Στα 270 ευρώ υποχώρησε το 2016 από 303 ευρώ το 2015 η μέση μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών στο σούπερ μάρκετ, ενώ ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αναγκάζεται να διαθέτει λιγότερα χρήματα για την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης. Το παραπάνω οφείλεται στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος του πληθυσμού, γεγονός που καθιστά την αίσθηση της ακρίβειας των προϊόντων ακόμη εντονότερη από αυτή που πραγματικά είναι με βάση τα δεδομένα του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Τα παραπάνω ευρήματα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στην έρευνα καταναλωτικής συμπεριφοράς υπό τον τίτλο «Shoppers Attitude & Behaviour 2016» (Η στάση και η συμπεριφορά των αγοραστών το 2016) που πραγματοποίησε η εταιρεία Exceed Consulting σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η έρευνα παρουσιάστηκε το απόγευμα της Τετάρτης σε ειδική εκδήλωση του ECR Hellas (σύνδεσμος προμηθευτών και λιανεμπόρων). Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω 1.000 προσωπικών συνεντεύξεων με καταναλωτές σε καταστήματα πέντε αλυσίδων σούπερ μάρκετ (Γαλαξίας, ΑΒ Βασιλόπουλος, My Market, Μασούτης και Σκλαβενίτης), σε Αττική και Θεσσαλονίκη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα το 2016 το 32% των νοικοκυριών ξοδεύει κάτω από 200 ευρώ τον μήνα στο σούπερ μάρκετ, εκ των οποίων το 10% ξοδεύει κάτω από 100 ευρώ, ενώ ο 2015 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 22% με το 3% να δαπανά κάτω από 100 ευρώ τον μήνα. Το ποσοστό των καταναλωτών που δαπανά πάνω από 500 ευρώ μηνιαίως στο σούπερ μάρκετ παραμένει το ίδιο και στη φετινή έρευνα, στο 13%. Μειώθηκε, ωστόσο, το ποσοστό εκείνων των οποίων οι δαπάνες βρίσκονταν κοντά στον μέσο όρο, δηλαδή μεταξύ 200 και 400 ευρώ. Το 2015 το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 49% για να υποχωρήσει το 2016 σε 43%.
Φτωχοποίηση
Το εν λόγω εύρημα συνδέεται με την περαιτέρω φτωχοποίηση όχι μόνο των χαμηλότερων εισοδηματικά ομάδων του πληθυσμού, αλλά και των μεσαίων. Αποκαλυπτικά είναι τα σχετικά ευρήματα της έρευνας σχετικά με το εισοδηματικό προφίλ των καταναλωτών. Φέτος το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους ήταν λιγότερο ή ίσο με 700 ευρώ ανέρχεται σε 32%, έναντι 25% το 2015. Από την άλλη, υποχωρεί το ποσοστό των καταναλωτών με μέσο εισόδημα. Οσοι δήλωσαν φέτος ότι το μέσο μηνιαίο εισόδημά τους είναι από πάνω από 700 και έως 1.200 ευρώ αντιστοιχούν στο 36% των ερωτηθέντων έναντι 42% το 2015, ενώ εισόδημα πάνω από 1.200 και έως 2.000 ευρώ δήλωσε το 21% έναντι 24% το 2015.
Με δεδομένα τα παραπάνω, δεν είναι τυχαίο ότι όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα να αξιολογήσουν τα σούπερ μάρκετ βάσει μιας σειράς κριτηρίων, τη δεύτερη χαμηλότερη βαθμολογία συγκέντρωσαν ως προς το θέμα των καλών -συμφερουσών- τιμών. Σε μια κλίμακα από το 1 έως το 5 (με το 5 να σημαίνει απόλυτη ικανοποίηση και το 1 απόλυτη δυσαρέσκεια) οι αλυσίδες έλαβαν βαθμολογία 4,01 ως προς τις τιμές έναντι 4,08 το 2015. Τη χαμηλότερη επίδοση (3,63 έναντι 4,09 το 2015) συγκέντρωσαν ως προς το κριτήριο της διάθεσης μεγάλης ποικιλίας βιολογικών προϊόντων. Το στοιχείο αυτό συνδέεται και με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση, καθώς αρκετές αλυσίδες έχουν μειώσει τους σχετικούς κωδικούς, δεδομένου ότι συνήθως πρόκειται για ακριβότερα προϊόντα σε σύγκριση με τα συμβατικά.
Και σε αυτή την έρευνα διαπιστώνεται ο σημαντικός ρόλος των προσφορών. Το 44% των καταναλωτών διαμορφώνει την επιλογή του για το κατάστημα που θα κάνει τα ψώνια του με βάση τις προσφορές. Τα είδη των προωθητικών ενεργειών που προτιμούν είναι η διάθεση προϊόντων με μειωμένη τιμή ή οι προσφορές «1+1 δώρο» ή «2+1» δώρο. Δίνουν δε έμφαση στο πώς διαμορφώνεται η τελική τιμή και όχι στο ποσοστό έκπτωσης.