Οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες είναι γενικά ασφαλείς για την υγεία και για το περιβάλλον, αλλά τα προϊόντα τους πρέπει να ελέγχονται προτού κυκλοφορήσουν στο εμπόριο, σύμφωνα με μια νέα έκθεση 20 Αμερικανών επιστημόνων από τις τρεις επιστημονικές Ακαδημίες των ΗΠΑ (Επιστημών, Μηχανικής και Ιατρικής).
Η μελέτη εκτιμά ότι οι μεταλλαγμένες καλλιέργειες δεν αποτελούν ούτε «Φρανκεστάιν», ούτε
και «πανάκεια», αλλά απλώς άλλο ένα είδος αγροτικής καλλιέργειας. Είναι ένα συμπέρασμα που οι Αμερικανοί επιστήμονες είχαν δημοσιοποιήσει και στο παρελθόν, αν και αυτή τη φορά το κάνουν με πιο ολοκληρωμένο τρόπο.
Όπως αναφέρουν, «η επιστημονική επιτροπή συμπέρανε ότι δεν έχουν βρεθεί διαφορές, που υποδεικνύουν υψηλότερο κίνδυνο για την ασφάλεια της ανθρώπινης υγείας, ανάμεσα στα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και στα μη τροποποιημένα». Επίσης επισημαίνουν πως «υπάρχουν λογικές ενδείξεις ότι δεν υπέστησαν κάποια βλάβη τα ζώα που έφαγαν τροφές από γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες».
Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο η νέα 388σελιδη έκθεση θα καθησυχάσει πιο ουσιαστικά τους φόβους πολλών ανθρώπων, ειδικών και μη, σε όλο τον κόσμο, ιδίως στην Ευρώπη, ότι τα μεταλλαγμένα μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο ή άλλες παθήσεις – κάτι το οποίο πάντως δεν έχει αποδειχθεί. Η επιτροπή αναφέρει ότι δεν έχουν βρεθεί, από επιδημιολογικές έρευνες, στοιχεία που να δείχνουν ότι τα τροποποιημένα τρόφιμα αυξάνουν τον κίνδυνο για διαβήτη, νεφροπάθεια, παχυσαρκία, αυτισμό, αλλεργίες κ.ά.
Η έκθεση, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης και το «Science», αναγνωρίζει ότι οποιοδήποτε είδος τροφής «μπορεί να έχει κάποια αδιόρατα ευεργετική ή επιζήμια επίδραση στην υγεία, που δεν μπορεί να ανιχνευθεί ακόμη και με την πιο προσεκτική εξέταση». Αναφέρει επίσης ότι υπάρχει «επείγουσα ανάγκη» για μια δημόσια μέθοδο που θα ελέγχει τα μελλοντικά γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, για να διασφαλίζει ότι είναι ασφαλή, προτού κυκλοφορήσουν στο εμπόριο.
Από την άλλη, η μελέτη επισημαίνει ότι οι μεταλλαγμένες καλλιέργειες δεν έχουν αυξήσει τις αποδόσεις των γεωργικών καλλιεργειών στις ΗΠΑ (καλαμποκιού, σόγιας, βαμβακιού). Αυτό ενισχύει τους επικριτές από τον χώρο των βιολογικών καλλιεργειών, οι οποίοι ανέκαθεν υποστήριζαν πως αποτελεί υπερβολή ότι οι καλλιέργειες μεταλλαγμένων τροφών μπορούν να θρέψουν την ανθρωπότητα.
Όσον αφορά τις τυχόν επιπτώσεις στο περιβάλλον, των καλλιεργειών που έχουν τροποποιηθεί γενετικά για να αντέχουν στα παρασιτοκτόνα ή στα ίδια τα παράσιτα και έντομα, η έκθεση αναφέρει ότι δεν έχει παρατηρηθεί κάποια μείωση της βιοποικιλότητας σε φυτά ή σε ζώα, ενώ σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε και αύξηση των εντόμων στα «μεταλλαγμένα» χωράφια. Τα τροποποιημένα γονίδια μπορεί να εξαπλώθηκαν σε άλλα γειτονικά μη μεταλλαγμένα φυτά, αλλά δεν διαπιστώθηκε κάποια αρνητική επίπτωση για το περιβάλλον, σύμφωνα με τη μελέτη. Επίσης, χάρη στις μεταλλάξεις μεγαλύτερης ανθεκτικότητας, έχει μειωθεί η χρήση τοξικών παρασιτοκτόνων στα φυτά αυτά.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η νέα ισχυρή τεχνική γονιδιακής επεξεργασίας CRISPR επιτρέπει την τροποποίηση του φυτού με ακρίβεια μεγαλύτερη από ποτέ, πράγμα που μειώνει σημαντικά τους κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον. Αυτό όμως δεν καθησυχάζει τους σκεπτικιστές, οι οποίοι επιμένουν ότι ακόμη και μικρή γενετική αλλαγή μπορεί να αποβεί επιζήμια για τον άνθρωπο ή για τη φύση.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο η νέα έκθεση θα επηρεάσει σε θεσμικό επίπεδο τη διαδικασία ελέγχου και έγκρισης των μεταλλαγμένων προϊόντων από τις κυβερνήσεις, ιδίως τις ευρωπαϊκές, και από τις αρμόδιες εποπτικές Αρχές των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η έκθεση πάντως δεν παίρνει θέση στο επίμαχο ζήτημα του ποιες γενετικές ή μεταβολικές αλλαγές σε ένα τροποποιημένο φυτό θα πρέπει να θεωρηθούν επικίνδυνες, αφήνοντας την κρίση αυτή στις εποπτικές-ρυθμιστικές Αρχές.
Επίσης δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση κατά πόσο τα τροποποιημένα τρόφιμα πρέπει να φέρουν ειδική σήμανση στη συσκευασία τους. Αναφέρει ότι δεν υπάρχει λόγος ασφαλείας για τέτοιες ετικέτες, αλλά αναγνωρίζει και το δικαίωμα των καταναλωτών να θέλουν να ξέρουν τι τρώνε.
Η 20μελής επιτροπή που συνέταξε την έκθεση, αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από ακαδημαϊκούς και δεν περιλαμβάνει ερευνητές εταιρειών βιοτεχνολογίας (Monsanto, DuPont κ.ά.), αν και ορισμένα από τα μέλη της έχουν ασχοληθεί με τη γενετική τροποποίηση φυτών οι ίδιοι και μπορεί στο παρελθόν να είχαν υπάρξει σύμβουλοι τέτοιων επιχειρήσεων.
Η επιτροπή εξέτασε πάνω από 1.000 επιστημονικές μελέτες πάνω στο ζήτημα, άκουσε σε ειδικές δημόσιες ακροάσεις τις γνώμες 80 άλλων ειδικών και έλαβε υπόψη 700 σχόλια από το κοινό.