ΙΑΝ ΛΕΣΕΡ
Αν το βρετανικό εκλογικό Σώμα αποτελείτο από ειδικούς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, οι ψηφοφόροι στις 23 Ιουνίου σίγουρα θα επέλεγαν την παραμονή στην Ε.Ε. Η ταραχώδης εξίσωση της διεθνούς γεωπολιτικής δεν χρειάζεται μία ακόμα αβέβαιη μεταβλητή. Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων, ωστόσο, θα ψηφίσουν είτε με γνώμονα την
τσέπη τους –προτιμώντας την παραμονή– είτε με γνώμονα τη μετανάστευση, την ταυτότητα και την εθνική κυριαρχία (οι θιασώτες της εξόδου).
Ωστόσο, παρότι η γεωπολιτική δεν θα παίξει σημαντικό ρόλο στην επιλογή των ψηφοφόρων, το δημοψήφισμα ενδέχεται να έχει σημαντικές γεωπολιτικές συνέπειες και στις δύο όχθες του Ατλαντικού.
Κατ’ αρχάς, η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα αποτελέσει έναν ακόμα παράγοντα κρίσης και αβεβαιότητας σε μία Ευρώπη που ήδη βρίσκεται υπό πίεση. Η ηγεσία και οι θεσμοί τής Ε.Ε. βρίσκονται ήδη κοντά στα όρια της αντοχής τους λόγω ενός ασυνήθιστου συνδυασμού εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων. Το Brexit θα ήταν ένα βήμα προς το άγνωστο. Η διαχείριση και μόνο της διαδικασίας θα είναι τρομακτικά απαιτητική και θα πάρει χρόνια. Πέραν της διαδικασίας, οι εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις που αποτελούν την κινητήριο δύναμη της εκστρατείας για το Brexit έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους ευρέως στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ. Η ψήφος υπέρ της εξόδου της Βρετανίας θα ενίσχυε περαιτέρω τις δυνάμεις αυτές, ενθαρρύνοντας την επανεθνικοποίηση πολιτικών, την εποχή που χρειάζεται μία πιο συνεκτική, πολυεθνική προσέγγιση ώστε να αντιμετωπιστούν σύνθετα θέματα όπως οι προσφυγικές ροές και η τρομοκρατία.
Δεύτερον, η Ε.Ε. χωρίς τη Βρετανία –τη χώρα με το μεγαλύτερο προϋπολογισμό άμυνας στην Ε.Ε. και με τη βούληση για τη χρήση στρατιωτικής βίας– θα είναι ένας πιο αδύναμος παίκτης στη διεθνή σκηνή. Αυτό μάλιστα θα συμβεί την περίοδο ακριβώς που οι Βρυξέλλες επιχειρούν να προβάλουν μία νέα παγκόσμια στρατηγική. Οι συνέπειες αυτής της αποδυνάμωσης θα γίνονταν αισθητές σε μία σειρά από μέτωπα, μεταξύ των οποίων η Κύπρος και το Αιγαίο. Το κύρος του ΝΑΤΟ ενδεχομένως να αναβαθμιστεί, όπως έχει ήδη συμβεί εξαιτίας της πίεσης από τη Ρωσία και της ανασφάλειας στη Μεσόγειο.
Τρίτον –και βασικότερο– το Brexit θα αποτελούσε σοβαρή απειλή γι’ αυτό καθεαυτό το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Μάλλον δεν θα σήμαινε το τέλος της Ε.Ε. Ισως να οδηγούσε και σε μία πιο συνεκτική ένωση μεταξύ των χωρών που θα παρέμεναν εντός. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι θα άνοιγε τον δρόμο για μια κατακερματισμένη Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, με το εκάστοτε κράτος-μέλος να αναζητεί τη δική του επιμέρους συμφωνία με τις Βρυξέλλες – μία Ευρώπη a la carte. Ενδεχομένως, επίσης το Brexit να έδινε νέα ώθηση στην ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας και να ενδυνάμωνε κινήματα ανεξαρτησίας ή αυτονομίας σε άλλες περιοχές.
Σε μία Ε.Ε. όπου η ιδέα της αλληλεγγύης έχει ήδη υποστεί βαθιά διάβρωση, μία πιο χαλαρή ένωση θα ήταν ανησυχητική εξέλιξη για τα οικονομικά και πολιτικά πιο αδύναμα κράτη-μέλη στον Νότο και στα ανατολικά.
Θα ήταν επίσης άσχημη είδηση για την Ουάσιγκτον. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα έβλεπε την επιρροή του στην Ευρώπη να μειώνεται, ενώ, χωρίς τους Βρετανούς, η Ε.Ε. θα ήταν ένας πιο αδύναμος διατλαντικός εταίρος. Το Brexit θα υπονόμευε θεμελιώδεις παραδοχές σχετικά με τη συνοχή της Ευρώπης που θεωρούνται θέσφατα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και πολλά χρόνια. Σημειώνεται, τέλος, σχετικά με τις αμερικανοβρετανικές σχέσεις, ότι πολλές από τις λαϊκιστικές δυνάμεις που στηρίζουν την έξοδο από την Ε.Ε. είναι επίσης αντιαμερικανικές.
* Ο κ. Ian Leser είναι εκτελεστικός διευθυντής του Transatlantic Centre, επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής στο German Marshall Fund.