Η καγκελάριος έχει υιοθετήσει μία μακροοικονομική στρατηγική, διαφορετική σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη – η οποία όμως λειτουργεί μόνο όταν οι άλλες χώρες ευρίσκονται σε κρίση, λαμβάνοντας «μέτρα Keynes» για την αντιμετώπιση της
.
«Η «φιλελεύθερη πολιτική της τάξης» (ordoliberalism) περιγράφειόλα εκείνα τα κυβερνητικά μέτρα, τα οποία καθορίζουν με πλήρη σαφήνεια το πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητας ενός κράτους – ενώ συμβάλλουν στη διατήρηση, στην προσαρμογή και στη βελτίωση του οικονομικού συστήματος.
Σύμφωνα με τον εμπνευστή της, η οικονομία της ελεύθερης αγοράς είναι απαραίτητη, αλλά λειτουργεί τότε μόνο, όταν το κράτος είναι ισχυρό και τοποθετεί τα πλαίσια, ενώ επιβλέπει αυστηρά την τήρηση τους – χωρίς να κάνει τίποτα άλλο«.
.
Ανάλυση
Η μεγάλη διαφορά που διαπιστώνει κανείς στη Γερμανία, ιδίως όταν δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, κυρίως συγκριτικά με την Ελλάδα, είναι το ότι υπάρχει ένα σαφές πλαίσιο λειτουργίας – το οποίο καθιστά σχετικά εύκολη την ίδρυση μίας εταιρείας, την ανάπτυξη και την κερδοφορία της, καθώς επίσης την προστασία των εταιρικών και ατομικών δικαιωμάτων του, όταν αυτά θίγονται (εφόσον βέβαια ενεργοποιηθεί σωστά για να τα προστατεύσει).
Με απλά λόγια λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό το Κράτος Δικαίου (τίποτα δεν είναι τέλειο), είναι σαφείς οι νόμοι και οι κανόνες, οπότε οι Πολίτες νοιώθουν αρκετά ασφαλείς για να επενδύσουν τα χρήματα ή/και την προσωπική τους εργασία – διαδικασίες που απελευθερώνουν την υγιή επιχειρηματικότητα, αφού μπορεί κανείς να επικεντρωθεί στη δουλειά του, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πολιτική καθημερινότητα, για τις γνωριμίες (διαπλοκή), καθώς επίσης για όλες αυτές τις δυσλειτουργίες του συστήματος, έτσι όπως τις γνωρίζουμε από την Ελλάδα.
Εκτός αυτού οι φόροι είναι ανταποδοτικοί, ενώ το κράτος είναι σε θέση να καλύψει σε μεγάλο βαθμό τις «κοινωνικές ανάγκες» των ανθρώπων (παιδεία, υγεία, συντάξεις κοκ.) – γεγονός που καθιστά πολύ πιο εύκολη τη δραστηριοποίηση τους, αφού όλα τα υπόλοιπα είναι «λυμένα». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν υπάρχει φοροδιαφυγή ή ότι δεν συναντώνται εστίες διαφθοράς, όπως σε πολλά άλλα κράτη – αλλά πως το σύστημα δεν τους επιτρέπει να καταστρέψουν το οικονομικό πλαίσιο, ούτε προϋποθέτει την υιοθέτηση τους για να καταφέρει κανείς να επιτύχει.
Αυτή είναι η καλή πλευρά του γερμανικού οικονομικού μοντέλου (στις κακές έχουμε αναφερθεί πάρα πολλές φορές), το οποίο διαφέρει από όλες τις άλλες χώρες – επειδή στηρίζεται στη σχολή του Freiburg καθώς επίσης σε έναν οικονομολόγο, ο οποίος εξέλιξε τη θεωρία του την εποχή του ναζισμού (W. Eucken).
Πρόκειται για μία θεωρία που είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτήν του Keynes, έχει πολλά εθνικοσοσιαλιστικά στοιχεία, ενώ πλησιάζει σε αυτήν της σχολής του Σικάγο – χωρίς όμως τις υπερβολές της. Δίνει δε μεγαλύτερη σημασία στην πραγματική οικονομία και ειδικά στη βιομηχανία, αφού εκεί δημιουργούνται θέσεις εργασίας – ενώ καθόλου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, έτσι όπως εξελίσσεται κυριαρχώντας σε όλους τους τομείς, θεωρώντας μεγάλη αμαρτία τα ελλείμματα και τα δημόσια χρέη.
Περαιτέρω, η φιλελεύθερη αυτή «πολιτική της τάξης» (Ordoliberalism)έχει βρει μεγάλη απήχηση στη Γερμανία, ιδιαίτερα από τη σημερινή καγκελάριο, επειδή έχει συνδεθεί με την επιτυχημένη οικονομική ανάπτυξη της χώρας – την εποχή που ακολούθησε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ για δεύτερη φορά μετά το 2005 και ειδικά αφού ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση. Προξενεί βέβαια πολύ μεγάλη εντύπωση, λόγω του εξαιρετικά περιορισμένου θεωρητικού πλαισίου της – ενώ προέρχεται από έναν οικονομολόγο που στην εποχή του ήταν κατά πολύ κατώτερος του Keynes, του Schumpeter κοκ.
Ο γρίφος τώρα, η αιτία δηλαδή της παράδοξης επιτυχίας της συγκεκριμένης θεωρίας, προϋποθέτει το να επικεντρωθεί κανείς στις ιδιαιτερότητες της Γερμανίας: εκτός από την πειθαρχία και την εύκολη χειραγώγηση των Πολιτών της (χαρακτηριστικά πολύ επικίνδυνα από πολιτικής πλευράς, όπως έχει τεκμηριωθεί κυρίως από το ναζιστικό τους παρελθόν, καθώς επίσης από το ότι, γενικότερα η ιστορία τους μοιάζει με βαρύ ποινικό μητρώο), στο μέγεθος της χώρας, καθώς επίσης στο άνοιγμα της στις διεθνείς αγορές.
(α) Το μέγεθος της χώρας: Με βάση το μικτό ΑΕΠ της, η Γερμανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία μεταξύ των βιομηχανικών, ανεπτυγμένων χωρών – όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, σε όρους αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ, πηγή ΔΝΤ, Bofinger).
.
Επεξήγηση γραφήματος: Κατάταξη ανεπτυγμένων οικονομιών, με κριτήριο το ΑΕΠ τους σε όρους αγοραστικής δύναμης – Η.Π.Α., Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία κοκ.
(β) Το άνοιγμα της οικονομίας της Γερμανίας: Εν τούτοις, με βάση το άνοιγμα της οικονομίας της, το ποσοστό των εξαγωγών της δηλαδή σε σχέση με το ΑΕΠ, είναι ουσιαστικά μία σχετικά μικρή οικονομία, αφού προηγούνται άλλες, με αρκετά μεγαλύτερο ποσοστό εξαγωγών (γράφημα) – έχοντας φυσικά αρκετά περιθώρια αύξησης τους, όταν το επιδιώκει (πηγή: ΔΝΤ).
.Επεξήγηση γραφήματος: Εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (αριστερή κάθετος) – όπου το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία και η Ουγγαρία κατέχουν τις πρώτες θέσεις, με τελευταίες τις Η.Π.Α.
Συνεχίζοντας, λόγω αυτού του ανοίγματος, η γερμανική οικονομία είναι σε θέση να ακολουθεί μία παθητική μακροοικονομική προσέγγιση – η οποία κερδίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε συνδυασμό με το μέγεθος της, από τη μακροοικονομική πολιτική που ακολουθούν οι άλλες χώρες.
Με απλά λόγια, η γερμανική οικονομία στηρίζεται σήμερα από την πολιτική της πλήρους απασχόλησης που ακολουθούν τα υπόλοιπα κράτη, μεταξύ των οποίων οι Η.Π.Α. και η Βρετανία – όπως είναι η προσπάθεια μείωσης της ανεργίας μέσω της αύξησης των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης (QE) και των μηδενικών επιτοκίων.
Κάτι ανάλογο συνέβη μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου υιοθετήθηκε το σχέδιο Marshall – με αποτέλεσμα να ωφεληθεί κυρίως η Γερμανία, από την ανοικοδόμηση των άλλων ευρωπαϊκών χωρών κοκ.
Επίλογος
Συμπερασματικά, η πολιτική «τύπου Keynes» που έχουν υιοθετήσει τα άλλα κράτη μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, με στόχο να μη βυθιστεί ο πλανήτης σε μία Μεγάλη Ύφεση ανάλογη με τη δεκαετία του 1930, μία πολιτική που στηρίζεται στην αύξηση της ζήτησης, τρέφει κυριολεκτικά τη Γερμανία – επειδή επιμένει στο αντίθετη της, στην πολιτική της προσφοράς, βασιζόμενη σε μία θεωρία που ουσιαστικά εφαρμόσθηκε από το Χίτλερ, ενώ πέτυχε τότε, μόνο επειδή αυξανόταν συνεχώς οι στρατιωτικές δαπάνες και τα έργα υποδομής (άρθρο).
Απλούστερα, τα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα των άλλων χωρών, για να καταπολεμηθεί η κρίση, από αυτά της ευρωπαϊκής περιφέρειας, της Γαλλίας, της Βρετανίας έως τις Η.Π.Α., είναι ουσιαστικά εκείνα που εξασφάλισαν την επιτυχία της Γερμανίας – γεγονός που σημαίνει ότι, η γερμανική μακροοικονομική πολιτική στηρίζεται από εκείνη ακριβώς την πολιτική που οι γερμανοί οικονομολόγοι επικρίνουν.
Με ακόμη πιο απλά λόγια, αφήνει τους άλλους να ξοδεύουν και να χρεώνονται για να διατηρήσουν την ευημερία των Πολιτών τους, ενώ η ίδια δεν το κάνει – εκμεταλλευόμενη τις δικές τους δαπάνες για να τροφοδοτεί τις εξαγωγές της. Λειτουργεί λοιπόν όπως εκείνος ο «τσιγκούνης τοκογλύφος» που ζει από τα έξοδα των άλλων και στη συνέχεια τους δανείζει, για να ξοδεύουν περισσότερα – κερδίζοντας τόσο από αυτά πουλώντας τους προϊόντα, όσο και από τους τόκους ή από την κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων σε εξευτελιστικές τιμές, όταν πια αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια που τους παρέχει.
Εάν λοιπόν οι άλλες χώρες σταματούσαν να εφαρμόζουν τη συγκεκριμένη μέθοδο καταπολέμησης της κρίσης (τύπου Keynes), όπως άλλωστε απαιτεί με την επιβολή της πολιτικής λιτότητας, η οποία όμως ακολουθείται σήμερα μόνο από τα αδύναμα κράτη της Ευρωζώνης, η Γερμανία θα κατέρρεε σε χρόνο μηδέν – ενώ η δική της πολιτική, την οποία έχουμε περιγράψει από μία άλλη οπτική γωνία (ανάλυση), μπορεί να εφαρμοσθεί από ένα μόνο μεγάλο κράτος. Πρέπει βέβαια να είναι ιδιοτελέστατο και αρκετά εγωιστικό, έτσι ώστε να αδιαφορεί εντελώς για τη νομισματική ένωση που συμμετέχει – καθώς επίσης για ολόκληρο τον υπόλοιπο πλανήτη.
Επομένως, να τα θέλει όλα δικά του, γεγονός που το καθιστά αυτόματα μισητό εκ μέρους όλων των άλλων – κάτι που έχει τεκμηριωθεί πολλές φορές από τη γερμανική ιστορία, αφού δεν μπόρεσε ποτέ να δημιουργήσει μία αυτοκρατορία όπως, για παράδειγμα, η Βρετανία,παρά το μέγεθος και τις δυνατότητες της. Αυτός άλλωστε είναι ο βασικός λόγος που κερδίζει μεν όλες τις μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο – οδηγώντας τελικά τους Πολίτες της σε συνεχώς νέα δεινά.
Ολοκληρώνοντας, θεωρείται ουτοπικό για εμάς τους Έλληνες να περιμένουμε πως θα θελήσει η Γερμανία να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την κρίση, συμφωνόντας στη διαγραφή χρέους, η οποία αποτελεί μακράν τη βασικότερη προϋποθεση – αφού θα ήταν ανόητη να σφραγίσει μόνη της την πηγή, από την οποία τροφοδοτείται με νερό. Αυτός είναι επίσης ο λόγος που σαμποτάρει τις ενέργειες των άλλων κρατών να επιλύσουν ριζικά το πρόβλημα – επειδή απλά δεν την συμφέρει, αλλά προφανώς δεν το αποκαλύπτει σε κανέναν.
.
Υστερόγραφο: Κατά την υποκειμενική μας άποψη, η Βρετανία τόλμησε σωστά να εγκαταλείψει το ευρωπαϊκό καράβι (άρθρο), παίρνοντας τεράστια ρίσκα για την οικονομία της, αντί να περιμένει τον αργό, βασανιστικό στραγγαλισμό της από τη Γερμανία – η οποία δεν πρόκειται να διστάσει να το κάνει με τη Γαλλία, με την Ιταλία, καθώς επίσης με όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Μπορεί φυσικά να κάνουμε λάθος, καθώς επίσης να αλλάξει συμπεριφορά η καγκελάριος, βλέποντας τους κινδύνους για τη νομισματική ένωση. Εν τούτοις, αμφιβάλλουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό, γνωρίζοντας πως η χώρα αυτή είναι αχόρταγη, ενώ δεν έχει απολύτως κανέναν ηθικό ενδοιασμό – όπως τουλάχιστον έχει αποδειχθεί από την ιστορία της.
Βιβλιογραφία: Eucken, Bofinger