Πλήρη αδυναμία ελέγχου της αγοράς που σε μεγάλο βαθμό θυμίζει εικόνες του 2002, όταν με αφορμή την είσοδο της χώρας στο ευρώ υπήρξε ένα τεράστιο ανατιμητικό κύμα που μέχρι και σήμερα μας επιβαρύνει, παρουσιάζει η κυβέρνηση, και ειδικότερα η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Ηδη το τελευταίο δεκαήμερο, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το «newmoney.gr», η χώρα βιώνει ένα πρωτοφανές τσουνάμι ανατιμήσεων, με είδη και υπηρεσίες να έχουν αυξηθεί
από τη μια μέρα στην άλλη έως και 30%. Μάλιστα αντί η Πολιτεία να αντιδράσει με τρόπο οργανωμένο σε μια περίοδο μεγάλης αφαίμαξης των πολιτών και εκτίναξης της ανεργίας, δεν έχει πράξει τίποτε, με τον γενικό γραμματέα Εμπορίου Αντώνη Παπαδεράκη να μην έχει καν κατανοήσει το πρόβλημα και να απέχει. Εξάλλου κανένα κλιμάκιο της γραμματείας δεν επιλήφθηκε του θέματος, ενώ οι έλεγχοι εκ μέρους του υπουργείου θεωρούνται παλιά ανάμνηση.
Ειδικότερα, πέραν των αυξήσεων λόγω του ΦΠΑ σε σειρά αγαθών, η αγορά παρουσιάζεται εξόχως προβληματική. Σε κατηγορίες ψιλικών, π.χ., ή ακόμα και σε μπαταρίες ή αναλώσιμα υπολογιστών έχουν παρουσιαστεί απίστευτες αυξήσεις τιμών που κυμαίνονται από 10% έως 30%. Κι αυτό διότι πολλές επιχειρήσεις με πρόσχημα τη νέα φορολόγηση της κυβέρνησης και γνωρίζοντας την ανυπαρξία διάθεσης ελέγχου τους από το κράτος αύξησαν κατά πολύ περισσότερο τις τιμές.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στον καφέ. Ενώ υποτίθεται η τιμή του αυξήθηκε κατά 1% (ο ΦΠΑ πήγε από το 23% στο 24%) παρατηρήθηκαν φαινόμενα σε προϊόντα εισαγωγής όπου η ανατίμηση ήταν στο επίπεδο του 20%! Ανάλογη ήταν και η κατάσταση σε πολλά καταστήματα καφεστίασης που χρέωναν καφέ 10% πιο ακριβό την Τετάρτη απ’ ό,τι την Τρίτη. Ενας μικρός χαμός επικράτησε και στις λαϊκές αγορές με προϊόντα που άμεσα πήραν φωτιά, όπως οι ντομάτες, τα κρεμμύδια, τα μπιζέλια, οι πατάτες, τα κεράσια, καθώς πολλοί λιανοπωλητές επέλεξαν τον δρόμο της κερδοσκοπίας θέλοντας να ισοφαρίσουν από όσους απέμειναν να καταναλώνουν τις ζημιές που δημιουργούν οι νέοι φόροι. Πρόβλημα υπάρχει και με τις τιμές στο ψωμί. Εξάλλου, με την άνοδο του ΦΠΑ κατά μία μονάδα το κόστος της ενέργειας ακριβαίνει διαρκώς και οι εταιρείες αναγκάζονται να προχωρούν σε αυξήσεις, μη αντέχοντας άλλο να απορροφούν τις ανατιμήσεις. Κάπως έτσι, για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια τα καταστήματα αρτοποιίας αυξάνουν τις τιμές. Μέχρι σήμερα η τιμή του απλού ψωμιού 350 γραμμαρίων κυμαινόταν μεταξύ 70-90 λεπτών, ενώ τώρα έχει ανέβει στο 1 ευρώ, δηλαδή σημειώθηκε αύξηση κοντά στο 30%.
Τα σούπερ μάρκετ κράτησαν
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι το οργανωμένο λιανεμπόριο, δηλαδή τα καταστήματα τροφίμων και τα σούπερ μάρκετ, συγκράτησε τις αυξήσεις και σε μεγάλο βαθμό ανακούφισε τους καταναλωτές όπου και όπως μπόρεσε. Εκεί όμως όπου παρουσιάστηκε το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν στο ανοργάνωτο λιανεμπόριο, στην εστίαση, στα καταστήματα ζαχαροπλαστικής και κυρίως στις υπηρεσίες όπου υπήρξαν μεγάλες αποκλίσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση στην πώληση λαμπτήρων. Το ίδιο προϊόν που πωλούνταν αντί 4 ευρώ, από την Τετάρτη αυξήθηκε με τελική τιμή πώλησης τα 5,07 ευρώ. Κι αυτό διότι πολλοί επιτήδειοι βρήκαν στη νέα αυτή συνθήκη που η κυβερνητική πολιτική οδήγησε την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν. Εξάλλου πώς να μην το κάνουν όταν υπάρχει σαφέστατη αδυναμία ελέγχου και ανυπαρξία τήρησης του προγράμματος επισκέψεων στην αγορά από την πλευρά του υπουργείου Οικονομίας, το οποίο εσχάτως επιδεικνύει απίστευτη αδράνεια;
Πάντως, ως αιτία της επιλογής αύξησης των τιμών και της προφανούς κερδοσκοπίας εκ μέρους των επιχειρήσεων προβάλλεται το ότι γνωρίζοντας πως θα επέλθει ραγδαία πτώση των τζίρων επιλέγουν να ισοφαρίσουν τη χασούρα μέσα από τις αυξήσεις για τους λίγους που ούτως ή άλλως θα συνεχίσουν να αγοράζουν. Δηλαδή να αυξήσουν τους όγκους πωλήσεων για να διατηρήσουν υψηλούς τζίρους. Το πρόβλημα όμως είναι ότι με το κύμα αυτό, και έτσι όπως προβλέπουν σημαντικοί αναλυτές της αγοράς λιανικής, το μέσο καλάθι δεν θα επιβαρυνθεί μόνο από την αύξηση του ΦΠΑ κατά 1%, αλλά η επιβάρυνση θα φτάσει κατ’ έτος πάνω από 1.000 ευρώ. Θα χαθεί δηλαδή ενάμισης μισθός από έναν που αρχικά όλοι προϋπολόγιζαν.