Πολιτική υψηλού ρίσκου όχι μόνο για τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα, αλλά και για τη γενικότερη σταθερότητα στα Βαλκάνια, ακολουθεί η Αλβανία, καθώς το πολιτικό της σύστημα στο σύνολό του πλέον έχει διαποτιστεί από την ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας και στρέφεται πότε κατά της Ελλάδας, πότε κατά της Σερβίας, ενώ παράλληλα επιταχύνεται η
θεσμική συνένωση με το Κόσοβο.
Ο οδικός χάρτης που αποφασίστηκε κατά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στις 6-7 Ιουνίου στα Τίρανα βρίσκεται, ως προς την ουσία του, στο τραπέζι των διμερών συνομιλιών από το 2013, αλλά συνεχώς υπονομεύεται από περιπλοκές που προκαλεί η αλβανική πλευρά. Ενέχει μάλιστα και τον κίνδυνο, αντί να λυθούν τα διμερή προβλήματα, να επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο. Η Αλβανία ζητεί διαπραγματεύσεις από μηδενική βάση για την υπογραφή νέας συμφωνίας για τις θαλάσσιες ζώνες, κάτι που απορρίπτει η Ελλάδα και εκεί ανακύπτει πλέον ένα μεγάλο πρόβλημα. Δεν είναι γνωστό τι συμφωνήθηκε και πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση στην πορεία, αλλά, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να καταστήσει εκ των προτέρων σαφές ότι συζήτηση από μηδενική βάση δεν θα γίνει. Αυτό, διότι η Αλβανία απορρίπτει την οριοθέτηση με τη μέθοδο της μέσης γραμμής με την οποία έγινε η συμφωνία του 2009 και δόθηκε πλήρης επήρεια στα Διαπόντια νησιά και σε νησίδες έξω από την Κέρκυρα. Τα Τίρανα ουσιαστικά ακύρωσαν τη συμφωνία και επιδιώκουν επαναδιαπραγμάτευση προκειμένου να περιοριστεί ή να μηδενιστεί η επήρεια των νησιών αυτών, τακτική που ως γνωστόν ακολουθεί η Τουρκία στο Αιγαίο, ιδιαίτερα στο Καστελλόριζο. Αν οι δύο πλευρές καθίσουν στο τραπέζι και τα Τίρανα απαιτήσουν συνολική επαναδιαπραγμάτευση και αλλαγή της μεθόδου οριοθέτησης, όπως όλα δείχνουν, θα οδηγηθούμε σε νέα παραλυτική κατάσταση, στο Ιόνιο αυτή τη φορά. Οι ίδιες πηγές προτείνουν μικρές διορθώσεις στη συμφωνία του 2009 που δεν επηρεάζουν τον βασικό κορμό της συμφωνίας και είναι σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο.
Το Βερολίνο
Η προσπάθεια ομαλοποίησης των ελληνοαλβανικών σχέσεων έχει και τη στήριξη ξένων κυβερνήσεων, καθώς το Βερολίνο, κυρίως, και άλλες χώρες επιθυμούν τη λήψη απόφασης μέχρι το τέλος του χρόνου για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε. – Αλβανίας. Στο πλαίσιο αυτό, το Βερολίνο πιέζει τα Τίρανα για αλλαγές στο δικαστικό σύστημα και στη λειτουργία άλλων θεσμών. Η Ελλάδα που ψήφισε άνευ όρων το 2014 για να καταστεί η Αλβανία υποψήφια προς ένταξη δεν μπορεί πλέον να κάνει άλλο βήμα πίσω, καθώς η κλιμάκωση της εθνικιστικής ρητορικής καθιστά αδύνατη την ελληνική συναίνεση. Ο Εντι Ράμα πιστεύει προφανώς ότι υπό την πίεση μεγάλων χωρών η Ελλάδα θα υποχωρήσει γι’ αυτό και γίνεται όλο και πιο προκλητικός, ενώ συχνά δηλώσεις του για τις χώρες της περιοχής διακρίνονται από έπαρση, γεγονός που πολλές φορές έχει προκαλέσει αντιδράσεις και στο Βελιγράδι και στα Σκόπια και στην Αθήνα. Ο αλβανικός εθνικισμός δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα από την Ε.Ε., όπως δεν αντιμετωπιζόταν και ο εθνικισμός σε άλλες χώρες και τώρα ήδη ασκεί σημαντική επιρροή στις αποφάσεις της Ε.Ε.
Το Βερολίνο έχει ζητήσει παρασκηνιακά την αναγνώριση του Κοσόβου ή στην καλύτερη περίπτωση την αναβάθμιση της διπλωματικής παρουσίας της Πρίστινας στην Ελλάδα με το άνοιγμα γραφείου στην Αθήνα, καθώς ήδη στη Θεσσαλονίκη διαθέτει εμπορικό γραφείο. Η Αθήνα πλέον δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να κάνει τέτοιες κινήσεις και λόγω της όξυνσης των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Πέραν αυτών, ο κ. Αλέξης Τσίπρας είχε δεσμευθεί ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά την επίσκεψή του στο Βελιγράδι, ότι υπό την πρωθυπουργία του η Ελλάδα δεν θα αναγνωρίσει το Κόσοβο.
Ιδιαίτερα έμπειρος διπλωματικός παράγοντας παρατηρεί στην «Κ» ότι η ελληνική κυβέρνηση εντελώς λανθασμένα και με στρεβλό τρόπο στηρίζει την Αλβανία στην ευρωπαϊκή της πορεία μέχρι τώρα, ουσιαστικά άνευ όρων. Για μικρότερης σημασίας διπλωματικά γεγονότα, παρατηρεί η ίδια πηγή, η χώρα ανακάλεσε πρέσβεις, που επανήλθαν στις θέσεις τους, κάνει συμβατικές κινήσεις, όπως διαβήματα χωρίς αντίκρισμα, ενώ εκεί που πρέπει να πιέσει, δηλαδή εντός της Ε.Ε. και στους διεθνείς οργανισμούς, είναι απούσα. Υπό αυτό το πρίσμα ήταν αδιανόητοι οι δημόσιοι καβγάδες για το ανύπαρκτο θέμα των Τσάμηδων-Τσαμουριάς που κυριαρχούν στην ατζέντα των διμερών σχέσεων, ενώ θα έπρεπε να κυριαρχεί το υπαρκτό και πολύ σοβαρό θέμα των προβλημάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
Έντυπη