Πρόσφατα ο κ. Dijsselbloem αναφέρθηκε στη “γκρίζα περιοχή” των πρωτογενών πλεονασμάτων για τα οποία έχει δεσμευτεί η Ελλάδα για μετά το 2018, παραδεχόμενος ότι “έχει ανοίξει συζήτηση” για το αν θα παραμείνουν ή όχι στον
“σκληρό” στόχο του 3,5% ή θα επανεξετασθούν.
Το πότε θα γίνει αυτό αφέθηκε χωρίς απάντηση. Όμως τα πράγματα “τρέχουν” και κατά πως φαίνεται η πρώτη απάντηση γι’ αυτό θα αποτυπώνεται άμεσα ή έμμεσα (ως σενάριο) στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα (2017-2020) που έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να έχει κατατεθεί μέσα στον Ιούλιο.
Οι αρμόδιες επιτροπές στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχουν ήδη αρχίσει δουλειά πάνω σ’ αυτό, αλλά το κρίσιμο στοιχείο είναι εκείνο του σχεδιασμού της τριετίας 2018-2020 ο οποίος θα πρέπει “να έχει βάσεις στόχου τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα εξυπηρετούν την ‘προσέγγιση’ της αναδιάρθρωσης και βιωσιμότητας του χρέους…”.
Προς το παρόν στο ΥΠΟΙΚ αποφεύγουν ακόμα και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις να κάνουν προβλέψεις ως προς το αν το Μεσοπρόθεσμο και τα σχεδιαζόμενα μέτρα θα πρέπει να έχουν σαν βάση το 3,5% του ΑΕΠ για πρωτογενές πλεόνασμα ή μικρότερους στόχους στην μετά το 2018 χρονική περίοδο.
Ήδη ο στόχος 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 είναι φορτωμένος με αρκετές επιφυλάξεις για το κατά πόσο μπορεί να επιτευχθεί, πολύ περισσότερο το να διατηρηθεί και στην συνέχεια μέχρι και το 2020 .
Σε τι επιμένει στο ΔΝΤ
Το ΔΝΤ στα δικά του σενάρια τα οποία θα αποτελέσουν και τη βάση της Έκθεσής του που θα βγει το φθινόπωρο έχει ως πλέον ρεαλιστικό στόχο το 1,5% του ΑΕΠ και όχι το 3,5% του ΑΕΠ.
Και είναι σαφές ότι το Μεσοπρόθεσμο δεν μπορεί να αγνοήσει τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ δηλαδή του οργανισμού που θα εκτιμήσει την δυναμική της οικονομίας που θα κρίνει την βιωσιμότητα του χρέους σε λιγότερο από πέντε μήνες.
Προς το παρόν στο ΥΠΟΙΚ αποφεύγουν να κάνουν προβλέψεις για την τελική μορφή που θα πάρουν οι προβλέψεις -στόχοι του Μεσοπρόθεσμου, αλλά είναι σαφές ότι οι προσδοκίες κλίνουν από τώρα στα όρια που θέτει το ΔΝΤ.
Εκεί που οι προβλέψεις διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με το ΔΝΤ από την πλευρά του ΥΠΟΙΚ είναι οι εκτιμήσεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Στο ΔΝΤ εκτιμούν ότι οι ρυθμοί με τους οποίους η ελληνική οικονομία μπορεί να ανακάμψει -με προϋπόθεση ένα βιώσιμο χρέος- υπό τις παρούσες συνθήκες (δηλαδή των αυξημένων φορολογικών υποχρεώσεων) είναι χαμηλοί και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υπερβούν το 1,5% ετησίως ή στην καλύτερη περίπτωση το 2%.
Στις εκτιμήσεις αυτές βέβαια βαραίνει το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να ανακάμψει η ελληνική οικονομία συμπιέζεται από τους πολύ χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια.
Στις ίδιες εκτιμήσεις καταλήγουν και οι προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Αντίθετα στο ΥΠΟΙΚ εμφανίζονται πολύ περισσότερο αισιόδοξοι προβλέποντας από το 2017 σημαντικά υψηλότερους ρυθμούς ανάκαμψης, με την προϋπόθεση πάντα της ομαλής εξέλιξης του προγράμματος.
Στο πλαίσιο αυτό κινούνται και οι διαφοροποιήσεις που θα αποτυπώνονται στο Μεσοπρόθεσμο για τις εκτιμήσεις που θα κλείσει το 2017 και κυρίως που θα στοχεύει το 2017.