Η υπονόμευση υπέρ της Άγκυρας της στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ
Τον θυμηθήκαμε γιατί τον περασμένο μήνα εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο ο παλιός γνωστός –για τους παλιότερους– Αμερικανός «φίλος» της Ελλάδας: Ο Μόντι Στερνς. Ο Στερνς, διπλωμάτης καριέρας, γυρόφερνε στο πόστο της Αθήνας από το 1955 και κατά την πρώτη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, από το 1981 μέχρι το 1985, ήταν ο Αμερικανός πρέσβης στην ελληνική πρωτεύουσα.
Έχοντας περάσει πάνω από μία δεκαετία στη χώρα μας, αν μη τι άλλο ο Μόντι Στερνς ήταν βαθύς γνώστης της πολυπλοκότητας των σχέσεων που συντηρούσε η χώρα του στο τρίγωνο Αθήνας-Άγκυρας-Λευκωσίας. Την εμπειρία του αυτή μάλιστα την κατέγραψε σε ένα βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο «Περίπλοκες συμμαχίες», που εκδόθηκε και στα ελληνικά το 1992 από τις εκδόσεις «Το Ποντίκι» και έχει πια εξαντληθεί.
Στο εν λόγω βιβλίο ο Αμερικανός διπλωμάτης περιγράφει την αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο. Καθώς η αναζήτηση από την πλευρά της Ουάσιγκτον των τρόπων διαιώνισης του ελέγχου της περιοχής συνεχίζεται, και το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξακολουθούν να είναι οι παράγοντες της αστάθειας στην περιοχή (και ταυτόχρονα η βάση για τον αμερικανικό έλεγχο), αξίζει τον κόπο να ανατρέξουμε στα όσα ο Μόντι Στερνς έγραφε από τότε για τη κατανομή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς Ελλάδα και Τουρκία.
Τώρα, δυόμισι δεκαετίες αργότερα, και καθώς η ισορροπία στρατιωτικής ισχύος έχει ανατραπεί σε βάρος της Ελλάδας και υπέρ της Τουρκίας, έχει ενδιαφέρον να δούμε τις απαρχές αυτής της «διαταραχής», η οποία ξεκίνησε από την υπονόμευση της αναλογίας 7 προς 10 της παρεχόμενης από την Ουάσιγκτον βοήθειας σε Αθήνα και Άγκυρα. Η ιστορία βοηθά πάντα, άλλωστε, για την εξαγωγή συμπερασμάτων στο (δύσκολο) παρόν…
Ας δώσουμε τον λόγο, λοιπόν, στον Μόντι Στερνς από το βιβλίο του «Περίπλοκες συμμαχίες».
Η ποσοστοποίηση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία έχει μεταβληθεί σε μήλο της Έριδος και προκαλεί τόσο σκληρές διαμάχες ανάμεσα στους παραλήπτες της, όσο αυτές που προκάλεσε και το μήλο που έδωσε ο Πάρις στην Αφροδίτη, με κατάληξη τον Τρωικό Πόλεμο.
Σε διάστημα μεγαλύτερο των 40 ετών, από το 1947 μέχρι το 1991, η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Τουρκία έφτασε τα εννέα δισεκατομμύρια δολάρια και αυτή προς την Ελλάδα ξεπέρασε τα πέντε δισεκατομμύρια δολάρια. Οι ετήσιες προτάσεις βοήθειας από την εκτελεστική εξουσία και οι ενέργειες που συνοδεύουν την έγκριση από το Κογκρέσο και τη διαδικασία της χορήγησης είναι γνωστές τόσο στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας όσο και στα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών. Αυτό έγινε περισσότερο σαφές μετά την κυπριακή κρίση του 1974, όταν η τουρκική κατοχή του 36% του νησιού, η οποία ήταν συνέπεια ενός πραξικοπήματος της Αθήνας εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου, ανάγκασε το Κογκρέσο, τον Φεβρουάριο του 1975, να επιβάλει εμπάργκο στην αποστολή όπλων προς την Τουρκία, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι τον Αύγουστο του 1978.
Εκείνο τον χρόνο, με μια τροποποίηση του νόμου περί Εξωτερικής Βοήθειας του 1961, το Κογκρέσο διέκοψε το εμπάργκο καθορίζοντας ότι η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία πρέπει «να σχεδιαστεί με τρόπο που θα εξασφαλίζει τη διατήρηση της υφιστάμενης ισορροπίας των στρατιωτικών δυνάμεων ανάμεσα στις χώρες της περιοχής».
Αν ο όρος «υφιστάμενη ισορροπία» είχε μείνει αδιευκρίνιστος, μια τόσο γενική έκφραση θα αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα των προγραμμάτων βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία και ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για οποιαδήποτε κυβέρνηση. Για τις κυβερνήσεις Φορντ, Κάρτερ, Ρίγκαν και Μπους –οι οποίες είχαν την επιθυμία να ενισχύσουν το μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, μετά τον αμερικανικό, και ν’ αποζημιώσουν την Τουρκία για τις ηθικές και υλικές βλάβες που είχε υποστεί στη διάρκεια του εμπάργκο– ο εκσυγχρονισμός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αποτελούσε πρωταρχικό στόχο.
Η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, που είναι πολύ σημαντική για την Ελλάδα, περνούσε σαφώς σε δεύτερη μοίρα. Η Τουρκία, με την εντυπωσιακή στρατιωτική δύναμή της, την έντονη στρατιωτική παράδοση και την επιθυμία της ηγεσίας της να συνδέσει στενότερα τη χώρα με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, φημιζόταν στην Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ ως πιστός σύμμαχος.
Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, είχε τη φήμη δύσκολου συνομιλητή, εριστικού στην προβολή των παραπόνων του κατά της Τουρκίας στα συμβούλια του ΝΑΤΟ και συχνά έτοιμου να δημιουργήσει διμερή προβλήματα στις στρατιωτικές υποθέσεις της συμμαχίας, δίνοντας την εντύπωση του αδικημένου και πικραμένου συμμάχου. Αν είχαν την ευκαιρία να καθορίσουν ανενόχλητοι το επίπεδο της στρατιωτικής βοήθειας, οι διπλωμάτες της Ουάσιγκτον θα ασχολούνταν λιγότερο με την αναγκαιότητα της «ισορροπίας στο Αιγαίο» και περισσότερο με το να αποσπάσουν από το Κογκρέσο τα κολοσσιαία ποσά που θεωρούσαν αναγκαία για να μετατρέψουν την τεράστια αλλά ξεχαρβαλωμένη τουρκική στρατιωτική μηχανή σε σύγχρονη δύναμη κρούσης.
Ισορροπία στο Αιγαίο
Τα περιθώρια των χειρισμών τους, πάντως, στένεψαν απότομα από το γεγονός ότι το Κογκρέσο, όταν διέκοψε το εμπάργκο κατά της Τουρκίας, είχε ήδη καταλήξει στον ορισμό της «ισορροπίας στο Αιγαίο». Αποδεχόμενη τις απόψεις της ελληνικής κυβέρνησης, η πλειοψηφία του Κογκρέσου, με επικεφαλής έναν συνασπισμό φιλελλήνων, φιλελεύθερων και συντηρητικών Ελληνοαμερικανών ψηφοφόρων, αποφάσισε ότι το status quo του Αιγαίου δεν θα κινδύνευε, αν η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία καθοριζόταν σε αναλογία 7 προς 10. Η Ελλάδα, δηλαδή, θα έπαιρνε το 70% του ποσού που θα εγκρινόταν κάθε φορά για την Τουρκία.
Πώς έφτασε σε αυτούς τους αριθμούς η ελληνική κυβέρνηση; Η καλύτερη εξήγηση που έχω ακούσει προέρχεται από έναν ανώτερο Έλληνα διπλωμάτη, ο οποίος μετείχε στον υπολογισμό του 7 προς 10 το 1976, όταν η Ελλάδα και οι ΗΠΑ διαπραγματεύονταν μια νέα συμφωνία αμυντικής και οικονομικής συνεργασίας.
Παράλληλες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ στην Άγκυρα, τον Μάρτιο του 1976, είχαν καταλήξει στην υπογραφή μιας συμφωνίας που περιλάμβανε την υποχρέωση των ΗΠΑ να παραχωρήσουν στρατιωτική βοήθεια ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων στην Τουρκία κατά την τετραετή διάρκεια της DECA. Αυτό το ποσό υπερέβαινε κατά πολύ το επίπεδο βοήθειας που είχε συζητήσει η αμερικανική αντιπροσωπεία με την Ελλάδα. Με τη συνηθισμένη τάση τους για στεγανοποίηση των ελληνικών και των τουρκικών υποθέσεων, τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας δεν φρόντισαν να πληροφορήσουν την αντιπροσωπεία της Αθήνας ούτε για τα στάδια ούτε για τα βασικά στοιχεία των διαπραγματεύσεων που γίνονταν στην Άγκυρα. Τα προτεινόμενα ποσά βοήθειας προς την Τουρκία προκάλεσαν σοκ τόσο στους Αμερικανούς όσο και στους Έλληνες συνομιλητές τους, οι οποίοι, κατά σύμπτωση, έκαναν επιθεώρηση σε αμυντικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ όταν έγινε η σχετική ανακοίνωση.
Ανατροπή ισορροπίας
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής αντέδρασε στις ειδήσεις από την Άγκυρα αναστέλλοντας αμέσως τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής DECA και ανακαλώντας την αντιπροσωπεία του από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πληροφόρησε τον επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας ότι η Ελλάδα θα διατύπωνε νέα αιτήματα για στρατιωτική βοήθεια ανάλογη με αυτήν που προέβλεπε η τουρκική DECA και στη συνέχεια έδωσε οδηγίες στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών να κάνει τους σχετικούς υπολογισμούς, στους οποίους περιλαμβανόταν και η συνολική αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία από το 1947.
Όταν το υπουργείο συνέκρινε τα ποσά της τουρκικής βοήθειας (όπως τα είχε στείλει η ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα) με τα ποσά της ελληνικής βοήθειας κατά την ίδια χρονική περίοδο, προέκυψε η αναλογία 7 προς 10. Η κυβέρνηση Καραμανλή ζήτησε αμέσως να περιληφθεί στην ελληνική DECA στρατιωτική βοήθεια αξίας 700 εκατομμυρίων δολαρίων. Όταν η κυβέρνηση Φορντ επαλήθευσε τα ποσά, ο υπουργός Εξωτερικών Κίσινγκερ ενέκρινε την υπόσχεση να εξευρεθεί αυτό το ποσό από το Κογκρέσο.
Οι διαπραγματεύσεις επαναλήφθηκαν και, τον Ιούλιο του 1977, εγκρίθηκε μια νέα DECA, μολονότι, για λόγους που θα αναφέρουμε αργότερα, δεν υπογράφηκε ποτέ. Από τότε η αναλογία 7 προς 10 παραμένει ο ανεπίσημος αλλά αποφασιστικός παράγοντας της «ισορροπίας στο Αιγαίο» για την ελληνική κυβέρνηση. Παρά τους ισχυρισμούς της Αθήνας ότι αυτή η αναλογία είναι υποχρεωτική από την αμερικανική νομοθεσία, δεν υπάρχει τίποτα σχετικό. Από το 1978, η εκτελεστική εξουσία συνήθως υποβάλλει αιτήματα για βοήθεια που αποκλίνουν από το 7 προς 10, αλλά το Κογκρέσο αποκαθιστά τα ποσοστά μειώνοντας το σύνολο προς την Τουρκία και/ή αυξάνοντας το ποσό προς την Ελλάδα.
Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία φέρνει τις αμερικανικές κυβερνήσεις στη θέση να αποποιούνται μια σπάνια προσφορά του Κογκρέσου, που τους παρέχει την ευχέρεια να διαθέσουν κεφάλαια με αποκλειστικώς πολιτικά κριτήρια –κάτι για το οποίο η εκτελεστική εξουσία εκλιπαρεί σε άλλες περιπτώσεις– και το Κογκρέσο στη θέση να αποποιείται εκουσίως τις εξουσίες του, τις οποίες συνήθως διαφυλάττει ζηλότυπα, όσον αφορά την αξιολόγηση των προτάσεων βοήθειας.
Το αμερικανικό παιχνίδι
Οι αντιρρήσεις της εκτελεστικής εξουσίας στην αναλογία 7 προς 10 δεν προέρχονται από κάποιο ενδιαφέρον για προστασία των προνομίων του Κογκρέσου. Αντιθέτως, εκφράζουν την αντίληψη πως, αν η βοήθεια προς την Ελλάδα σταθεροποιηθεί στο 70% της αντίστοιχης προς την Τουρκία, δεν θα είναι εύκολο να δοθούν τα τεράστια ποσά βοήθειας που πιστεύει η κυβέρνηση ότι πρέπει να χορηγηθούν στην Τουρκία. Αυτό ήταν εύκολο να γίνεται τα χρόνια μετά την άρση του εμπάργκο, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γραφόταν αυτό το βιβλίο, οπότε το Κογκρέσο, επηρεαζόμενο από τη σημαντική συνδρομή της Τουρκίας στη στρατιωτική νίκη του πολέμου στον Περσικό Κόλπο, φάνηκε πρόθυμο ν’ αφήσει προσωρινά κατά μέρος την αναλογία 7 προς 10 για το οικονομικό έτος 1992.
Η αναλογία αυτή διατηρείται μέχρι τώρα από το Κογκρέσο σε επίπεδο σημαντικά μικρότερο από εκείνο που ζητάει η κυβέρνηση. Το οικονομικό έτος 1988, για παράδειγμα, η τουρκική απογοήτευση για τη συνολική βοήθεια ύψους 525,3 εκατομμυρίων δολαρίων, την οποία έλαβε μετά τον περιορισμό από το Κογκρέσο του ποσού των 913,5 εκατομμυρίων που είχε ζητήσει αρχικά, οδήγησε στην προσωρινή απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης ν’ αναβάλει την επικύρωση των επιστολών που είχε ανταλλάξει με τις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1987, με τις οποίες παρατεινόταν η DECA μέχρι το τέλος του 1990.
Ένας άλλος λόγος της δυσαρέσκειας της εκτελεστικής εξουσίας για την αναλογία 7 προς 10 είναι η πεποίθηση κυβερνητικών κύκλων ότι πρόκειται για «τεχνητή απόφαση, η οποία παραποιεί το πρωταρχικό στοιχείο των τουρκικών αναγκών και των συμφερόντων ΗΠΑ και ΝΑΤΟ που έχουν σχέση με την ικανοποίηση τους… Η βοήθεια πρέπει να παρέχεται στην Ελλάδα και την Τουρκία συμφωνά με τις ειδικές ανάγκες τους εν σχέσει με το ΝΑΤΟ, χωρίς την ύπαρξη μιας αυτόματης αναλογίας μεταξύ των συμμάχων».
Η λογική αυτής της ανάλυσης είναι αδιάσειστη, αλλά θα ήταν πιο πειστική αν η εκτελεστική εξουσία δεν είχε δεχτεί σε πολλές άλλες περιπτώσεις πολιτικές σκοπιμότητες για τον καθορισμό του επιπέδου βοήθειας. Οι ανάγκες του Ισραήλ και της Αιγύπτου, παραληπτών των μεγαλύτερων ποσών αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας από το 1979, έχουν υπολογιστεί με εξίσου πολιτικά κριτήρια. Ακόμη και μέσα στο ΝΑΤΟ οι πολιτικοί παράγοντες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις για τον καθορισμό τού ποιος θα πάρει τι και σε ποια αναλογία.
Η πιο αμφισβητήσιμη ερμηνεία, στην οποία στηρίζονται τα προγράμματα βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, δεν είναι η αναλογία που στο κάτω κάτω αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα των ταραγμένων σχέσεών τους, αλλά η πρόφαση ότι τις εξοπλίζουμε εναντίον μιας εξωτερικής απειλής και όχι για να πολεμήσουν μεταξύ τους».
Αυτά έγραφε τότε ο Μόντι Στερνς και από τότε μπορεί να έχουν αλλάξει πολλά, ωστόσο η ουσία της «περίπλοκης συμμαχίας» μεταξύ Ουάσιγκτον-Ελλάδας-Τουρκίας παραμένει αναλλοίωτη: η Τουρκία έχει κερδίσει την εξοπλιστική κούρσα, η χρεοκοπημένη Ελλάδα, παρότι έχει ξοδέψει κολοσσιαία ποσά, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την τουρκική επεκτατική πολιτική και οι ΗΠΑ παραμένουν οι αιώνιοι τοποτηρητές του ελληνοτουρκικού «οικοπέδου» και ρυθμιστές των όποιων μελλοντικών εξελίξεων.