Μόλις 25 εκατ. ευρώ ετησίως αναμένεται να είναι το όφελος του Δημοσίου από την κατακόρυφη αύξηση της φορολόγησης των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (ΑΕΕΑΠ), τη στιγμή που διακινδυνεύονται πολλαπλάσια κεφάλαια για την ελληνική αγορά ακινήτων και οικονομία συνολικά. Σε επιστολή που απέστειλε η Ελληνική Ενωση Τραπεζών, προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κ. Γ. Δραγασάκη και τους υπουργούς κ. Ευκλ. Τσακαλώτο και Γ. Σταθάκη, προειδοποιεί ότι η αυξημένη φορολόγηση των ΑΕΕΑΠ θα οδηγήσει σε ουσιαστική απαξίωση τον θεσμό, θα μειώσει δραστικά την αξία των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων και θα αποθαρρύνει πιθανούς νέους θεσμικούς επενδυτές, ενώ παράλληλα θα κλονίσει την αξιοπιστία της ελληνικής αγοράς ακινήτων, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Οπως αναφέρει στην επιστολή, ο γενικός γραμματέας της ΕΕΤ, κ. Χρ. Γκόρτσος, οι εταιρείες του κλάδου έχουν γίνει αποδέκτες κεφαλαίων της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ από διεθνούς φήμης θεσμικούς επενδυτές κατά τη διάρκεια της κρίσης, «ποσό υπερπολλαπλάσιο οποιασδήποτε άλλης μορφής επένδυσης στην αγορά ακινήτων, καθώς θεωρούνται από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα ως ο προτιμώμενος τρόπος επένδυσης στην ελληνική αγορά ακινήτων». Με την αύξηση της φορολογίας όμως, αναμένεται να αφαιρεθούν ταμειακά διαθέσιμα από τους ισολογισμούς των εταιρειών, μέσω επιστροφής κεφαλαίου όλων των χρημάτων που βρίσκονται προς επένδυση. Αυτό θα συμβεί επειδή αυξήθηκε από 0,105% σε 0,75% ο φορολογικός συντελεστής ενεργητικού, όπου περιλαμβάνονται και τα ταμειακά διαθέσιμα.
Ενδεικτικό της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί είναι και ότι το μεγαλύτερο πλήγμα για τον κλάδο προβλέπεται να υποστούν οι δύο μεγαλύτερες ΑΕΕΑΠ, οι οποίες επένδυαν κατά κόρον στην αγορά ακινήτων τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, αυτό θα συμβεί επειδή οι εν λόγω εταιρείες έχουν και τη μεγαλύτερη διασπορά χαρτοφυλακίου, δηλαδή έχουν περισσότερους μισθωτές, κάτι που σημαίνει ότι έχουν και τις περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν με κενά ακίνητα, σε περίπτωση αποχώρησης κάποιων εκ των ενοικιαστών τους. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η φορολογική επιβάρυνση των εταιρειών θα κλιμακωθεί σε μη ανταγωνιστικά επίπεδα, ακόμα και σε σχέση με μια Ανώνυμη Εταιρεία, δεδομένου ότι οι ΑΕΕΑΠ θα κληθούν να φορολογηθούν και επί των κενών ακινήτων τους, δηλαδή και επί εκείνων που δεν παράγουν εισόδημα, ενώ παράλληλα θα πληρώσουν και τον αυξημένο συμπληρωματικό φόρο ΕΝΦΙΑ 0,55% (από 0,25%).
Στον αντίποδα, οι μικρότερες εταιρείες που έχουν λιγότερους μισθωτές και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, την ίδια τη μητρική τους, αντιμετωπίζουν σαφώς μικρότερο κίνδυνο. Για παράδειγμα, η Trastor ΑΕΕΑΠ διαθέτει ένα χαρτοφυλάκιο ακινήτων, το οποίο σε μεγάλο ποσοστό μισθώνεται από την ίδια την Τράπεζα Πειραιώς, ή ελεγχόμενες από εκείνη εταιρείες, κάτι που σημαίνει ότι οι πιθανότητες αποχώρησης κάποιου ενοικιαστή περιορίζονται δραματικά.
Αντίστοιχα και η νέα εταιρεία Briq Properties ΑΕΕΑΠ, την οποία ίδρυσε ο όμιλος της Infoquest και έχει στη διάθεσή της δύο χρόνια (έως τον Ιούνιο του 2018) έως ότου εισάγει τις μετοχές της στο ΧΑΑ, διαθέτει ακίνητα που μισθώνει ο ίδιος όμιλος. Σε ανάλογο μοτίβο αναμένεται να κινηθεί και ο όμιλος της ΒΙΟΧΑΛΚΟ, που σχεδιάζει να συστήσει τη δική του ΑΕΕΑΠ προς το τέλος του 2016, ή τις αρχές του 2017. Ο όμιλος διαθέτει σημαντική ακίνητη περιουσία (π.χ. κτίρια γραφείων, εμπορικά κέντρα River West και Mare West), τα οποία είναι λογικό ότι θα αποτελέσουν τη «μαγιά» για τη νέα ΑΕΕΑΠ.
Οπως αναφέρει στην επιστολή, ο γενικός γραμματέας της ΕΕΤ, κ. Χρ. Γκόρτσος, οι εταιρείες του κλάδου έχουν γίνει αποδέκτες κεφαλαίων της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ από διεθνούς φήμης θεσμικούς επενδυτές κατά τη διάρκεια της κρίσης, «ποσό υπερπολλαπλάσιο οποιασδήποτε άλλης μορφής επένδυσης στην αγορά ακινήτων, καθώς θεωρούνται από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα ως ο προτιμώμενος τρόπος επένδυσης στην ελληνική αγορά ακινήτων». Με την αύξηση της φορολογίας όμως, αναμένεται να αφαιρεθούν ταμειακά διαθέσιμα από τους ισολογισμούς των εταιρειών, μέσω επιστροφής κεφαλαίου όλων των χρημάτων που βρίσκονται προς επένδυση. Αυτό θα συμβεί επειδή αυξήθηκε από 0,105% σε 0,75% ο φορολογικός συντελεστής ενεργητικού, όπου περιλαμβάνονται και τα ταμειακά διαθέσιμα.
Ενδεικτικό της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί είναι και ότι το μεγαλύτερο πλήγμα για τον κλάδο προβλέπεται να υποστούν οι δύο μεγαλύτερες ΑΕΕΑΠ, οι οποίες επένδυαν κατά κόρον στην αγορά ακινήτων τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, αυτό θα συμβεί επειδή οι εν λόγω εταιρείες έχουν και τη μεγαλύτερη διασπορά χαρτοφυλακίου, δηλαδή έχουν περισσότερους μισθωτές, κάτι που σημαίνει ότι έχουν και τις περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν με κενά ακίνητα, σε περίπτωση αποχώρησης κάποιων εκ των ενοικιαστών τους. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η φορολογική επιβάρυνση των εταιρειών θα κλιμακωθεί σε μη ανταγωνιστικά επίπεδα, ακόμα και σε σχέση με μια Ανώνυμη Εταιρεία, δεδομένου ότι οι ΑΕΕΑΠ θα κληθούν να φορολογηθούν και επί των κενών ακινήτων τους, δηλαδή και επί εκείνων που δεν παράγουν εισόδημα, ενώ παράλληλα θα πληρώσουν και τον αυξημένο συμπληρωματικό φόρο ΕΝΦΙΑ 0,55% (από 0,25%).
Στον αντίποδα, οι μικρότερες εταιρείες που έχουν λιγότερους μισθωτές και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, την ίδια τη μητρική τους, αντιμετωπίζουν σαφώς μικρότερο κίνδυνο. Για παράδειγμα, η Trastor ΑΕΕΑΠ διαθέτει ένα χαρτοφυλάκιο ακινήτων, το οποίο σε μεγάλο ποσοστό μισθώνεται από την ίδια την Τράπεζα Πειραιώς, ή ελεγχόμενες από εκείνη εταιρείες, κάτι που σημαίνει ότι οι πιθανότητες αποχώρησης κάποιου ενοικιαστή περιορίζονται δραματικά.
Αντίστοιχα και η νέα εταιρεία Briq Properties ΑΕΕΑΠ, την οποία ίδρυσε ο όμιλος της Infoquest και έχει στη διάθεσή της δύο χρόνια (έως τον Ιούνιο του 2018) έως ότου εισάγει τις μετοχές της στο ΧΑΑ, διαθέτει ακίνητα που μισθώνει ο ίδιος όμιλος. Σε ανάλογο μοτίβο αναμένεται να κινηθεί και ο όμιλος της ΒΙΟΧΑΛΚΟ, που σχεδιάζει να συστήσει τη δική του ΑΕΕΑΠ προς το τέλος του 2016, ή τις αρχές του 2017. Ο όμιλος διαθέτει σημαντική ακίνητη περιουσία (π.χ. κτίρια γραφείων, εμπορικά κέντρα River West και Mare West), τα οποία είναι λογικό ότι θα αποτελέσουν τη «μαγιά» για τη νέα ΑΕΕΑΠ.