Επτά στα δέκα δάνεια που τα προηγούμενα χρόνια είχαν ρυθμιστεί, προκειμένου να μπορέσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης, έχουν εκτροχιαστεί και χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα, αποτυπώνοντας την αποτυχία των μέχρι τώρα προσπαθειών των τραπεζών να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα «κόκκινα» δάνεια. Οπως προκύπτει από την Εκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, το 70% των δανείων που ρυθμίστηκε παλαιότερα έχει επανέλθει στο «κόκκινο», στοιχείο που σύμφωνα με αναλυτές αποτυπώνει την αποτυχία των τραπεζών να βρουν βιώσιμες λύσεις και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα συνολικά πιστωτικά ανοίγματα (που περιλαμβάνει και δάνεια που εμφανίζουν μεγάλες πιθανότητες να καταστούν μη εξυπηρετούμενα) ανήλθαν στο τέλος Μαρτίου του 2016 στο 45,2% από 44,2% τον Δεκέμβριο του 2015 και 39,9% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2014. Αναλυτικότερα, οι καθυστερήσεις φτάνουν το 54,7% στα καταναλωτικά δάνεια, στο 41% στα στεγαστικά και στο 43,8% στα επιχειρηματικά. Σε βασικούς κλάδους της οικονομίας, όπως οι κατασκευές και η βιομηχανία, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υπερβαίνει το 50%!
Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερα οι τράπεζες. «Η ριζική αντιμετώπισή του, σε συνδυασμό με την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και την αναμενόμενη αύξηση της ρευστότητας, κατόπιν της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, θα ενισχύσει την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να στηρίξουν με χρηματοδότηση την οικονομική ανάπτυξη της χώρας».
Στελέχη τραπεζών υπογραμμίζουν ότι η αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης του μεγάλου αυτού προβλήματος μέχρι τώρα, ήταν σε μεγάλο βαθμό λόγω της πολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας αλλά και του χαοτικού νομικού συστήματος που δεν άφηνε πολλά περιθώρια κινήσεων. Σημειώνουν ότι πλέον, μετά την υπογραφή του νέου μνημονίου αλλά και τις νομοθετικές αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί, έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την πιο ενεργή αντιμετώπιση του ζητήματος. Οπως σημειώνεται στην έκθεση, έχουν υιοθετηθεί σημαντικά νομοθετήματα, με αντικείμενο την επιτάχυνση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γενικότερα των διαδικασιών στα δικαστήρια, τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς και την απλοποίηση της εξυγίανσης και της ειδικής εκκαθάρισης των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς δανείων (εξυπηρετούμενων ή μη), ώστε να διευρυνθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων και να εμπλουτιστεί η τεχνογνωσία ως προς τη διαχείριση επισφαλών δανείων, η αναμόρφωση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, η βελτίωση των υποδομών της δικαιοσύνης και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας των δικαστών, η επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τους δανειστές και η εισαγωγή διατάξεων που εξασφαλίζουν τη συνεργασία των μετόχων στις προσπάθειες των τραπεζών για εξυγίανση επιχειρήσεων αποτελούν πρωτοβουλίες – τομές για το τραπεζικό σύστημα και οι οποίες θα δώσουν ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στις τράπεζες.
Παράλληλα, όμως, τονίζει η ΤτΕ απαιτείται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη η επίτευξη των στόχων της ταχείας μείωσης του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, οι οποίοι θα συμφωνηθούν από κοινού με την ΤτΕ και την ΕΚΤ το αμέσως προσεχές διάστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα συνολικά πιστωτικά ανοίγματα (που περιλαμβάνει και δάνεια που εμφανίζουν μεγάλες πιθανότητες να καταστούν μη εξυπηρετούμενα) ανήλθαν στο τέλος Μαρτίου του 2016 στο 45,2% από 44,2% τον Δεκέμβριο του 2015 και 39,9% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2014. Αναλυτικότερα, οι καθυστερήσεις φτάνουν το 54,7% στα καταναλωτικά δάνεια, στο 41% στα στεγαστικά και στο 43,8% στα επιχειρηματικά. Σε βασικούς κλάδους της οικονομίας, όπως οι κατασκευές και η βιομηχανία, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υπερβαίνει το 50%!
Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερα οι τράπεζες. «Η ριζική αντιμετώπισή του, σε συνδυασμό με την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και την αναμενόμενη αύξηση της ρευστότητας, κατόπιν της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, θα ενισχύσει την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να στηρίξουν με χρηματοδότηση την οικονομική ανάπτυξη της χώρας».
Στελέχη τραπεζών υπογραμμίζουν ότι η αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης του μεγάλου αυτού προβλήματος μέχρι τώρα, ήταν σε μεγάλο βαθμό λόγω της πολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας αλλά και του χαοτικού νομικού συστήματος που δεν άφηνε πολλά περιθώρια κινήσεων. Σημειώνουν ότι πλέον, μετά την υπογραφή του νέου μνημονίου αλλά και τις νομοθετικές αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί, έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την πιο ενεργή αντιμετώπιση του ζητήματος. Οπως σημειώνεται στην έκθεση, έχουν υιοθετηθεί σημαντικά νομοθετήματα, με αντικείμενο την επιτάχυνση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γενικότερα των διαδικασιών στα δικαστήρια, τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς και την απλοποίηση της εξυγίανσης και της ειδικής εκκαθάρισης των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς δανείων (εξυπηρετούμενων ή μη), ώστε να διευρυνθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων και να εμπλουτιστεί η τεχνογνωσία ως προς τη διαχείριση επισφαλών δανείων, η αναμόρφωση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, η βελτίωση των υποδομών της δικαιοσύνης και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας των δικαστών, η επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τους δανειστές και η εισαγωγή διατάξεων που εξασφαλίζουν τη συνεργασία των μετόχων στις προσπάθειες των τραπεζών για εξυγίανση επιχειρήσεων αποτελούν πρωτοβουλίες – τομές για το τραπεζικό σύστημα και οι οποίες θα δώσουν ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στις τράπεζες.
Παράλληλα, όμως, τονίζει η ΤτΕ απαιτείται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη η επίτευξη των στόχων της ταχείας μείωσης του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, οι οποίοι θα συμφωνηθούν από κοινού με την ΤτΕ και την ΕΚΤ το αμέσως προσεχές διάστημα.