Την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ζητά ο ΣΕΒ, υπογραμμίζοντας ότι με την εφαρμογή τους επιτυγχάνονται σημαντικά δημοσιονομικά οφέλη και διευκολύνεται η πάταξη της φοροδιαφυγής.
Ο ΣΕΒ προειδοποιεί μάλιστα ότι “η καταθλιπτικά επαναλαμβανόμενη υπερφορολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσει σε ένα νέο κύμα όξυνσης της φοροδιαφυγής, της φοροκλοπής και του λαθρεμπορίου”, ενώ επισημαίνει ότι ήδη “η εισπραξιμότητα
των φόρων είναι κάτω του 50% αυξάνοντας έτσι κατακόρυφα τη φορολογική επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων και των οργανωμένων επιχειρήσεων”.
“Η χώρα εφαρμόζει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που ολοένα και περισσότερο δίνει έμφαση στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών και όχι στην επέκταση της φορολογικής βάσης”, αναφέρει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίο και προσθέτει:
“Στο πλαίσιο αυτό, η προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών προβάλει ως μία ελπιδοφόρα λύση που, δεδομένης της υπερφορολόγησης και της ανεπάρκειας του παραδοσιακού φοροεισπρακτικού μηχανισμού, μπορεί να διευκολύνει την πάταξη της φοροδιαφυγής, ώστε να ελαφρυνθεί σε σχετικούς όρους ο σύννομος πολίτης και, ενδεχομένως, να καταστεί δυνατή η μείωση των φορολογικών συντελεστών ώστε να τονωθεί η αναπτυξιακή διαδικασία στην οικονομία.
Οι πολιτικές αυτές καθίστανται σήμερα απολύτως απαραίτητες και επιβάλλεται να προωθηθούν στο πλαίσιο των αναπτυξιακών δράσεων της πολιτείας, μαζί με τον αναπτυξιακό νόμο και τις δράσεις των διαρθρωτικών ταμείων της κοινότητας. Ειδικότερα, για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, τα οφέλη είναι πολλαπλά τόσο για τις οργανωμένες επιχειρήσεις, όσο και για τους καταναλωτές αλλά και για το κράτος.
Μελέτες που έχουν γίνει από τον ΣΕΒ και άλλους φορείς, υπολογίζουν ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές στην Ελλάδα, σε ορίζοντα διετίας, μπορούν να μειώσουν την έκδοση εικονικών τιμολογίων κατά 60% και να οδηγήσουν σε “άσπρισμα” της παραοικονομίας κατά 10%, να αυξήσουν την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ κατά €1 δις ετησίως και να μειώσουν το κόστος των προμηθειών για το Δημόσιο κατά €200 εκατ. ετησίως. Το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων μπορεί να μειωθεί ετησίως κατά €1 έως €1,5 δις μέσω της εφαρμογής της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
Οι μόνοι χαμένοι θα είναι όσοι φοροδιαφεύγουν και χρησιμοποιούν τη φοροκλοπή και το λαθρεμπόριο ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για να καλύψουν τη χαμηλή παραγωγικότητα της επιχειρηματικής τους δράσης ή/και για να θησαυρίζουν στην παρανομία. Αυτό συμβαίνει καθώς το φορολογικό σύστημα είναι έτσι διαρθρωμένο ώστε να ευνοεί όχι μόνο όσους έχουν αντικειμενικά χαμηλά εισοδήματα, αλλά και όσους δηλώνουν χαμηλότερα εισοδήματα των πραγματικών, ώστε να εκμεταλλεύονται τους σχεδόν μηδενικούς συντελεστές του φόρου εισοδήματος στα χαμηλά κλιμάκια και να φορολογούνται στη βάση τεκμηρίων όσο το δυνατόν επιεικέστερα.
Το απόστημα αυτό της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να συνεχισθεί επ’ άπειρον, ιδίως σήμερα που επιβάλλεται τόσο υψηλή φορολογία. Η προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών προσφέρει τη δυνατότητα της επιτυχούς μετάβασης σε μία δικαιότερη κοινωνία, όπου το φορολογικό σύστημα δεν συντηρεί εν ζωή, και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, παρανομούντες, ώστε να δοθεί μια ανάσα στην υγιή επιχειρηματικότητα, που ανταγωνίζεται στην παγκόσμια αγορά, κουβαλώντας στην πλάτη και όλα τα βαρίδια του ελληνικού συστήματος προστασίας της εγχώριας παραβατικότητας.