Με ποσοστό που έχει υποχωρήσει περίπου στο 5% του ΑΕΠ, η Ελλάδα, μετά τις διαδοχικές περικοπές των τελευταίων χρόνων, βρίσκεται στις κατώτερες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τη δημόσια δαπάνη για την υγεία. Η μείωση της δημόσιας δαπάνης υποκαταστάθηκε σε ένα ποσοστό από την ιδιωτική δαπάνη, καθώς οι πολίτες υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στις ιδιωτικές υπηρεσίες, που αυξήθηκαν από το 2,9% στο 3,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2010-2014.
Αποτέλεσμα της δραματικής μείωσης της δημόσιας δαπάνης για την υγεία από το 6,9% του ΑΕΠ στο 5% είναι η «καταθλιπτική εικόνα» των νοσοκομείων, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ΣΕΒ στην ανάλυση του εβδομαδιαίου δελτίου του. Οι αιτίες ωστόσο αυτής της καταθλιπτικής κατάστασης δεν εξαντλούνται στη μείωση της δαπάνης, καθώς μια προσεκτική ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι το σύστημα χαρακτηρίζεται από ανορθολογική κατανομή των πόρων και τεράστιες ανισορροπίες στην ίδια τη δομή του.
Ενδεικτικές διαπιστώσεις που επιβεβαιώνουν το πρόβλημα είναι μεταξύ άλλων ο μεγάλος αριθμός των γιατρών σε σχέση με το νοσηλευτικό προσωπικό, η εντατική χρήση τομογράφων –που είναι συνήθως εκτός λειτουργίας–, η πρωτιά της χώρας μας στη χρήση αντιβιοτικών, αλλά και στις εγχειρήσεις καισαρικής, το χαμηλό ποσοστό στη χρήση των γενόσημων φαρμάκων κ.ά. Το αποτέλεσμα αυτής της ανισορροπίας είναι το έλλειμμα στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, ακόμη και όταν η σύγκριση γίνει με χώρες όπως η Τσεχία, η Σλοβενία, η Εσθονία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία ή η Ουγγαρία, στις οποίες οι δαπάνες για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι συγκρίσιμες με αυτές που δαπανά η χώρα μας και φυσικά ένα σύστημα δαπανηρό σε όρους κόστους ωφέλειας.
Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ, η δημόσια δαπάνη για την υγεία υποχώρησε από 1.439,8 ευρώ που ήταν η δαπάνη ανά κάτοικο το 2009, κάτω από τα 1.000 ευρώ ανά κάτοικο το 2013. Τη σημαντική μείωση της δημόσιας δαπάνης για την υγεία καταγράφει και η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της χώρας μας, παρά τις αυξημένες ανάγκες περίθαλψης, που διαπιστώνονται λόγω του γερασμένου πληθυσμού της. Παρά τη σημαντική αυτή μείωση, η συνολική δαπάνη για την υγεία (δημόσια και ιδιωτική) υποχώρησε από το 9,8% του ΑΕΠ το 2009 στο 8,3% το 2014. Ειδικοί στον κλάδο της υγείας διαπιστώνουν πάντως ότι η αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης δεν έγινε με οργανωμένο τρόπο, δηλαδή μέσα από ένα ιδιωτικό ασφαλιστικό πρόγραμμα, αλλά με απευθείας πληρωμές που κάνουν τα νοικοκυριά.
Η αναποτελεσματικότητα έστω και των λιγοστών πόρων προκύπτει μέσα από επιλεγμένους δείκτες για το σύστημα υγείας στη χώρα μας, με βάση τους οποίους η Ελλάδα διαθέτει πολλούς γιατρούς και λίγες νοσοκόμες, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα συχνά οι γιατροί να καλύπτουν την εργασία που σε άλλες χώρες κάνει το νοσηλευτικό προσωπικό. Επιπλέον στα δημόσια νοσοκομεία –και όχι μόνο– γίνεται εντατική χρήση των μαγνητικών τομογράφων και οι πολίτες υποβάλλονται σε μεγάλο αριθμό ακτινογραφιών, με επιπτώσεις όχι μόνο στο κόστος, αλλά και στην υγεία των πολιτών, ενώ ο αριθμός των καισαρικών ανά 1.000 γεννήσεις είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε.
Ανορθολογική είναι επίσης η τιμολόγηση των φαρμάκων που επικεντρώθηκε στη μείωση των τιμών κυρίως για τα γενόσημα. Η ενθάρρυνση με αυτό τον τρόπο της κατανάλωσης ακριβών εισαγόμενων φαρμάκων όχι μόνο κατατάσσει τη χώρα μας σε χαμηλή θέση σε σχέση με άλλες χώρες σε ό,τι αφορά τη χρήση τους, αλλά οδηγεί και σε στρεβλώσεις στην αγορά.
Αποτέλεσμα της δραματικής μείωσης της δημόσιας δαπάνης για την υγεία από το 6,9% του ΑΕΠ στο 5% είναι η «καταθλιπτική εικόνα» των νοσοκομείων, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ΣΕΒ στην ανάλυση του εβδομαδιαίου δελτίου του. Οι αιτίες ωστόσο αυτής της καταθλιπτικής κατάστασης δεν εξαντλούνται στη μείωση της δαπάνης, καθώς μια προσεκτική ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι το σύστημα χαρακτηρίζεται από ανορθολογική κατανομή των πόρων και τεράστιες ανισορροπίες στην ίδια τη δομή του.
Ενδεικτικές διαπιστώσεις που επιβεβαιώνουν το πρόβλημα είναι μεταξύ άλλων ο μεγάλος αριθμός των γιατρών σε σχέση με το νοσηλευτικό προσωπικό, η εντατική χρήση τομογράφων –που είναι συνήθως εκτός λειτουργίας–, η πρωτιά της χώρας μας στη χρήση αντιβιοτικών, αλλά και στις εγχειρήσεις καισαρικής, το χαμηλό ποσοστό στη χρήση των γενόσημων φαρμάκων κ.ά. Το αποτέλεσμα αυτής της ανισορροπίας είναι το έλλειμμα στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, ακόμη και όταν η σύγκριση γίνει με χώρες όπως η Τσεχία, η Σλοβενία, η Εσθονία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία ή η Ουγγαρία, στις οποίες οι δαπάνες για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι συγκρίσιμες με αυτές που δαπανά η χώρα μας και φυσικά ένα σύστημα δαπανηρό σε όρους κόστους ωφέλειας.
Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ, η δημόσια δαπάνη για την υγεία υποχώρησε από 1.439,8 ευρώ που ήταν η δαπάνη ανά κάτοικο το 2009, κάτω από τα 1.000 ευρώ ανά κάτοικο το 2013. Τη σημαντική μείωση της δημόσιας δαπάνης για την υγεία καταγράφει και η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της χώρας μας, παρά τις αυξημένες ανάγκες περίθαλψης, που διαπιστώνονται λόγω του γερασμένου πληθυσμού της. Παρά τη σημαντική αυτή μείωση, η συνολική δαπάνη για την υγεία (δημόσια και ιδιωτική) υποχώρησε από το 9,8% του ΑΕΠ το 2009 στο 8,3% το 2014. Ειδικοί στον κλάδο της υγείας διαπιστώνουν πάντως ότι η αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης δεν έγινε με οργανωμένο τρόπο, δηλαδή μέσα από ένα ιδιωτικό ασφαλιστικό πρόγραμμα, αλλά με απευθείας πληρωμές που κάνουν τα νοικοκυριά.
Η αναποτελεσματικότητα έστω και των λιγοστών πόρων προκύπτει μέσα από επιλεγμένους δείκτες για το σύστημα υγείας στη χώρα μας, με βάση τους οποίους η Ελλάδα διαθέτει πολλούς γιατρούς και λίγες νοσοκόμες, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα συχνά οι γιατροί να καλύπτουν την εργασία που σε άλλες χώρες κάνει το νοσηλευτικό προσωπικό. Επιπλέον στα δημόσια νοσοκομεία –και όχι μόνο– γίνεται εντατική χρήση των μαγνητικών τομογράφων και οι πολίτες υποβάλλονται σε μεγάλο αριθμό ακτινογραφιών, με επιπτώσεις όχι μόνο στο κόστος, αλλά και στην υγεία των πολιτών, ενώ ο αριθμός των καισαρικών ανά 1.000 γεννήσεις είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε.
Ανορθολογική είναι επίσης η τιμολόγηση των φαρμάκων που επικεντρώθηκε στη μείωση των τιμών κυρίως για τα γενόσημα. Η ενθάρρυνση με αυτό τον τρόπο της κατανάλωσης ακριβών εισαγόμενων φαρμάκων όχι μόνο κατατάσσει τη χώρα μας σε χαμηλή θέση σε σχέση με άλλες χώρες σε ό,τι αφορά τη χρήση τους, αλλά οδηγεί και σε στρεβλώσεις στην αγορά.