ΕΙΔΟΜΕΝΗ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ. «…Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».
ΚΑΒΑΦΗΣ
Ησαν πράγματι «μια κάποια λύσις», ένα χρόνο τώρα οι πρόσφυγες για τη χειμαζόμενη οικονομία στα βόρεια σύνορα και τώρα που η μεθόριος αδειάζει, οι ντόπιοι αναρωτιούνται «τι θα γίνει…». «Αν δεν είχαν έρθει οι πρόσφυγες, θα είχαμε φύγει εμείς. Θα είχαμε κλείσει τα μαγαζιά. Ηταν μια γερή
ένεση στην αγορά, δούλεψαν επιχειρήσεις, απασχολήθηκαν άνεργοι. Φαγώθηκαν να τους διώξουν και τώρα εμείς θα βρεθούμε πάλι στο πηγάδι της αναδουλειάς», λέει ο Σταμάτης Μίσιος, ιδιοκτήτης τυροπιτάδικου.
«Δήμαρχε, τι μας έκανες; Γιατί τους διώχνεις;», διαμαρτύρονται πολλοί, κάποιοι μάλιστα εξ εκείνων που είχαν πρωτοστατήσει στις εκδηλώσεις εναντίον των προσφύγων και των μεταναστών με το που εμφανίστηκαν στην «αυλή» τους. Δευτέρα πρωί στο Πολύκαστρο, λίγα χιλιόμετρα από την Ειδομένη. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, όχι μόνο λόγω του συννεφιασμένου ουρανού. Η αστυνομία είχε ξεκινήσει από το πρωί την επιχείρηση εκκένωσης του χώρου μπροστά στο πρατήριο υγρών καυσίμων PLAZA, στον εθνικό δρόμο προς τους Ευζώνους, με την απομάκρυνση περίπου 2.000 προσφύγων.
Μετά τη διάλυση του καταυλισμού της Ειδομένης, άδειαζε τώρα και το «βενζινάδικο», όπως έγινε γνωστό, και τις επόμενες μέρες επρόκειτο -όπως και έγινε τελικά- να εκκενωθεί και το ξενοδοχείο «ΧΑΡΑ», λίγο παραπάνω, με άλλους τόσους πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι θα μεταφερθούν σε οργανωμένα κέντρα στη Θεσσαλονίκη. Θα περίμενε κανείς ότι οι ντόπιοι θα αντιμετώπιζαν με ανακούφιση την όλη επιχείρηση «απαλλαγής» από τους «ανεπιθύμητους», όπως θεωρήθηκαν στην αρχή, «καταληψίες», έστω και αν κατανοούσαν το δράμα τους.
Ομως οι άνθρωποι δεν έδειχναν χαρούμενοι που έφευγαν οι πρόσφυγες. Και μας το είπαν καθαρά πολλοί από αυτούς στο Πολύκαστρο, το ορμητήριο επί ένα και πλέον χρόνο εκατοντάδων μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και ακόμα περισσότερων εθελοντών. Γιατί οι πρόσφυγες και μαζί όλοι όσοι συνέρρευσαν στην περιοχή για να τους βοηθήσουν ήταν για εκείνους πηγή πλούτου.
Τώρα, οι τοπικές κοινωνίες αισθάνονται ότι η οικονομία τους, η οποία είχε πάρει βαθιά ανάσα, θα υποστεί συντριπτικό πλήγμα. Η κουβέντα στο καφέ «Τέσσερις Εποχές», με ντόπιους θαμώνες είναι αποκαλυπτική.
«Δούλεψαν πολύ τα μαγαζιά, δεν έβρισκες θέσεις σε εστιατόρια, ταβέρνες, κρεβάτι κενό στα ξενοδοχεία του νομού δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, δούλευαν τα μαγαζιά με τα οικοδομικά υλικά, τα περίπτερα, έρχονταν καραβάνια προσφύγων και ψώνιζαν, γινόταν μεγάλος τζίρος, κυκλοφορούσε χρήμα, περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι στον νομό βρήκαν δουλειά και με καλά λεφτά», μας λέει χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Τσόγκας και προσθέτει: «Τώρα θ’ αρχίσει και πάλι το πηγαινέλα στη Γευγελή για φτηνά ζαρζαβατικά και βενζίνη…».
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τοπικών παραγόντων, περισσότεροι από χίλιοι ντόπιοι προσελήφθησαν από ΜΚΟ σε μια περιοχή που μαστίζεται από την ανεργία, ενώ όπως αποκάλυψε στην «Κ» ο δήμαρχος Παιονίας, κ. Χρήστος Γκουτενούδας, μόνο μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση έριξε στην τοπική οικονομία 22 εκατομμύρια ευρώ! «Αυτοί έσωσαν την κατάσταση από την ανεργία. Η αυλαία όμως έπεσε, περιμένουμε το επόμενο προσφυγικό κύμα», προσθέτει ο συνταξιούχος αξιωματικός. Αθανάσιος Παυλίδης. «Καλά ήταν, έπεσε χρήμα και το πιο πολύ “μαύρο”. Η κοινωνία πήρε και ένα καλό μάθημα, έμαθε να συμβιώνει με ξένους, της έφυγε κάπως η ξενοφοβία. Η πρώτη επαφή ήταν δύσκολη, μετά συνήθισαν οι άνθρωποι, ειδικά όταν άρχισαν να κυκλοφορούν πολλά λεφτά».
Δεν ξέρουν τι θέλουν
Ο δήμαρχος Παιονίας βρίσκεται και πάλι σε δύσκολη θέση. Με το που άρχισαν να εγκλωβίζονται στην Ειδομένη και στην ευρύτερη περιοχή του Πολυκάστρου οι πρώτοι πρόσφυγες, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που, όπως λέει, στράφηκαν εναντίον του γιατί δεν ενήργησε «ώστε να αποτρέψει την παραμονή τους». «Τώρα με κατηγορούν ότι αφήνω τους πρόσφυγες να φύγουν και θα χαθούν δουλειές. Κάποιοι προσπαθούν να στρέψουν εναντίον μου την αγωνία του κόσμου. Ομως εμείς κοιτάμε το γενικό καλό, που έχει να κάνει με θέματα ασφάλειας και υγιεινής του», αναφέρει.
Το ξενοδοχείο PARK, στην είσοδο της πόλης, ήταν επί ένα χρόνο το «στρατηγείο» των ΜΚΟ, από το οποίο κατευθύνονταν οι δραστηριότητες υποστήριξης των αυτοσχέδιων καταυλισμών στην Ειδομένη, τους Ευζώνους αλλά και τα βενζινάδικα στην εθνική οδό. Μέχρι πριν από λίγες μέρες δεν υπήρχε άδειο δωμάτιο ούτε για δείγμα. Τώρα η πελατεία των ΜΚΟ μειώθηκε δραματικά. «Δούλεψαν όλα τα ξενοδοχεία του νομού καλά, τώρα έφυγαν οι ΜΚΟ και πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε, πώς θα δουλέψουμε…», μας λέει η ιδιοκτήτριά του Κατερίνα Χαραλαμπίδου.
Και κάπως έτσι, η ζωή στην περιοχή ξαναγυρνά στην προτέρα δύσκολη κατάσταση. Και φεύγοντας κανείς από εκεί, δεν ξέρει με τι ακριβώς συναισθήματα αφήνει τους ανθρώπους πίσω του.
Στον «φράχτη των δακρύων»
Μετά την εκκένωση του καταυλισμού, η Ειδομένη βυθίστηκε πάλι στη γαλήνια απομόνωσή της. Κάποιες μεγάλες σκηνές των ΜΚΟ που δεν έχουν αποσυναρμολογηθεί, σωροί σκουπιδιών προς απομάκρυνση, μα, κυρίως, ο διπλός αγκαθωτός ατσαλένιος φράχτης, θυμίζουν ότι σε αυτό το κομμάτι του κάμπου, έως πρόσφατα παιζόταν ένα δράμα. Αστυνομικοί μας εμποδίζουν να πλησιάσουμε τον «φράχτη των δακρύων», καθώς όπως λένε, αποτελεί στρατιωτική ζώνη. Στο καφενείο δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου τα τρένα πηγαινοέρχονται κανονικά πλέον, το κλίμα είναι διαμετρικά αντίθετο απ’ ό,τι λίγο παρακάτω στο Πολύκαστρο. Η Ειδομένη δεν έχει επιχειρήσεις και νέους ανθρώπους να δουλέψουν, ώστε να «θρηνούν» για τη φυγή των προσφύγων. «Τώρα δεν κλειδώνουμε τα σπίτια μας, κυκλοφορούμε άφοβα τις νύχτες», λέει χαρακτηριστικά ένας συνταξιούχος. «Ησυχάσαμε, ήμασταν 80 κάτοικοι και είχαμε 13.000 “φιλοξενουμένους”, ήταν αδύνατο να το διαχειριστούμε», προσθέτει η πρόεδρος του κοινοτικού διαμερίσματος, κ. Ξανθή Σουπλή και αποκαλύπτει ότι σχεδιάζει να δημιουργήσει στην Ειδομένη μουσείο προσφύγων.