ένα σοβαρό εκπαιδευτικό ζήτημα στην πρόχειρη κρίση μιας συχνά τυχαίας υπογραφής», απαντά η Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων. «Λυπούμαστε διπλά που η κίνηση αυτή γίνεται σε μια εποχή κατά την οποία τα ανθρωπιστικά μαθήματα δέχονται ολόπλευρη επίθεση από το υπουργείο Παιδείας (κατάργηση της διδασκαλίας του “Επιταφίου” στο Λύκειο, μείωση των ωρών διδασκαλίας της Λογοτεχνίας, αφαίρεση της διδασκαλίας της Τοπικής Ιστορίας από τους καθ’ ύλην αρμόδιους φιλολόγους)», προσθέτει η ΠΕΦ, κατηγορώντας τους πανεπιστημιακούς για αντιεπιστημονικά επιχειρήματα και ζητώντας από τους φιλολόγους και όλο τον εκπαιδευτικό κόσμο «να αγνοήσουν επιδεικτικά την απαράδεκτη πρωτοβουλία».
Μάλιστα, διερευνάται εάν η πρόταση των 3 που έγιναν 56 είναι υποβολιμαία από το υπουργείο Παιδείας, ώστε η συζήτηση να αποπροσανατολισθεί από τα ουσιαστικά προβλήματα της εκπαίδευσης, ενώ κάποιοι μιλάνε για πολιτικές ιδεοληψίες. Ωστόσο, παρόμοιες θέσεις με των 56 είχαν υιοθετηθεί και στις μεταρρυθμίσεις του 1965 επί Ευάγγελου Παπανούτσου, και του 1976 επί υπουργίας Γεωργίου Ράλλη (την καθιέρωση της δημοτικής), δίνοντας στην πρωτοβουλία-κείμενο των 56 ένα επιπλέον επιχείρημα.