Γνωστού όντος ότι η ΕΚΤ την επόμενη εβδομάδα – εκτός απροόπτου – θα επαναφέρει την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγύηση χρηματοδότησης των τραπεζών (waiver), το ερώτημα που κυριαρχεί είναι το ποια θα είναι τα επόμενα βήματα “ομαλοποίησης” της χρηματοδότησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Πληροφορίες των οποίων η διάχυση δεν… αποθαρρύνεται ή δεν διαψεύδεται από τις κεντρικές τραπεζικές αρχές είναι ότι η ΕΚΤ θα εντάξει σύντομα την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στο σκέλος της αγοράς κρατικών ομολόγων. Βέβαια, όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, η “αγορά” αυτή “θα έχει περιορισμένο όγκο όταν αρχίσει” καθώς ήδη η ΕΚΤ κατέχει κάτι λιγότερο από το 25% των διαθέσιμων ελληνικών ομολόγων, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να αγοράσει
ένα ποσοστό της τάξης περίπου του 7% – 8%.
Η μεγάλη σημασία όμως μιας τέτοιας κίνησης δεν αφορά τόσο στο ποσό αγοράς όσο στο γεγονός ότι οι αγορές ομολόγων θα πάρουν έμπρακτα το μήνυμα ότι τα ελληνικά ομόλογα επανέρχονται στην περιοχή της “κανονικότητας”…
Παρά την καλλιέργεια πάντως αυτού του κλίματος για να αρχίσει το μήνυμα αυτό να έχει ευρύτερες συνέπειες, θα πρέπει να αποκτήσει και πάλι βάθος η ελληνική αγορά της οποίας τα διαθέσιμα ομόλογα έχουν συρρικνωθεί πλέον. Και επιπλέον ήδη το 1/4 περίπου βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών.
Κάποιες σκέψεις που λειτουργούν ενισχυτικά αυτής της κατεύθυνσης είναι για το αν η ΕΚΤ θα μπορούσε να επιτρέψει να αυξηθεί το όριο εντόκων γραμματίων που παίρνει από κάθε τράπεζα για να δώσει χρηματοδότηση.
Τα όρια αυτά είναι από το 2011 έχουν περιορισθεί και για τον λόγο αυτό οι εκδόσεις εντόκων γραμματίων από το ελληνικό δημόσιο παραμένουν έκτοτε στο όριο των 15 δισ. ευρώ.
Η ΕΚΤ θα μπορούσε να επαναφέρει το όριο αυτό στα 18 δισ. ευρώ που ήταν πριν περιορισθεί στα 15 δισ. ευρώ.
Αλλά υπάρχει μεγάλη επιφυλακτικότητα απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αφενός γιατί οι τράπεζες διαθέτουν επαρκείς ποσότητες ακόμα τίτλων για να εκμεταλλευτούν το waiver όταν ενεργοποιηθεί και αφετέρου δεν υπάρχει πρόθεση από τους “Θεσμούς” να χαλαρώσουν τη χρηματοδοτική ευχέρεια της κυβέρνησης.
Η οποία σε μια τέτοια περίπτωση θα οδηγούσε και σε μια πρόωρη μικρή αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους…
Το πότε όμως θα μπορέσει υπό ομαλές συνθήκες η Ελλάδα θα ξαναβγεί στις αγορές είναι ένα ερώτημα που έχει αρχίσει να απασχολεί τράπεζες και επενδυτικούς οργανισμούς.
Και η απάντηση απ’ ό,τι φαίνεται είναι μάλλον εύκολη. Οι προβλέψεις από επίσημα χείλη, κυβερνητικά και ευρωπαϊκά, αναφέρουν διαρκώς το 2017 και μάλιστα φωτογραφίζουν το δεύτερο εξάμηνο του 2017.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τότε θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα και να έχουν δοκιμασθεί οι προθέσεις των αγορών.
Και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να αποκλείει κανείς – όπως αναφέρεται στο Capital.gr από αρμόδιους φορείς – την ανιχνευτική των προθέσεων της αγοράς επανεμφάνιση νέων εκδόσεων ελληνικών ομολόγων, ακόμα και ενωρίτερα από τις αρχές του 2017…
Τι μπορεί να ανατρέψει αυτόν τον σχεδιασμό;
Και εδώ η απάντηση είναι σχετικά εύκολη.
Αυτό που θα μπορούσε να διατηρήσει ή να ανατρέψει αυτές τις προσδοκίες είναι ο σχεδιασμός του ΔΝΤ, που από τον Σεπτέμβριο και μέχρι το τέλος του έτους θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει την έκθεσή του για τη βιωσιμότητα ή μη του ελληνικού χρέους.
Το κείμενο αυτό θα κρίνει τη συνέχεια για την ταχύτητα επανεμφάνισης των ελληνικών ομολόγων στην αγορά.
Για τον λόγο αυτό οι εμπλεκόμενοι με την επιχείρηση αυτή δεν βιάζονται να ενθουσιαστούν ούτε καν με την επιστροφή της “κανονικότητας” από την πλευρά της ΕΚΤ.
Πάντως για τις προθέσεις του ΔΝΤ από το φθινόπωρο η σημερινή έκδοση του “Κεφαλαίου” δημοσιεύει αναλυτικό ρεπορτάζ με όλα όσα “μαγειρεύονται” στην Ουάσιγκτον για το θέμα αυτό…