Αν και η ΕΕ και η Ρωσία ταλαντεύονται μεταξύ της πολιτικής συνεργασίας και της αντιπαράθεσης τα τελευταία 25 χρόνια, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο κορυφαίων δυνάμεων της Ευρώπης, έχουν παραμείνει ρεαλιστικές και σχεδόν
Παρά την συνεχιζόμενη πολιτική ένταση και τις αμοιβαίες οικονομικές κυρώσεις, η ΕΕ και η Ρωσία μπορούν να περιμένουν ότι θα παραμείνουν εμπορικοί συνεργάτες στα επόμενα χρόνια εξαιτίας της γεωγραφικής τους εγγύτητας και της συμπληρωματικής φύσης των αγορών εξαγωγών και εισαγωγών τους: το εμπόριο ΕΕ-Ρωσίας σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες (που αντιστοιχούν στο 85%-90% όλων των εισαγωγών της ΕΕ από την Ρωσία) και στα ευρωπαϊκά οχήματα και τον εξοπλισμό (που αντιστοιχεί σε περισσότερο από 65% όλων των ρωσικών εισαγωγών από την ΕΕ).
Η ευρωπαϊκή ζήτηση για φυσικό αέριο, το οποίο κινείται ανοδικά από το 2010, είχε επιστρέψει στα επίπεδα του 1995 από το 2014. Παρά την πρόσφατη αύξηση στην κατανάλωση εξαιτίας ενός ιδιαίτερα ψυχρού 2015, η ζήτηση στην ΕΕ μειώνεται βραδύτερα από ό,τι η ευρωπαϊκή παραγωγή φυσικού αερίου, επομένως η ΕΕ μπορεί να αναμένει ότι θα συνεχίσει να εισάγει ρωσικό αέριο βραχυπρόθεσμα. Η Ρωσία αντιπροσωπεύει το 30%-40% όλων των εισαγωγών αερίου της ΕΕ, και ο όγκος του ρωσικού αερίου που εισάγεται στην ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 17% από το 2005.
Το ρωσικό πετρέλαιο θα συνεχίσει επίσης να διαμορφώνει ο ευρω-ρωσικό εμπόριο στα επόμενα χρόνια. Ακόμη κι αν η ευρωπαϊκή ζήτηση έχει υποχωρήσει 17% από το 2005 και η ΕΕ αναμένει ότι θα συνεχίσει να μειώνεται 0,5% ετησίως στα επόμενα πέντε χρόνια, η ΕΕ ακόμη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εισαγόμενο πετρέλαιο: το 2013, οι χώρες της ΕΕ εισήγαγαν το 83% του πετρελαίου που κατανάλωσαν.
Η Ρωσία παραμένει ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου στην χώρα, και αντιστοιχεί στο 29% του συνόλου των εισαγωγών της ΕΕ. Η εξάρτηση της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή κατανάλωση είναι ακόμη ισχυρότερη: η Ρωσία πουλάει το 75% του πετρελαίου της στα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Με τη ρωσική πετρελαϊκή παραγωγή να αναμένεται να υποχωρήσει κατά το ήμισυ μέχρι το 2035, η ΕΕ και η Ρωσία πρέπει να προετοιμαστούν για μια σταδιακή συρρίκνωση της αγοράς. Η Ρωσία πρέπει να βρει άλλα αγαθά να εξάγει στην ΕΕ προκειμένου να αντικαταστήσει την μείωση των πετρελαϊκών παραδόσεων, και τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια πρέπει να προετοιμαστούν για την μετάβαση από το πετρέλαιο των Ουραλίων, σε άλλους τύπους πετρελαίου.
Αν και η ΕΕ είναι ξεκάθαρα εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια, η Ρωσία δεν είναι λιγότερο εξαρτημένη από μια ευρεία σειρά ευρωπαϊκών αγαθών και επενδύσεων. Η Ρωσία δαπανά περισσότερα από 50 δισ. ευρώ για την εισαγωγή εξοπλισμών από την ΕΕ κάθε χρόνο. Εξοπλισμός μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, και επεξεργασίας δεδομένων, αντιστοιχεί στο ήμισυ περίπου του συνόλου των εν λόγω εισαγωγών. Ο εξοπλισμός για τρένα υψηλής ταχύτητας και εμπορικά αεροπλάνα, επίσης αποτελεί ένα σημαντικό μέρος των εξαγωγών της ΕΕ προς την Ρωσία.
Για πολλά χρόνια, οι ευρωπαϊκές επενδύσεις αντιστοιχούν σε περισσότερο από 80% όλων των ξένων επενδύσεων στη Ρωσία. Οι Γερμανοί μόνο, ελέγχουν περισσότερα από 25 δισ. ευρώ σε μετοχές ρωσικών επιχειρήσεων.
Οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν επίσης βοηθήσει ώστε να έρθουν κεφάλαια στην Ρωσία: οι ρωσικές εταιρείες έχουν αντλήσει περισσότερα από 180 δισ. δολάρια μέσω πωλήσεων ομολόγων στις ευρωπαϊκές αγορές, που αντιστοιχεί σε περισσότερο από 35% του ρωσικού εξωτερικού χρέους.
Το χρήμα ρέει και προς την άλλη κατεύθυνση επίσης: από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι Ρώσοι επιχειρηματίες και αξιωματούχοι έχουν μετακινήσει περίπου 1 τρισ. δολάρια έξω από την Ρωσία. Γενικώς το έχουν κάνει νόμιμα, και οι τελευταία, παράνομα. Η μερίδα του λέοντος των χρημάτων αυτών έχει καταλήξει σε ελβετικές τράπεζες, αλλά οι γερμανικές, αυστριακές και κυπριακές τράπεζες, έχουν επίσης σημαντικά ρωσικά ποσά.
Ο ρωσικός Τύπος εκτιμά ότι οι Ρώσοι πολίτες έχουν αγοράσει τουλάχιστον 500.000 κατοικίες και διαμερίσματα στην Ευρώπη (κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη). Αν και αυτός ο αριθμός μπορεί να είναι υπερβολικός, οι Ρώσοι είναι ξεκάθαρα μεγάλοι παίκτες στην ευρωπαϊκή αγορά real estate.
Αν και η ρητορική σχετικά με τις κυρώσεις έχει γίνει ανταγωνιστική στη Μόσχα και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και η ρωσική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις κυρώσεις ως μια δικαιολογία για την οικονομική ύφεση της χώρας, οι πραγματικές επιδράσεις των κυρώσεων ήταν σχετικά μικρές. Για παράδειγμα, η μείωση των τιμών του πετρελαίου έχει αναστείλει την ανάπτυξη ακριβώς πετρελαϊκών projects, έτσι και οι τεχνολογίες έρευνας που η Ρωσία δεν μπορεί πλέον να εισάγει εξαιτίας των ευρωπαϊκών κυρώσεων, έχουν γίνει περιττές.
Η Ρωσία ανταποκρίθηκε στις ευρωπαϊκές κυρώσεις απαγορεύοντας την εισαγωγή σειράς αγροτικών προϊόντων. αυτό το μέτρο θεωρήθηκε ότι προάγει την υποκατάσταση εισαγωγών και τιμωρεί τους Ευρωπαίους, αλλά στην πραγματικότητα προκάλεσε προσωρινές ελλείψεις, μια σημαντική μείωση στην ποιότητα των τροφίμων και μια άνοδο στις τιμές.
Ανίκανη να αντικαταστήσει τα αγαθά στα οποία είχαν επιβληθεί κυρώσεις, η Ρωσία αγοράζει τώρα πολλά προϊόντα τροφίμων από νέους προμηθευτές. Αρκετές χώρες, καθώς και άτυπες ενώσεις εντός της Ρωσίας, βγάζουν λεφτά από το λαθρεμπόριο αγαθών στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις, στη Ρωσία. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να εκτυπώσουν και να τοποθετήσουν νέες ετικέτες στα ευρωπαϊκά αγαθά.
Αν και οι κυρώσεις είχαν κάποια επίδραση στην ρωσική οικονομία, θα μπορούσαν να ήταν πολύ-πολύ χειρότερα. Το γεγονός πως η ουκρανική κρίση και η προπαγάνδα κατά της ΕΕ που έρχεται από τη Ρωσία δεν έχει προκαλέσει μεγάλες αλλαγές στις εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη, υποδηλώνει ότι οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θέλουν να διατηρήσουν τις πολιτικές σχέσεις χωριστά από τις οικονομικές.
Και πάλι, στα επόμενα χρόνια, η Ρωσία θα εισάγει όλο και λιγότερα αγαθά, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής στασιμότητας της χώρας. Λόγω της απότομης πτώσης στη ροή ξένου νομίσματος, η Ρωσία σταδιακά θα αντικαταστήσει τα υψηλότερης ποιότητας, ακριβά ευρωπαϊκά αγαθά, με φθηνότερα, χαμηλότερης ποιότητας αγαθά από την Κίνα και αλλού. Με τον καιρό, ορισμένες ρωσικές περιοχές θα επανέλθουν στην παραγωγή συγκεκριμενου εξοπλισμού, όπως έκαναν και στη σοβιετική εποχή -ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας για παράδειγμα, μπορεί να αναβιώσει σε κάποιο βαθμό.
Αυτές οι διαδικασίες θα συνεχιστούν ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις, ανεξάρτητα από το εάν η Ουκρανία θα ενταχθεί στην ΕΕ ή θα στραφεί προς την Ρωσία. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας πιθανότατα θα παραμείνουν σταθερές για πολλά χρόνια, αν και ο συνολικός όγκος του διμερους εμπορίου θα συρρικνωθεί σταδιακά. Η ΕΕ θα εξαρτάται λιγότερο από τη Ρωσία για την ενεργειακή ασφάλεια, ενώ η Ρωσία θα εξαρτάται λιγότερο από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, την βιομηχανία και τις υποδομές.