Ο ρόλος του ευρώ στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα μειώθηκε πέρυσι, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), με την υποχώρηση να είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη στη χρήση του ως αποθεματικού νομίσματος, στην έκδοση χρέους σε ξένο νόμισμα και στα διασυνοριακά δάνεια.
Έχοντας πληγεί από την κρίση και τους αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ο ρόλος του ευρώ υποχωρεί επί σειρά ετών, ενώ η ζήτησή του περιορίζεται και από τα πολύ χαμηλά επιτόκια και τις αρνητικές αποδόσεις.
Το ποσοστό του ευρώ στα συναλλαγματικά αποθέματα μειώθηκε – για έκτη συνεχόμενη
χρονιά – πέρυσι κατά 0,6 της ποσοστιαίας μονάδας στο 19,9%, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2000. «Επιπλέον, το ποσοστό του ευρώ στα συναλλαγματικά αποθέματα έχει μειωθεί κατά σχεδόν τρεις ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό επίπεδο του 2009, πριν δηλαδή από την έναρξη της κρίσης κρατικού χρέους της Ευρωζώνης», σημειώνεται στην ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για τον ρόλο του ευρώ. «Το ευρώ παρέμεινε το δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα στο διεθνές νομισματικό σύστημα, αλλά με σημαντική διαφορά από το αμερικανικό δολάριο», αναφέρει η ΕΚΤ.
Αν και το αμερικανικό δολάριο παραμένει το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο νόμισμα, ο ρόλος του υποχωρεί επίσης με βραδύ ρυθμό, κάτι που αποτελεί πρόσθετη ένδειξη μίας κίνησης προς ένα διεθνές νομισματικό σύστημα με περισσότερους πόλους, σημειώνει η ΕΚΤ. Η έκθεση προσθέτει ότι μέρος της πτώσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε ευρώ πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι η Κίνα άρχισε να καταγράφει κάποια από τα διαθέσιμά της στο ΔΝΤ, επηρεάζοντας τη σύνθεση των παγκόσμιων αποθεμάτων, με δεδομένο το μέγεθος της χώρας.
Όσον αφορά στην έκδοση χρέους σε ξένο νόμισμα, το ποσοστό του ευρώ μειώθηκε κατά 10,5 ποσοστιαίες μονάδες στο 21,9%, ενώ στα διατραπεζικά δάνεια μειώθηκε κατά 6,7% στο 21,3%. Ωστόσο, το ποσοστό του ευρώ αυξήθηκε πέρυσι στο ανεξόφλητο υπόλοιπο διεθνών ομολόγων, διεθνών δανείων και διεθνών καταθέσεων. «Το μερίδιο του ευρώ στο ανεξόφλητο υπόλοιπο διεθνών ομολόγων ανέκαμψε ελαφρά το 2015, αλλά παραμένει πολύ χαμηλότερο από τα επίπεδά του πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, εάν υπολογισθεί με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες», σημειώνει η ΕΚΤ.