Για τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Nils Wahl για το τι να απαντήσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ΣτΕ αναφορικά με την υπόθεση “ΑΓΕΤΗρακλής κατά υπ.Εργασίας” ενημέρωσε το ΔΑΑ.
Ειδικότερα, προτείνει στο ΔΕΕ να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα του ΣτΕ:
“Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 16 του Χάρτη των
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαγορεύει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 3, του νόμου 1387/1983, Έλεγχος των ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις, της 18ης Αυγούστου 1983, όπως έχει τροποποιηθεί (ΦΕΚ Αʹ, 110/18 19.8.1983), η οποία, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις, και η οποία εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, από την κατάσταση της επιχειρήσεως και από το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα”.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
Η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ ανήκει στον γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικό όμιλο Lafarge και δραστηριοποιείται στην παραγωγή, διανομή και εμπορία τσιμέντου διαθέτοντας τρία εργοστάσια στην Ελλάδα (Αγριά Βόλου, Αλιβέρι και Χαλκίδα).
Από το 2011, η εταιρία γνωστοποίησε στους εργαζομένους πρόθεση αναπροσαρμογής του προγράμματος εργασίας λόγω μειωμένης ζήτηση του παραγόμενου τσιμέντου. Τον Μάρτιο του 2013 το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας ενέκρινε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής τσιμέντου. Στο πρόγραμμα αυτό περιλαμβανόταν η οριστική διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας που απασχολούσε 236 εργαζομένους. Η ΑΓΕΤ Ηρακλής κάλεσε την Ένωση Εργαζομένων Τσιμέντων Χαλκίδας σε συναντήσεις με σκοπό την πληροφόρηση και τη διαβούλευση σχετικά με το πρόγραμμα, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μειώσεως των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Δεδομένου ότι η Ένωση Εργαζομένων δεν παρέστη στις συναντήσεις αυτές, η εταιρεία ζήτησε εγγράφως έγκριση από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να θέσει σε ισχύ το πρόγραμμα και να εγκριθεί το σχέδιο ομαδικών απολύσεων βάσει του ν. 1387/1983. Το αίτημα απορρίφθηκε λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας και αόριστων επιχειρημάτων.
Κατά την οδηγία 98/59 για τις ομαδικές απολύσεις, όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας. Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων.
Η εταιρεία προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Υπουργού. Στη συνέχεια, το ΣτΕ υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας, αφενός, με την οδηγία 98/59/ΕΚ και, αφετέρου, με τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ).
Στις σημερινές του προτάσεις ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι εναρμονίζοντας τους κανόνες που ισχύουν επί ομαδικών απολύσεων, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, συγχρόνως, να διασφαλίσει ανάλογη προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων στα διάφορα κράτη μέλη και να φέρει εγγύτερα τις επιβαρύνσεις που συνεπάγονται αυτοί οι κανόνες προστασίας για τις επιχειρήσεις της Ένωσης.
Προτείνει στο ΔΕΕ να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα του ΣτΕ:
“Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαγορεύει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 3, του νόμου 1387/1983, Έλεγχος των ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις, της 18ης Αυγούστου 1983, όπως έχει τροποποιηθεί (ΦΕΚ Αʹ, 110/18 19.8.1983), η οποία, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις, και η οποία εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, από την κατάσταση της επιχειρήσεως και από το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα”.