Νέο «χτύπημα» με πολλούς αποδέκτες είναι στα σκαριά από την οικονομική Εισαγγελία, αυτή τη φορά με στόχο την ανακάλυψη των εταιρειών ή των φυσικών προσώπων που πήραν δάνεια (για λογαριασμό εταιρειών) αλλά δεν τα αποπλήρωσαν, όχι γιατί δεν τα κατάφεραν, αλλά γιατί προτίμησαν να τα φυγαδεύσουν σε άλλες… πολιτείες.
Ο λόγος για τα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία ελήφθησαν, αλλά στη συνέχεια «κοκκίνισαν», ενώ μέρος τους βρίσκεται ήδη σε τράπεζες του εξωτερικού.
Σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας «Έθνος», ο επίκουρος οικονομικός εισαγγελέας Γιάννης Δραγάτση, έχει στα χέρια του κατάλογο από τις τράπεζες με τις εταιρείες ή τα φυσικά πρόσωπα που πήραν τα μεγαλύτερα «κόκκινα» δάνεια. Έχει όμως στα χέρια του, εξίσου σημαντικά όπλα. Την πρόσφατη μελέτη της McKinsey για τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια, τα CD των εμβασμάτων του εξωτερικού και όλες τις περιβόητες λίστες (Λαγκάρντ, Μπόργιανς, Λουξεμβούργου, ακινήτων
Λονδίνου και ομολόγων), με τα πρόσωπα που έχουν στείλει εμβάσματα ή έχουν ακίνητα στο εξωτερικό.
Ο κορμός των στοιχείων είναι έτοιμος και η έρευνα έχει τώρα ένα στόχο: Να διαπιστώσει αν υπήρξε υπεξαίρεση των δανείων αλλά και ευθύνες των στελεχών των τραπεζών, οι οποίες πολλές φορές αναχρηματοδοτούσαν τα δάνεια χωρίς έλεγχο.
Σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι οι επιχειρηματίες με «κόκκινα» δάνεια έχουν μεταφέρει κεφάλαια στο εξωτερικό, τότε θα καλούνται να τα επιστρέψουν, διαφορετικά θα αντιμετωπίζουν βαριές ποινές φυλάκισης.
Η αναφορά Κουρουμπλή
Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης των ανείσπρακτων «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων ξεκίνησε με αφορμή, αναφορά του υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης Παναγιώτη Κουρουμπλή, πριν από ενάμιση χρόνο, με επίσκεψή του στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Ειδικότερα, ο κ. Κουρουμπλής, ζητούσε τη διενέργεια όλων των νόμιμων ενεργειών εκ μέρους της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, προκειμένου να προστατευθεί το Ελληνικό Δημόσιο και να καταλογιστούν ευθύνες σε όσους αποδειχθεί ότι με τις πράξεις τους ζημίωσαν τις δανείστριες τράπεζες και κατ’ επέκταση τους μετόχους τους και το Ελληνικό Δημόσιο.
Αναλυτικότερα, ο Π. Κουρουμπλής ζητούσε να ερευνηθεί:
● Ποια είναι και ποιου ύψους (κατά περίπτωση) τα ανείσπρακτα δάνεια που χορήγησαν οι συστημικές τράπεζες την τελευταία 15ετία, λαμβανομένων υπόψη των συγχωνεύσεων – εξαγορών που μεσολάβησαν.
● Ποια ήταν κατά περίπτωση η οικονομική κατάσταση των δανειζομένων εταιρειών και φυσικών προσώπων και αν η κατά Τράπεζα Διεύθυνση Μεγάλων Επιχειρήσεων ή Επιτροπή Χορηγήσεων ενέκρινε τη δανειοδότησή τους με βάση συγκεκριμένα τραπεζικά κριτήρια και μοντέλα αξιολόγησης πιστοδότησης, σε συνάρτηση με προσκομισθέν βιώσιμο σχέδιο επιχειρηματικής δράσης.
● Με ποια διαδικασία οι δανείστριες τράπεζες παρακολουθούσαν τις εκταμιεύσεις και τη διάθεση των δανειακών κεφαλαίων και πιστοποίησαν την υλοποίηση του έργου για το οποίο χορηγήθηκαν τα ανείσπρακτα δάνεια.
Τα συμπεράσματα
Η πρόσφατη μελέτη της McKinsey ζητήθηκε προ ημερών από το ΤΧΣ, με στόχο την χρησιμοποίησή της στην εν λόγω εισαγγελική έρευνα. Η έρευνά της περιέχει αναλύσεις των χαρτοφυλακίων μεγάλων επιχειρηματικών δανείων των τραπεζών και καταλήγει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν στρατηγικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας.
Ένα από αυτά, περιλαμβάνει την πρόβλεψη και δημιουργία ενός συντονιστικού μηχανισμού μεταξύ των τραπεζών για τη ρύθμιση των οφειλών των επιχειρήσεων που κρίνονται βιώσιμες, σε συνδυασμό με όποιες εκκρεμότητες υπάρχουν προς τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Για να λειτουργήσει, ωστόσο, ο συγκεκριμένος μηχανισμός, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο νόμος Δένδια, που περιορίζει τη δυνατότητα αυτή μόνο για επιχειρήσεις με τζίρο έως 2,5 εκατ. ευρώ. Για να προχωρήσει στην πράξη η μελέτη, θα πρέπει να αρθούν τα όποια διοικητικά και νομικά εμπόδια και βεβαίως να έχει αποφασιστεί «τι πουλιέται και τι όχι» από τα «κόκκινα» δάνεια.
Στο τραπέζι της συζήτησης είχε μπει όμως και ο νόμος Κατσέλη (σ.σ. ο οποίος «σκλήρυνε» με τις τελευταίες αλλαγές0 ώστε να μη αποτελεί εύκολο καταφύγιο για οφειλέτες που, ενηώ έχουν την οικονομική δυνατότητα, τον χρησιμοποιούν, εμποδίζοντας έτσι τις τράπεζες να ασκήσουν οποιαδήποτε πίεση για αποπληρωμή τους.