Πάνω από έναν αιώνα παρουσίας συμπληρώνει ο ελληνισμός στη Ρουάντα και το Μπουρούντι, δύο μικρές αφρικανικές χώρες με ταραγμένη ιστορική διαδρομή, στην περιοχή των μεγάλων λιμνών. Η ελληνική παροικία δεν ήταν πολυάριθμη -εκτιμάται ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ήταν 1.200 με 1.300 άτομα- όμως άφησε τη σφραγίδα της στην επιχειρηματική ζωή και στην ιστορία του τόπου.
Όπως γράφει ο ιστορικός και ερευνητής της παρουσίας του Ελληνισμού στην Αφρική, Αντώνης Χαλδαίος στο καινούργιο του βιβλίο «Οι Έλληνες στο Μπουρούντι και τη Ρουάντα», ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στη Ρουάντα, μεταξύ 1900 και 1905 ήταν ο Δημήτρης (James) Καργαρώτος. Ωστόσο, το πρώτο κύμα μετανάστευσης στην περιοχή άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του ’20 όταν η Κοινωνία των Εθνών ανέθεσε στο Βέλγιο
τη διοίκηση της περιοχής μεταξύ των μεγάλων λιμνών, η οποία αποτέλεσε το κράτος της Ρουάντα-Ουρούντι και ενώθηκε διοικητικά με το βελγικό Κογκό.
Σύμφωνα με τις γραπτές αλλά και τις προφορικές μαρτυρίες, οι πρωτοπόροι της μετανάστευσης, που αποτόλμησαν το μακρινό ταξίδι κατάγονταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τη Λέσβο.
Ο κ. Χαλδαίος τόνισε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι οι πρώτοι μετανάστες προέρχονταν από αγροτικές οικογένειες και ασχολήθηκαν στην συντριπτική τους πλειοψηφία με το εμπόριο, που ταίριαζε στο προφίλ του Έλληνα και απαιτούσε λιγότερο κεφάλαιο και γνώσεις. Στην αρχή, περιόδευαν με ένα μικρό καμιόνι, που ήταν μαγαζί και σπίτι μαζί, πουλώντας καφέ, είδη για το σπίτι και αργότερα ηλεκτρικά είδη.
Οι Έλληνες έφτιαξαν τα πρώτα ξενοδοχεία στην πρωτεύουσα Ουζουμπούρα, όπου έμεναν η βελγική διοίκηση και όσοι δούλευαν για αυτήν, έμποροι και όσοι εργάζονταν στα έργα των σιδηροδρόμων και έρχονταν στην πρωτεύουσα για να διασκεδάσουν.
Ακόμη, ήταν πρωτοπόροι στην αλιεία. Στις λίμνες οι ιθαγενείς ψάρευαν με ξύλινες πιρόγες, καλάμια και αυτοσχέδια δίκτυα. Οι Μυτιληνιοί χρησιμοποίησαν σιδερένια σκάφη μήκους 8 με 10 μέτρων, ενώ εμφάνισαν το πυροφάνι και το γρι γρι, όπως έκαναν και στο νησί τους.
Η ελληνική κοινότητα ιδρύθηκε το 1946 και το σχολείο την δεκαετία του ’60 και ήταν ιδιωτική πρωτοβουλία Ελληνίδας που έκανε μαθήματα.
Σε ένα περιστατικό πρωτοφανές στην ιστορία της ελληνικής διασποράς, οι Έλληνες ενεπλάκησαν σε πολιτική δολοφονία, αυτήν του πρίγκιπα του Μπουρούντι, Λουίς Ρουαγκασόρε, το 1961. Όπως αποδείχθηκε, ο Βέλγος διοικητής και άλλοι πολιτικοί που ήθελαν να αποτρέψουν την ανεξαρτησία της χώρας και την άνοδο των ιθαγενών στην εξουσία, βρίσκονταν πίσω από τη δολοφονία. Την σκανδάλη πάτησε ο Ιωάννης Καραγιώργης, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Ο Λιβέριος Αρχανιώτης φυλακίστηκε και ο Μιχάλης Ιατρού αρχικά αθωώθηκε, αλλά στην νέα δίκη που έγινε μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, το 1963, καταδικάστηκε και αυτός σε θάνατο.
Χαρακτηριστικό είναι πως οι Μπουρουντέζοι δεν προέβησαν σε πράξη αντεκδίκησης σε βάρος των Ελλήνων, κάνοντας για παράδειγμα βανδαλισμούς στο μεγάλο κατάστημα που διατηρούσαν τα αδέλφια του Ιατρού, κατάλαβαν ότι ο βελγικός παράγοντας ήταν πίσω από τη δολοφονία.
Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους ντόπιους ήταν άριστες, τόνισε ο κ. Χαλδαίος, προσθέτοντας ότι δεν τους είδαν ως αποικιοκράτες και δεν υπήρξε εχθρότητα. Οι Έλληνες που δραστηριοποιήθηκαν στην ενδοχώρα βοήθησαν στην ανάπτυξη, με την κατασκευή δρόμων προς την πρωτεύουσα.
Οι συγκρούσεις των φυλών Χούτου και Τούτσι, που συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας σφράγισαν την ιστορία και της ελληνικής παροικίας. Το κύμα φυγής των Ελλήνων ξεκίνησε στον πρώτο μεγάλο εμφύλιο το 1972 και ολοκληρώθηκε στις ταραχές του 1993.
Σήμερα ζούνε 30 Έλληνες στο Μπουρούντι και μια μόλις μια οικογένεια στην Ρουάντα. Η παροικία ήταν ιδιαίτερα δεμένη και ακόμα και όσοι έχουν φύγει πριν από 20 και 30 χρόνια διατηρούν τους δεσμούς τους. Οι Έλληνες στο Μπουρούντι ανέπτυξαν επιχειρηματικότητα πρωτόγνωρη για την Αφρική, με εξαίρεση την Αίγυπτο. Λειτουργούσε μάλιστα και ελληνική τράπεζα, την οποία ίδρυσε ο Γιώργος Κουκούλης, συνεργαζόμενος με Μπουρουντέζους και Έλληνες μικρομετόχους. Σήμερα είναι η μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα του Μπουρούντι και ανήκει κατά 50% στην οικογένεια Κουκούλη.
Ο Ιωάννης Παγίδας είχε το μεγαλύτερο ξενοδοχείο και δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος για πάνω από 30 χρόνια. Είχε την πρωτοβουλία για την ίδρυση φορέα από το ελληνικό κράτος, μέσω του οποίου πολλοί ντόπιοι, σπούδασαν στην Ελλάδα. Τη δεκαετία του ’60 ο Νίκος Αλεξάκης ήταν δήμαρχος, στην πόλη της Ρουάντα Αστρίντα (σημερινό Μπουτάρε)
Ο Αντώνης Χαλδαίος, σπούδασε, αρχικά, ηλεκτρονικός μηχανικός στην Αθήνα, ενώ στη συνέχεια στράφηκε στις ανθρωπιστικές επιστήμες σπουδάζοντας, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, Κοινωνική Ανθρωπολογία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τιμήθηκε με το παράσημο του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Μάρκου, του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Μελετά την ιστορία των Ελλήνων της Αφρικής και η έρευνα του ξεκίνησε όταν αναζήτησε τις δικές του ρίζες το Μαρόκο, το Σουδάν και σε άλλες χώρες. Έχει γράψει βιβλία για τους Έλληνες του Μαρόκο, της Τυνησίας, της Μοζαμβίκης Το επόμενο έργο του θα αφορά τους Έλληνες του Σουδάν, που είναι και το θέμα της διδακτορικής του διατριβής.