Η απόφαση μιας οριακής πλειοψηφίας του βρετανικού λαού να αποσχισθεί η χώρα τους από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα έχει τεράστιες συνέπειες, στην ίδια τη χώρα τους, στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο.
Αυτό που συνέβη στη Βρετανία είναι μία ακόμη έκρηξη της πανούκλας του λαϊκισμού που χτύπησε εδώ και χρόνια την Ευρώπη, και τώρα απειλεί και την Αμερική. Το Brexit το αποφάσισε ο βρετανικός
λαός ύστερα από μια εκστρατεία που τη διεξήγαγαν αδίστακτοι δημαγωγοί πολιτικοί, που με εργαλείο τους το ψέμα έπαιξαν με τις φοβίες και τις προκαταλήψεις του πιο ανενημέρωτου και κοινωνικά ευπαθούς μέρους του πληθυσμού.
Στην άνοδο του ελληνικού λαϊκισμού διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο η οικονομική κρίση, και στη δεξιόστροφη εκδοχή του –γιατί έχουμε και αριστερόστροφη, βέβαια– η ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης. Ομως, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος παράγοντας αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία του λαϊκισμού. Τούτο μας το δείχνει ξεκάθαρα η Βρετανία, αφού αφενός είναι μία από τις πλουσιότερες χώρες του πλανήτη, ιδιαίτερα αναπτυσσόμενη τα τελευταία χρόνια, και αφετέρου το Brexit είχε τα υψηλότερα ποσοστά του στις περιοχές με τα μικρότερα ποσοστά μεταναστών. Στο δημοψήφισμα η ρητορική των νικητών εστίασε στα θέματα της ανάκτησης του ελέγχου από τους «γκρίζους γραφειοκράτες των Βρυξελλών» και του πολέμου κατά των «ελίτ», που και τα δύο –όσο κι αν πατούν ή δεν πατούν σε κάποια πραγματικότητα– αποτελούν σταθερή εκδήλωση της συνωμοσιολογικής νοοτροπίας, σταθεράς των αναπανταχού λαϊκιστών. Αυτό μας οδηγεί σε μιαν άλλη διάσταση του βρετανικού δημοψηφίσματος, που για μένα ήταν αποκαλυπτική: όχι τόσο τι είπαν οι λαϊκιστές, αλλά το τι επέτρεψε την άνοδό τους. Υπάρχει μια πασίγνωστη χαλκογραφία του Φρανθίσκο Γκόγια, που δείχνει έναν άνθρωπο γερμένο σε ένα γραφείο να κοιμάται, ενώ από πάνω του φτερουγίζει ένας σμήνος από τερατόμορφες κουκουβάγιες και νυχτερίδες. Η λεζάντα λέει: «Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα». Στη Βρετανία είδαμε ότι τα τέρατα του λαϊκισμού τα γεννά ο ύπνος, ή σωστότερα η απουσία ηγετών με στοιχεία χαρισματικότητας.
Κάθε λαϊκιστής ηγέτης έχει κάποιο στοιχείο χαρισματικότητας, αν όχι από την προσωπικότητά του τότε από τη θέση και τη στιγμή που τον αναδεικνύει. Ομως αυτή του η χαρισματικότητα συχνά ορίζεται διά της αντιθέσεως: ο λαϊκιστής πάντα αντιτίθεται σε έναν ή περισσότερους «γκρίζους» πολιτικούς, πάντα ενσαρκώνει κάποιο στοιχείο του λαοπρόβλητου, απέναντι στο μέλος των «ελίτ», στο ενεργούμενο, που εμφανίζεται ως ασήμαντος και μικρούλης.
Δύο τέτοιοι άνθρωποι, δύο υποτονικοί, άχρωμοι πολιτικοί, έδωσαν την ευκαιρία στους λαϊκιστές να λάμψουν, φέροντας την καταστροφή στη Βρετανία: ο Κάμερον και ο Κόρμπιν. Δεν αναφέρομαι εδώ στις τεράστιες ευθύνες του πρώτου, που οδήγησε τη χώρα στο καταστροφικό δημοψήφισμα για να προστατεύσει τους Συντηρητικούς από την άνοδο του Φάρατζ, όσο στην πλήρη αδυναμία του να υποστηρίξει αποτελεσματικά την παραμονή στην Ε.Ε. στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η ρητορική του ήταν άψυχη, άνευρη, χωρίς πειθώ. Ο τόνος του ήταν συχνά απολογητικός, δειλός και μίζερος. Ο Κόρμπιν, χωρίς να έχει ευθύνες στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ήταν στην καμπάνια ακόμη χειρότερος. Οπως τον κατηγορεί στην πρόταση μομφής το ίδιο το κόμμα του, ήταν από αδιάφορος έως και ανοιχτά αρνητικός.
Κοινό χαρακτηριστικό των λαϊκιστών είναι η δύναμη της πειθούς. Κοινό χαρακτηριστικό όμως όλων των χωρών όπου κυριαρχούν είναι η απουσία ηγετών που να μπορούν να τους αντισταθούν, όχι μόνο με την πολιτική τους, αλλά με τη δημόσια παρουσία τους. Πριν, λοιπόν, αναρωτηθούμε πώς θα πολεμήσουμε ετούτο ή τον άλλο λαϊκιστή, ας αναρωτηθούμε ποιο κενό ουσιαστικής πολιτικής ηγεσίας, με στοιχεία χαρισματικότητας, του επιτρέπει την άνοδο.